Χαμαιτυπείο



Χαμαιτυπείο
Οι εταίρες της Κορίνθου ήταν ξακουστές τα αρχαία χρόνια. Για να μην προκαλούν την κοινή γνώμη και προκειμένου να προσελκύσουν πελάτες, είχαν ανάγλυφα σημάδια ή λέξεις στο κάτω μέρος των σανδαλιών τους. 
Έτσι βαδίζοντας αυτά τα σημάδια αποτυπώνονταν στο χώμα. Οι πελάτες ακολουθούσαν αυτά τα σήματα, για να τις βρουν. Έτσι τα μέρη στα οποία πήγαιναν ονομάστηκαν "χαμαιτυπεία" λέξη η οποία προέρχεται από τις λέξεις "χάμω" και "τύπος".

Βούρλα-Τρούμπα. Μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968).

                         

                                 

Την νεώτερη ιστορία της πόλης του Πειραιά, δεν μπορούμε να την δούμε μόνο μέσα από την ιστορική, αρχιτεκτονική ή πολιτιστική της εξέλιξη και την οικονομική ανάπτυξή της, αποκομένη από την περιθωριακή ζωή που αναπτύχθηκε ακριβώς εξ αιτίας αυτής της ανάπτυξης.

Δεν θα έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα, χωρίς τους ρεμπέτες, τα χασισοποτεία, τα πορνεία, την Τρούμπα και τα Βούρλα. Ο Βαμβακάρης και η ξακουστή τετράδα του Πειραιά, ο κινηματογράφος και η Μερκούρη στο «Ποτέ την Κυριακή», η αστυνομία, οι πληρωμένοι έρωτες, οι νταβατζήδες, οι λιμενεργάτες και οι κρυφοί τεκέδες. Όλα αυτά είναι μέρος της ιστορίας.

Τα Βούρλα, τα πρώτα κρατικά πορνεία του ελληνικού κράτους, οι άνθρωποι και η ιστορία τους, η Τρούμπα, ο υπόκοσμος και η παραβατικότητά της στα νεώτερα χρόνια, είναι τα όλα αυτά που πολύ παραστατικά αφηγήται ο Βασίλης Πισιμίσης στο βιβλίο του, «Βούρλα-Τρούμπα.  Μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και τη πορνείας του Πειραιά (1840-1968)»

Ο Νίκος Μπελαβίλας σε άρθρο του στην εφημερίδα Κυριακάτικη Αυγή και η Δήμητρα στο 9pages.blogspot.gr γράφουν: «Τα “χαμαιτυπικά” παραπήγματα στήθηκαν στο λιμάνι πολύ νωρίς. Κάπου ανάμεσα στα βουλεβάρτα του μεγαλόπνοου πολεοδομικού σχεδίου του 1834, μαζί με το τελωνείο, τις αγορές, τα μέγαρα, τους ναούς, μαζί με τις νέες συνοικίες, τη Χιώτικη και την Υδραίικη. Με δέκα “δημόσιες κοπέλες” καταγεγραμμένες την πρώτη χρονιά της ίδρυσης της πόλης, 19 λίγα χρόνια αργότερα, το 1848, ηλικιών από 15 έως 41 ετών.

Σε έρευνα του δημοσιογράφου-ερευνητή Βασίλη Κουτουζή, διαβάζουμε ότι το 1870, μετά από διαμαρτυρίες των κατοίκων, ο Δήμος Πειραιά με την σύμφωνη γνώμη του Ιατροσυνεδρίου, που φοβόταν την εξάπλωση των αφροδισίων νοσημάτων, ζήτησε από την κυβέρνηση την άδεια για την ανέγερση οικήματος και τη συγκέντρωση όλων των κοινών γυναικών σε αυτό. Αλλά ο υπουργός Εσωτερικών Επαμ. Δεληγιώργης αντέκρουσε την άποψη του Δήμου με το δικαιολογητικό ότι ούτε ο Δήμος, ούτε η Κυβέρνηση, αρμόζει να αποδέχονται τέτοιου είδους έργα, τα οποία μπορεί να είναι κοινωνική ανάγκη, πρέπει όμως να εξασκούνται από ιδιώτες, ο δε Δήμος και η Κυβέρνηση να ασκούν την εποπτεία.

Μετά από συνεχείς πιέσεις του Δήμου, το  Μάρτιο του 1873, η Κυβέρνηση παραχώρησε τα υπ' αριθ. 5-6 τεμάχια των εθνικών γαιών στη θέση που λεγόταν «Βούρλα», και που απείχε 80 μέτρα δυτικά του Αγίου Διονυσίου για την ανέγερση «καταστημάτων» κοινών γυναικών.

Μετά την υπογραφή του παραχωρητηρίου, ο Δήμος προέβη σε διακήρυξη για την ανέγερση, σε έκταση οκτώ στρεμμάτων, συνοικισμού κοινών γυναικών, που θα περιλάμβανε τέσσερα κτίσματα, χωριστά μεταξύ τους, τα οποία θα βρίσκονταν μέσα σε μάντρα, με τους ακόλουθους όρους: «Ο ανεγείρων ιδίαις δαπάναις τα βάσει εγκεκριμένου σχεδίου οικήματα, θα καταβάλλη εις τον Δήμον μετά τριετίαν από της ιδρύσεως δρχ. 500 ετησίως δι' έκαστον τμήμα, μετά 5ετίαν δρχ 1.000 και μετά εικοσαετίαν δρχ. 2.500 δι' έκαστον τμήμα ετησίως. Μετά δε πεντηκονταετίαν η περιοχή του κτήματος μετά των εν αυτώ κτηρίων, θα περιέρχεται εις τον Δήμον».

Και ενώ αρχικά παρουσιάστηκαν πολλοί εργολάβοι (κατά τον συγγραφέα κανένας δεν ήθελε να αναλάβει μια παρόμοια ντροπιαστική δουλειά), τελικά έμεινε μόνο ο εργολάβος Νικόλαος Μπόμπολας, ο οποίος αξίωσε ότι ο χώρος και τα κτίρια που θα ανεγερθούν θα είναι υπό την πλήρη και τέλεια ιδιοκτησία αυτού και των απογόνων του. Φαίνεται πως είχε λαδώσει τους άλλους εργολάβους και αποχώρησαν.

Ο Δήμος αναγκάστηκε να δεχτεί τον όρο αυτό με την προϋπόθεση ότι εάν τα κτίρια αυτά χρησιμοποιηθούν κάποτε για άλλο σκοπό, τότε θα περιέρχονται στην κυριότητα του Δήμου. Και με το ψήφισμα υπ' αριθμόν 146 της 1ης Ιουλίου 1875, το δημοτικό συμβούλιο του Πειραιά, επί δημαρχίας Τρ. Μουτσόπουλου, ανέθεσε την κατασκευή των κρατικών πορνείων στον εργολάβο Νικόλαο Μπόμπολα..

Σύμφωνα με το συμβόλαιο, θα έπρεπε να μην επιτρέπεται από τις τότε αστυνομικές αρχές, εκτός των Βούρλων, να λειτουργεί, εντός της πόλης, άλλος οίκος ανοχής, και σε καμιά γυναίκα του συνοικισμού να μην εργάζεται εκτός αυτού.

Το έργο ολοκληρώθηκε την 1η Ιανουαρίου 1876 και επρόκειτο για τρία κτίρια με 66 κάμαρες όπου στεγάζονταν περίπου 70 πόρνες. Τα πορνεία ήταν περιφραγμένα και οι ιερόδουλες απαγορεύονταν να βγουν από αυτά. Μάλιστα το κράτος είχε διαθέσει και αστυνομικούς να φυλάνε την πύλη για να αποτρέπεται η έξοδος των κοριτσιών. Αυτή ήταν βεβαίως και η πρώτη επίσημη “γκετοποίηση” των ανθρώπων της νύχτας και του περιθωρίου στην Ελλάδα. Έτσι γεννήθηκαν τα Βούρλα, ένα γκέτο με δωματιάκια και αστυνομική φρουρά, για εβδομήντα περίπου πόρνες, με τις ματρόνες και τους αγαπητικούς τους, στην καρδιά της μετέπειτα Δραπετσώνας.

Φαίνεται όμως ότι το συμμάζεμα ήταν δύσκολο, αν λάβουμε υπ' όψη μας τις κατά καιρούς έγγραφες διαμαρτυρίες του Μπόμπολα, προς το Δήμο και την Αστυνομία. Διότι τα αστυνομικά όργανα δεν ενεργούσαν παράλληλα να συγκεντρώσουν εντός των «Βούρλων» όλες τις ιερόδουλες και να εκλείψει ο ανταγωνισμός.

Ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή των ιερόδουλων και των αγαπητικών, νταβατζήδων, λαθρεμπόρων, ναρκομανών και άλλων στηριζόμενος κυρίως σε μαρτυρίες ρεμπετών, που συχνά έστηναν τις ταβέρνες τους στην γύρω περιοχή, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης. Οι περιγραφές του είναι γλαφυρές και καταφέρνουν να αναπλάσουν πειστικά τον υπόκοσμο της εποχής ενώ αναφέρονται πολλά πρόσωπα που είχαν “όνομα” στον χώρο όπως η διάσημη Ντουντού ή η Σκουλαρικού, πόρνη των Βούρλων και σύντροφος του ρεμπέτη Ανέστη Δελιά.
Ναύτες του 6ου Αμερικανικού Στόλου έξω από το μπαρ TONY’S
Η επιστροφή της πορνείας από την άκρη του αστικού κέντρου στον πυρήνα του, στην Τρούμπα, συνέβη κατά τη διάρκεια του πολέμου. Σχετίζεται με την εξαθλίωση του πληθυσμού, που έφερε ο λιμός και οι βομβαρδισμοί του 1941 και 1944. Η συνοικία που προέκυψε από τον εποικισμό των Χίων στα μέσα του 19ου αιώνα, η καλύτερη της εποχής της, μια γειτονιά διώροφων και τριώροφων αρχοντικών, με εμπορικά στο ισόγειο, με ξενοδοχεία και καφενεία στο θαλάσσιο μέτωπο, ήταν αυτή που απλώνεται και στις μέρες μας, ανάμεσα στους δύο ναούς του λιμανιού, τον Άγιο Σπυρίδωνα και τον Άγιο Νικόλαο, κατά μήκος της ακτής Μιαούλη και των οδών Φίλωνος και Νοταρά.
Αυτή η γειτονιά, μαζί με τις υπόλοιπες που βλέπουν στη θάλασσα του λιμανιού, υπέστη εκτεταμένες καταστροφές από τις βόμβες της γερμανικής και της συμμαχικής αεροπορίας. Χιλιάδες Πειραιώτες εγκατέλειψαν, τα βράδια των αεροπορικών επιδρομών, την πόλη και κατέφυγαν στα βόρεια. Το ρεύμα της φυγής των αστών Πειραιωτών προς πιο ευπρεπείς περιοχές του λεκανοπεδίου είχε αρχίσει από την εποχή του '22, όταν οι προβλήτες, οι πλατείες και οι άδειοι λόφοι πλημμύρισαν από το προσφυγομάνι, τα παραπήγματά τους με τους αμανέδες και τις βαριές οσμές των φαγητών τους.

 
 Το λιμάνι της Τρούμπας σε καρτ ποστάλ
Οι καλοβολεμένοι Πειραιώτες έμποροι και εργοστασιάρχες, γιοί και εγγονοί προσφύγων, που είχαν κι αυτοί καταφύγει στον Πειραιά άλλοτε, δεν άντεξαν τη συνύπαρξη με την αταξία και την Ανατολή. Εγκατέλειψαν για την Αθήνα, την Κηφισιά, το Μαρούσι, αργότερα τη Βούλα, τη Γλυφάδα. Άφησαν τα εργοστάσιά τους, τα γραφεία τους και τα εμπορικά τους εδώ και ανεβοκατέβαιναν με τις “κούρσες”, σπάνια με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο.


Η γειτονιά των κόκκινων φαναριών απλώθηκε σε αυτό ακριβώς το λαμπρό κομμάτι του Πειραιά. Εκεί που ο ναύαρχος Ανδρέας Μιαούλης είχε κτίσει το αρχοντικό του, επιδεικτικά επάνω στα ερείπια του μοναστηριού του Αγίου Σπυρίδωνα, αυτό που βομβάρδισε το “Καρτερία”, του στόλου των επαναστατών. Ο τόπος περιγραφόταν από τις ευπαρουσίαστες πλατείες και τους δύο κήπους, τον Τινάνειο και την Τερψιθέα. Οι εσωτερικοί δρόμοι καταλήφθηκαν από πορνεία, καμπαρέ, κινηματογράφους απαγορευμένων ταινιών. Τα ξενοδοχεία που υπήρχαν υποβαθμίστηκαν.

Στη δημιουργία της Τρούμπας έπαιξε ρόλο και η κατάργηση, το 1937, των Βούρλων ως ελεγχόμενου πορνείου με τη μορφή σχεδόν κρατικής υπηρεσίας. Το γκέτο καταργήθηκε και μετατράπηκε σε δικαστικές φυλακές. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου υπήρξε μία από τις φυλακές πολιτικών κρατουμένων της Αθήνας. Από εκεί απέδρασαν, τον Ιούλιο του 1955, εικοσιεπτά κρατούμενοι κομμουνιστές. Αυτή είναι μια άλλη αφήγηση που πιάνει ο Βασίλης Πισιμίσης. Είναι το τελευταίο κεφάλαιο της περιγραφής και της πραγματικής διαδρομής του πορνείου-φυλακής.


Τα καμπαρέ και τα “σπίτια” είχαν αρχίσει να ξεφυτρώνουν στην Τρούμπα κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Με πελάτες Γερμανούς και μαυραγορίτες. Με το τέλος του πολέμου, η νυχτερινή αναψυχή κυριάρχησε σε όλη την περιοχή. Ο πληθυσμός της Τρούμπας έφθασε στις 500 γυναίκες, ενώ, όποτε ελλιμενιζόταν ο 6ος Αμερικανικός Στόλος στον Πειραιά, ο αριθμός περιστασιακά ανέβαινε. Ο συγγραφέας αναφέρει ότι νεαρές παραδουλεύτρες της Αθήνας, αλλά και πόρνες της επαρχίας, κατέβαιναν στον Πειραιά για ένα καλό έκτακτο μεροκάματο.

Σημειώνεται ακόμη η ψήφιση του νόμου για απαγόρευση των ομαδικών οίκων ανοχής, επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή και υπουργίας Λίνας Τσαλδάρη το 1954, ως σημείο τομής. Σύμφωνα με εκείνο το νόμο, τα πορνεία υποχρεωτικά στέγαζαν όχι περισσότερες από δύο εκδιδόμενες γυναίκες. Αυτό φαίνεται ότι περιόρισε τη βαριά σωματεμπορία και την εκμετάλλευση από τις ματρώνες και οδήγησε σε μια σχετική αυτονόμηση των γυναικών. Απλώνοντας βεβαίως την Τρούμπα ακόμη περισσότερο, καθώς τα εκατοντάδες κορίτσια της γειτονιάς άνοιξαν και νέα μικρά δικά τους “σπίτια”, όχι χωρίς συγκρούσεις με τις μεγαλοτσατσάδες που επιχειρούσαν το μάντρωμα, εισπράττοντας τη μερίδα του λέοντος από την εκπόρνευση.

Οι νεορεαλιστές του ελληνικού κινηματογράφου χτύπησαν φλέβα στη γειτονιά που είχε γίνει πια θρύλος. Ο Πισιμίσης, εκτός όλων των άλλων, ακολουθεί και τα γυρίσματα των ταινιών στη Τρούμπα, αλιεύοντας από τη φιλμογραφία. Η Ίλια και η αυτονόμησή της από το αφεντικό της, η χειραφετημένη Μελίνα μέσα από την κάμερα του Ζυλ Ντασέν που υμνεί τον Πειραιά, το λιμάνι του, τους ναυτικούς και την απελευθέρωση της γυναίκας, μέσα στις πιάτσες της νύχτας και τα καρνάγια του Περάματος. Ο Μάνος Χατζηδάκις βρισκόταν στο πιάνο παίζοντας μια μουσική που λίγοι θυμούνται ότι γράφτηκε για την Τρούμπα. Τα “Παιδιά του Πειραιά” για την ταινία “Ποτέ την Κυριακή” του 1960. Ακολούθησαν η “Συνοικία το Όνειρο” (1961) του Αλεξανδράκη, με τη μουσική του Μίκη, τα απαγορευμένα ρεμπέτικα στις “Πασχαλιές” (1962) του Χατζηδάκη, τα “Κόκκινα Φανάρια” (1963), με “του λιμανιού το καλντερίμι...” του Ξαρχάκου. Η φτώχεια, η παραβατικότητα, η ζωή των κατατρεγμένων, οι παράγκες των προσφύγων και τα καταγώγια του λιμανιού, οι καημοί και τα τραγούδια τους εισήλθαν στον επίσημο πολιτισμό.»
Η μεγαλοτσατσά Ντουντού (σκίτσο του συγγραφέα)

Οι ιστορίες είναι πολλές, σπαρταριστές και ολοζώντανες όπως αυτή της Δέσποινας που τύφλωσε τον νταβατζή της με βιτριόλι από ερωτική αντιζηλία ή της Τζεμιλέ, της χορεύτριας με το “αιδοίο -κουμπαρά”, παρατσούκλι που της είχαν βγάλει γιατί όταν οι θαμώνες του καμπαρέ άφηναν μία χρυσή λίρα πάνω στο τραπέζι, η Τζεμιλέ πλησίαζε χορεύοντας, ακουμπούσε το αιδοίο της στο τραπέζι και το νόμισμα εξαφανιζόταν...

Ο Βασίλης Πισιμίσης στην εισαγωγή του σημειώνει: Ως συλλέκτης έχω μαζέψει εδώ και κάμποσα χρόνια ένα -επιτρέψτε μου να πω- αξιοσημείωτο αρχείο σχετικό με τον ευρύτερο Πειραιά. [...] Καθώς περνούσαν τα χρόνια, συνειδητοποίησα πως είχα σκόρπια εδώ κι εκεί διάφορα στοιχεία σχετικά με την πορνεία και τον εν γένει υπόκοσμο του Πειραιά -στοιχεία που συνοψίζονται σε δύο περιοχές: Τα Βούρλα και την Τρούμπα. Τότε διαπίστωσα πως δεν υπάρχει στην ελληνική βιβλιογραφία κανένα συγκεκριμένο βιβλίο γι' αυτό το θέμα, εκτός μόνον από προσωπικές μαρτυρίες και αφηγήσεις. Απ' αυτή τη διαπίστωση ξεπήδησε και η ιδέα για το βιβλίο που κρατάτε. Κι απ' τη στιγμή που η ιδέα έγινε επιθυμία, βάλθηκα να εντοπίσω οποιαδήποτε πληροφορία μπορούσε να μου φανεί χρήσιμη. [...]

Βασίλης Πισιμίσης.

Ο Βασίλης Πισιμίσης γεννήθηκε το 1960 στο Βλόγγο Γορτυνίας και από το 1967 κατοικεί μόνιμα στο Κερατσίνι. Είναι μανιώδης συλλέκτης και μελετητής της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά και έχει πλούσια πολιτιστική και συλλεκτική δράση. Το 1989 δημιουργεί το Ιστορικό Λαογραφικό Αρχείο Κερατσινίου. Είναι συνεργάτης του περιοδικού "Συλλογές" και πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλεκτικού Συλλόγου Κερατσινίου.
Εκτός από την έρευνα και τη συλλογή ιστορικών ντοκουμέντων και τεκμηρίων του ευρύτερου Πειραιά, έχει ασχοληθεί με τη λαϊκή ζωγραφική και τη γελοιογραφία. Άρθρα του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες, περιοδικά, βιβλία και λευκώματα. Το 1985 εξέδωσε ένα λεύκωμα με γελοιογραφίες σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων με τίτλο "Νιόνιος". Το 2003 εκδόθηκε το βιβλίο του "Το Ρολόι του Πειραιά: Το Παλιό Δημαρχείο" (εκδ. Συλλογές).


Τίτλος: Βούρλα-Τρούμπα. Μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και της πορνείας του Πειραιά (1840-1968)
Συγγραφέας: Βασίλης Πισιμίσης
Εκδόσεις: Τσαμαντάκη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου