Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ Μια παλιά συνέντευξη του 1996 και συγχρόνως τόσο επίκαιρη.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ Μια παλιά συνέντευξη του 1996 και συγχρόνως τόσο επίκαιρη.... Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ Μια παλιά συνέντευξη του 1996 και συγχρόνως τόσο επίκαιρη...

                               Η μικρή ιστορία ενός κειμένου.
Το Δεκέμβριο  του 1996, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου του  «Η άνοδος της ασημαντότητας»( La montée de l'insignifiance εκδόσεις Seuil ),( στα Ελληνικά εκδόσεις Ύψιλον)
παραχωρούσε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο δημόσιο ραδιόφωνο της «France Inter»,στο δημοσιογράφο Ντανιέλ Μερμέ.
Ένα χρόνο μετά, το Δεκέμβριο του 1997, η «France Inter»επανέλαβε την εκπομπή με θλιβερή αφορμή τον απροσδόκητο θάνατό του. Η απήχηση ήταν μεγάλη.
Τις επόμενες ημέρες ,πολλοί ακροατές τηλεφωνούσαν το σταθμό και ζητούσαν επίμονα το «κείμενο της εκπομπής».
Στο μικρό διάστημα, το αίτημα των ακροατών ικανοποιήθηκε. Αλλά δεν τελειώνει εδώ η μικρή ιστορία αυτού του «ραδιοφωνικού κειμένου  του Κορνήλιου Καστοριάδη.
Εκτός από τις πολλές   ιδιότητες( φιλοσόφου,οικονομολόγου,ψυχαναλυτή.)  που είχε, θα διαπιστώσει κανείς ότι ο αείμνηστος στοχαστής Κορνήλιος Καστοριάδης υπήρξε  ένας κατ’ εξοχήν αντιφρονών.


Απ΄όλα τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κόσμου-κρίσεις,αντιφάσεις,αντιθέσεις,τομές-εκείνο που με εντυπωσιάζει περισσότερο είναι: η ασημαντότητα. Ας πάρουμε τη διαμάχη ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά.
Στις ημέρες μας έχει χάσει το νόημά της. Όχι επειδή δεν υπάρχει υλικό για να τροφοδοτηθεί μια πολιτική διαμάχη και μάλιστα μια πολύ σοβαρή διαμάχη.
Αλλά επειδή τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά λένε τα ίδια πράγματα.
Στη Γαλλία, από το1983,οι Σοσιαλιστές ακολούθησαν μια πολιτική.. Μετά, ήρθε η Δεξιά  με τον Μπαλλαντύρ και ακολούθησε την ίδια πολιτική. Μετά ξαναήρθαν οι Σοσιαλιστές με τον Μπερεγκοβουά και συνέχισαν την ίδια πολιτική.Μετά, ξανά η Δεξιά με τον Μπαλλαντύρ και ξανά η ίδια πολιτική.
Μετά , ο Σιράκ που κέρδισε τις εκλογές λέγοντας  «εγώ θα κάνω κάτι άλλο» και τελικά,έκανε κι αυτός τα ίδια.
Οι πολιτικοί είναι ανίσχυροι, και  αυτό είναι βέβαιο. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι   «να πηγαίνουν με το ρεύμα», δηλαδή να εφαρμόζουν μια υπερφιλελεύθερη  πολιτική, ή οποία είναι της μόδας. Κατά τη γνώμη μου, δεν πρόκειται για πολιτικούς  αλλά για μικροπολιτικούς που επιδίδονται σε ψηφοθηρία με οποιοδήποτε μέσον, με το  marketing  κλπ.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα πρόγραμμα. Στόχος τους: είτε η παραμονή τους στην εξουσία, είτε η επιστροφή τους σ’ αυτήν. Και για να το επιτύχουν είναι ικανοί για όλα. Ο Μπιλ Κλίντον, λόγου χάριν, στήριξε την προεκλογική του εκστρατεία αποκλειστικά και μόνον στις σφυγμομετρήσεις. Το επιτελείο του, σε κάθε  περίπτωση, θεωρούσε ότι η επικρατούσα γνώμη μια σφυγμομέτρησης ταυτίζεται με την κοινή γνώμη.

 Οπωσδήποτε υπάρχει ενδογενής σχέση ανάμεσα σ’ αυτού του είδους τη μηδαμινή πολιτική- ουσιαστικά, πρόκειται για το μη γίγνεσθαι της  πολιτικής- και την ασημαντότητα που χαρακτηρίζει του άλλους τομείς. Την ασημαντότητα στις τέχνες, στη φιλοσοφία, στη λογοτεχνία. Είναι το πνεύμα του καιρού μας. Όλα συνεργούν προς αυτή την κατεύθυνση, προς τα ίδια αποτελέσματα. Όλα οδηγούν στην ασημαντότητα.
                                      


                                                Οι ψευδο-δημοκρατίες
Περίεργο επάγγελμα η πολιτική. Ακόμη κι αυτή εδώ η μηδαμινή πολιτική. Γιατί; Διότι προϋποθέτει δυο ικανότητες που δεν συνδέονται μεταξύ τους.
Η πρώτη ικανότητα είναι  η κατάκτηση της εξουσίας (μπορεί να έχει κανείς τις καλύτερες ιδέες, αλλά αυτό δεν χρησιμεύει, εάν δεν έχει κατακτήσει την εξουσία).
Η δεύτερη ικανότητα είναι, μετά την κατάκτηση της εξουσίας, να  την αξιοποιήσει κανείς, δηλαδή να κυβερνήσει.
Όμως τίποτα δεν εγγυάται ότι κάποιος που είναι ικανός  να κυβερνήσει, είναι επίσης ικανός  να ανεβεί στην εξουσία.
Στο παρελθόν, στις απόλυτες μοναρχίες, η άνοδος στην εξουσία προϋπέθετε: να κολακεύει κανείς το βασιλιά, να είναι ευνοούμενος  της Μαντάμ Πομπαντούρ.
 Σήμερα, στις ψευδο-δημοκρατίες μας, η άνοδος στην εξουσία προϋποθέτει: να κολακεύει κανείς την κοινή γνώμη, να έχει τηλεοπτική φωτογένεια.

Χρησιμοποίησα τον όρο «ψευδο-δημοκρατία», διότι πάντα πίστευα και πιστεύω ότι η λεγόμενη «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» δεν είναι αληθινή δημοκρατία.
Οι αντιπρόσωποί της ελάχιστα αντιπροσωπεύουν τους εκλογείς. Κατά κύριο λόγο, αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, ιδιαίτερα συμφέροντα, λόμπυ, κλπ.
Όταν λέμε ότι κάποιος με  αντιπροσωπεύει για τέσσερα χρόνια χωρίς να έχω τη δυνατότητα ανάκλησής του, αυτό σημαίνει ότι απεκδύομαι της κυριαρχίας μου.
( Ο Ζαν – Ζακ  Ρουσσώ το έχει πολύ καλά διατυπώσει:
«Οι Άγγλοι νομίζουν ότι είναι ελεύθεροι επειδή εκλέγουν τους αντιπροσώπους τους κάθε πέντε χρόνια, πλην όμως είναι ελεύθεροι μόνο μια μέρα κάθε πέντε χρόνια: την ημέρα των εκλογών»).
Το πρόβλημα δεν είναι μήπως στις εκλογές γίνει νοθεία και αλλοιωθούν τα αποτελέσματα. Αλλού έγκειται το πρόβλημα.  Οι εκλογές είναι υπονομευμένες, διότι οι επιλογές των ψηφοφόρων έχουν καθοριστεί εκ των προτέρων.



                                                        «Ποιος είναι πολίτης;»
Θα σας θυμίσω μια καταπληκτική φράση του Αριστοτέλη: « Ποιος είναι ο πολίτης; Πολίτης είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί».
Στη Γαλλία, υπάρχουν τριάντα εκατομμύρια πολίτες. Γιατί δεν είναι ικανοί να κυβερνήσουν;
Διότι όλη η πολιτική ζωή στοχεύει ακριβώς στο να μην μαθαίνουν οι πολίτες να κυβερνούν και, τελικά, να παραχωρούν στους ειδικούς το έργο της διακυβέρνησης.
Υπάρχει δηλαδή μια αντι-πολιτική εκπαίδευση.
Ενώ οι άνθρωποι έπρεπε να αναλαμβάνουν όλων των ειδών τις πολιτικές ευθύνες και να παίρνουν ανάλογες πρωτοβουλίες, τελικά, εθίζονται στο να ακολουθούν και ψηφίζουν τις πολιτικές επιλογές που οι άλλοι παρουσιάζουν έτοιμες.
Στις σύγχρονες κοινωνίες –από την εποχή της Αμερικανικής και Γαλλικής Επανάστασης έως περίπου το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- υπήρχαν φλέγουσες κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις. Αυτούς  τους δυο αιώνες, τους σημάδεψαν σημαντικοί αγώνες. Τότε, οι άνθρωποι έκαναν διαδηλώσεις.
Όμως δεν διαδήλωναν απλώς για μια σιδηροδρομική γραμμή ( χωρίς αυτό να είναι περιφρονητέο), αλλά για μεγάλα πολιτικά ιδεώδη.
Τότε, οι άνθρωποι έκαναν απεργίες. Όμως δεν απεργούσαν απλώς για τα μικρά συντεχνιακά  συμφέροντά τους, αλλά για μεγάλα ζητήματα που αφορούσαν όλους τους μισθωτούς.
Σήμερα, παρατηρείται σαφής υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας. Όσο οι άνθρωποι εγκαταλείπουν την πολιτική δραστηριότητα και αποσύρονται στην ιδιωτική τους σφαίρα, τόσο γραφειοκράτες και μικροπολιτικοί προελαύνουν.
Και οι τελευταίοι έχουν για δικαιολογία ότι «ο κόσμος δεν κάνει τίποτα…γι’ αυτόν τον λόγο αναλαμβάνουμε εμείς πρωτοβουλίες…».
Με τη σειρά του ο κόσμος λέει ότι «δεν αξίζει τον κόπο να ανακατευόμαστε…  φθάνουν τόσοι που ασχολούνται… στο κάτω κάτω, τι μπορούμε να κάνουμε εμείς;…» και έτσι, δημιουργείται φαύλος κύκλος. 

                                    Ένα ολοστρόγγυλο μηδέν
Η υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας συνδέεται και με την κατάρρευση των μεγάλων πολιτικών ιδεολογιών.
Ιδεολογιών είτε επαναστατικών είτε ρεφορμιστικών, οι οποίες ήθελαν πραγματικά να αλλάξουν την κοινωνία. Για χίλιους δυο λόγους, αυτές οι ιδεολογίες έχασαν το κύρος τους.
Έπαψαν να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών, στις προσδοκίες των ανθρώπων, στην κατάσταση της κοινωνίας, στην ιστορική εμπειρία.
Η κατάρρευση του κομμουνισμού και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης είναι ένα κεφαλαιώδες γεγονός.
Κι όμως… Κατονομάστε μου έστω έναν πολιτικό- για να μην πω πολιτικάντη- της αριστεράς, ο οποίος πραγματικά συλλογίστηκε: τι συνέβη και γιατί.
Ποιος πολιτικός της Αριστεράς αποκόμισε κάποια διδάγματα από τα γεγονότα αυτά;
Κι όμως… Η πορεία του κομμουνισμού- η πορεία προς τη θηριωδία, τον ολοκληρωτισμό, τα γκούλαγκ έως την κατάρρευση- απαιτεί οπωσδήποτε πολύ βαθύ στοχασμό και εξαγωγή συμπερασμάτων.
Στοχασμό, για το τι- ένα κίνημα που θέλει να αλλάξει την κοινωνία- μπορεί ή δεν μπορεί, πρέπει ή δεν πρέπει, οφείλει ή δεν οφείλει να κάνει. Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, οι κύριοι της Αριστεράς παίρνουν ένα ολοστρόγγυλο μηδέν.

                                                        Με κλήρωση  και «δόξα»
Πώς δημιουργείται ο καλός πολίτης; Ποια τα εφόδιά του; Πρέπει να έχει γενικές ή ειδικές γνώσεις;
Αυτό το δίλημμα έχει τεθεί από την εποχή του Πλάτωνος. Ο Πλάτων έλεγε ότι οι φιλόσοφοι, επειδή είναι πάνω από τους ειδικούς, πρέπει να βασιλεύουν.
Σύμφωνα με τη θεωρία του Πλάτωνος, οι φιλόσοφοι έχουν γενική θεώρηση των πραγμάτων. Η εναλλακτική λύση στις θέσεις του Πλάτωνος είναι: η αθηναϊκή δημοκρατία.
Ας πάμε στη αρχαία Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα. Για τους Αθηναίους εκείνης της εποχής, κάθε πολίτης είναι ικανός να κυβερνήσει. Συνεπώς ρίχνουν κλήρο. Γιατί; Διότι πιστεύουν εμπράκτως ότι η πολιτική δεν είναι υπόθεση των ειδικών. Δεν υπάρχει επιστήμη της πολιτικής. Υπάρχει μόνο γνώμη-«δόξα» στα αρχαία ελληνικά- περί της πολιτικής. Και θέλω  να υπογραμμίσω: η ιδέα ότι η πολιτική δεν αποτελεί υπόθεση των ειδικών και ότι όλες οι γνώμες έχουν ίση αξία, είναι η μοναδική λογική δικαιολόγηση της αρχής της πλειοψηφίας.
Λοιπόν, στη αρχαία Αθήνα, ο λαός παίρνει τις πολιτικές αποφάσεις. Υπάρχουν όμως και εξειδικευμένες δραστηριότητες. Οι Αθηναίοι ασφαλώς δεν ήταν τρελοί να νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα…
Τι έκαναν, λοιπόν οι πολίτες τα αρχαίας Αθήνας σε σχέση με αυτό το θέμα; Πώς το αντιμετώπισαν; Έκαναν κάτι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Δημιούργησαν τις εκλογές. Σωστά ή λάθος, πάντως,  τις  δημιούργησαν. Και αυτό είναι γεγονός τεκμηριωμένο.
Για τις εξειδικευμένες δραστηριότητες και μόνον γι’ αυτές-για την κατασκευή ναυπηγείων, για την ανέγερση ναών, για την διεξαγωγή πολέμου- χρειάζονται ειδικοί! Και αυτούς τους ειδικούς, οι Αθηναίοι πολίτες τους εκλέγουν!
 Να, ποιο είναι το νόημα της εκλογής. Διότι εκλογή σημαίνει: εκλογή των καλυτέρων .Αλλά πώς μπορεί να επιτευχθεί κάτι τέτοιο;
Πώς επιτυγχάνεται η εκλογή των καλυτέρων; Εδώ υπεισέρχεται ο παράγων: εκπαίδευση του λαού. Ο λαός καλείται να επιλέξει, και να εκλέξει. Οι Αθηναίοι, λοιπόν εκλέγουν κάποιον για πρώτη φορά. Έστω, ότι κάνουν λάθος.
Έστω, ότι διαπιστώνουν, λόγου χάριν, πως ο Περικλής είναι θλιβερός στρατηγός. Τι κάνουν, σε μια τέτοια περίπτωση; Απλούστατα, δεν τον ξαναεκλέγουν ή τον ανακαλούν.
Όμως, προκειμένου να έχει ουσία η γνώμη-η «δόξα»-των πολιτών για τα κοινά, θα πρέπει να έχει καλλιεργηθεί.
Αλλά με ποιον τρόπο καλλιεργούν τη «δόξα» τους, τη σχετική με τη διακυβέρνηση, οι Αθηναίοι πολίτες; Μα, βεβαίως, κυβερνώντας!
Ως εκ τούτου, η αθηναϊκή δημοκρατία-και αυτό είναι σημαντικό-αποτελεί μια υπόθεση εκπαίδευσης και αγωγής των πολιτών. (Αυτή η καίριας σημασίας διάσταση, όπως όλοι γνωρίζουμε, λείπει εντελώς σήμερα).

Cornelius Castoriadis.jpg


                                                   Το ανόητο παιχνίδι
Πρόσφατα, ένα γαλλικό περιοδικό δημοσίευσε τα αποτελέσματα μιας έρευνας σύμφωνα με την οποία το 60% των βουλευτών στη Γαλλία ομολογούν ότι δεν έχουν ιδέα από οικονομία.
Πρόκειται για τους βουλευτές που αποφασίζουν αύξηση ή μείωση των φόρων, που αποφασίζουν συνεχώς ενώ δεν  έχουν ιδέα από οικονομία…
Τελικά, οι βουλευτές, όπως και οι υπουργοί, είναι υποδουλωμένοι στους τεχνικούς συμβούλους τους. Συμβουλεύονται τους δικούς τους ειδικούς, πλην όμως έχουν και οι ίδιοι προκαταλήψεις ή προτιμήσεις.
Εάν παρακολουθήσετε από κοντά τη λειτουργία μιας κυβέρνησης ή ενός μεγάλου γραφειοκρατικού μηχανισμού, θα διαπιστώσετε ότι οι κυβερνώντες και οι υπεύθυνοι εμπιστεύονται τους ειδικούς.
Ωστόσο, επιλέγουν πάντα εκείνους τους ειδικούς που συμμερίζονται τις δικές τους απόψεις. Πάντα βρίσκεται ένας οικονομολόγος που θα πει «ναι, κύριε υπουργέ, όπως το λέτε πρέπει να γίνει».
Πάντα βρίσκεται  ένας ειδικός για θέματα στρατιωτικά που θα πει «ναι, χρειάζεται πυρηνικός εξοπλισμός»  και ούτω καθεξής… Πρόκειται για ένα εντελώς ανόητο παιχνίδι, πλην όμως έτσι κυβερνώμεθα σήμερα.
 Επανέρχομαι στο δίλημμα «ο πολίτης πρέπει να έχει γενικές ή ειδικές γνώσεις;» Απαντώ ως εξής: Πρώτον, οι ειδικοί στην υπηρεσία των πολιτών και όχι στην υπηρεσία κάποιων πολιτικών.
Δεύτερον, οι πολίτες κυβερνώντας μαθαίνουν να κυβερνούν… Αλλά για να είναι σε θέση οι άνθρωπο να ασχοληθούν με τα κοινά, θα πρέπει να έχουν λάβει την ανάλογη παιδεία. Όμως, η σύγχρονη παιδεία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με αυτό το αίτημα. 
Στο σχολείο, ουσιαστικά, παίρνουμε εξειδικευμένες γνώσεις. Το σχολείο θα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως στραμμένο στα κοινά. 
Στο σχολείο θα έπρεπε να αναλύεται σε βάθος κάθε τι που αφορά τους οικονομικούς τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς μηχανισμούς. Θα έπρεπε να υπάρχουν μαθήματα πραγματικής ανατομίας της σύγχρονης κοινωνίας. Αλλά τι λέω τώρα… Εδώ, τα σχολεία είναι ανίκανα να διδάξουν ακόμη και ιστορία. Τα παιδιά βαριούνται στο μάθημα της ιστορίας, ένα μάθημα που θα έπρεπε να είναι συναρπαστικό.
Πολλά πράγματα θα πρέπει να αλλάξουν, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για αληθινή εκπαιδευτική δραστηριότητα στο πολιτικό πεδίο.  Κάτι τέτοιο προϋποθέτει αλλαγή θεσμών. Προϋποθέτει νέους θεσμούς, οι οποίοι να επιτρέπουν- και όχι να αποτρέπουν όπως σήμερα ισχύοντες- την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά.

                                                      Ούτε Θεός ούτε Καίσαρ
Ας εξετάσουμε, τώρα, για λίγο, τη σχέση του ανθρώπου προς τη γνώση  και προς την πίστη. Στον 20ο αιώνα γνωρίσαμε την άκρατη κυριαρχία της ιδεολογίας-της ιδεολογικής πίστης- με την αυστηρή έννοια και, θα έλεγα με την κακή έννοια του όρου.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τη δεκαετία του ’70. Ας πάρουμε τις μαοϊκές ομάδες. Το πρόβλημα με τους μαοϊκούς δεν έγκειται στην άγνοιά τους για το τι πραγματικά συνέβαινε στην Κίνα.
Οι μαοϊκοί, είτε είχαν μυηθεί στο δόγμα από τους καθοδηγητές τους, είτε το είχαν δεχτεί από μόνοι τους χωρίς την παρέμβαση τρίτων. Το πρόβλημα λοιπόν, βρίσκεται στο ότι οι ίδιοι- με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- αποδέχτηκαν μια τέτοια  τύπου χειραγώγηση. Γιατί; Για ποιον λόγο;
Διότι είχαν ανάγκη να είναι χειραγωγημένοι. Διότι είχαν ανάγκη να πιστεύουν. Και αυτό ακριβώς το θέμα ήταν ανέκαθεν η μεγάλη πληγή του επαναστατικού κινήματος.
Η γνώση και πίστη. Ο Αριστοφάνης, στον οποίον συνεχώς αναφέρομαι και για τον οποίο έχω απέραντο σεβασμό, είχε πει κάτι- δεν μπορώ να πω ανοησία, δεδομένου ότι πρόκειται για τον Αριστοτέλη-, που δεν είναι σωστό: «ο  άνθρωπος είναι ζώον το οποίο επιθυμεί τη γνώση». Λάθος .
Από την πλευρά μου υποστηρίζω: ο άνθρωπος δεν είναι ζώον το οποίο επιθυμεί τη γνώση, αλλά ζώον το  οποίο επιθυμεί την πίστη και ακριβέστερα, τη βεβαιότητα μιας πίστης. Εξ ου η μεγάλη δύναμη των θρησκειών, εξ ου η μεγάλη δύναμη των πολιτικών ιδεολογιών.
Στο ξεκίνημά του, το εργατικό κίνημα χαρακτηριζόταν από έντονη κριτική στάση. Θυμηθείτε τους δυο πρώτους στίχους της Διεθνούς, που εξάλλου είναι  ο ύμνος της Κομμούνας, από το δεύτερο κουπλέ: «δεν υπάρχει υπέρτατος Σωτήρας ούτε Θεός» (άρα, εξοβελίζεται η θρησκεία), «δεν υπάρχει Καίσαρ ούτε Αρχηγός» (άρα ,έξω και ο Λένιν)! Είδαμε όμως πού οδήγησε η ανάγκη για πίστη…
Άραγε, σήμερα, έπειτα από όλα όσα έχουν συμβεί, γίναμε τουλάχιστον λίγο πιο σοφοί; Νομίζω ότι η εξέλιξη στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης καθώς και η εξέλιξη γενικώς της κοινωνίας έχουν συμβάλει ώστε να αποκτήσουν οι άνθρωποι κάπως πιο κριτική διάθεση.
Βεβαίως, η ανάγκη για πίστη παραμένει. Υπάρχει πάντα ένα ποσοστό που διακαώς αναζητεί την πίστη. Μια πίστη. Έτσι βλέπουμε σε άλλες χώρες- όχι τόσο στη Γαλλία-φαινόμενα και κινήματα όπως π.χ. η  σαϊεντολογία, οι διάφορες σέχτες, ο φονταμενταλισμός. Χωρίς αμφιβολία σήμερα η στάση των ανθρώπων είναι πιο κριτική και σκεπτικιστική από ό,τι ήταν στο παρελθόν. Είναι όμως μια στάση που αναστέλλει τη δράση.

Στο σημείο αυτό, θα θυμίσω ότι ο Περικλής στον «Επιτάφιο» λέει στους Αθηναίους πως μόνον αυτοί έχουν κατορθώσει να μην αναστέλλει η σκέψη τους , τη δράση τους!. Καταπληκτικό! Και προσθέτει ο Περικλής: «εις τους άλλους, αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε σκέψις ενδοιασμόν»
                                                         
                                                            Τα όρια της ελευθερίας
Τις τελευταίες δεκαετίες, διανύουμε περίοδο κατάργησης των φραγμών και των ορίων σε όλους τους τομείς. Αυτό συνεπάγεται μιαν επιθυμίαν του απεριόριστου. Πρόκειται για μια μορφή απελευθέρωσης που, υπό μία έννοια αποτελεί μεγάλη κατάκτηση.
Πρέπει όμως επίσης να μάθουμε- και αυτό έχει πολύ σημασία- να αυτοπεριοριζόμαστε, τόσο ως άτομα όσο και ως σύνολο.
Η καπιταλιστική κοινωνία, σήμερα, είναι μια κοινωνία που από κάθε άποψη οδεύει προς την καταστροφή της. Μια κοινωνία ανίκανη να αυτοπεριοριστεί. Όμως μια πραγματικά ελεύθερη κοινωνία, μια κοινωνία αυτόνομη, πρέπει να ξέρει να αυτοπεριορίζεται.
Ο περιορισμός ισοδυναμεί με απαγόρευση, θα υποστηρίξουν ορισμένοι. Όχι. Δεν εννοώ απαγόρευση με την έννοια της καταστολής. Εννοώ να ξέρουμε ότι υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να τα επιθυμούμε ή που δεν πρέπει να τα κάνουμε. Ένα παράδειγμα; Το περιβάλλον… καταστρέφουμε τον πλανήτη στον οποίο ζούμε.
Σκέφτομαι τα θαύματα: το Αιγαίο πέλαγος, τις χιονισμένες οροσειρές , «την όψη» του Ειρηνικού ωκεανού από μια γωνιά της Αυστραλίας, το Μπαλί, τις Ινδίες, την επαρχία της Γαλλίας που ερημώνουμε. Όσα θαύματα, τόσες καταστροφές.
Καταστρέφουμε τον πλανήτη, ενώ θα έπρεπε να είμαστε οι κηπουροί του. Θα έπρεπε να τον καλλιεργούμε και να τον φροντίζουμε, έτσι όπως είναι. Μια τέτοια δραστηριότητα θα έπρεπε να αποτελεί βάση και προσανατολισμό της ζωής μας. Αλλά αυτή είναι πολύ δύσκολη αποστολή.
Όμως όλα τα παραπάνω, προφανώς, δεν έχουν σχέση ούτε με το σημερινό σύστημα ούτε με το σημερινό κυρίαρχο φαντασιακό. Το φαντασιακό της εποχής μας είναι: Το φαντασιακό της απεριόριστης επέκτασης και της συσσώρευσης άχρηστων πραγμάτων.. Δηλαδή: Δηλαδή μια τηλεόραση σε κάθε δωμάτιο, ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής σε κάθε δωμάτιο, και ούτω καθεξής.
Σ’ αυτό το φαντασιακό στηρίζεται το σύστημα. Και είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να καταστραφεί. Τι θα μπορούσε λοιπόν να προτείνει κανείς για τη σημερινή κατάσταση, δεδομένου ότι είναι πολύ εύκολο να παρασυρθούμε, να αφεθούμε; (Ως γνωστόν, ο άνθρωπος είναι ζώον οκνηρό) .
Θα καταφύγω και πάλι στους αρχαίους. Υπάρχει μια υπέροχη φράση του Θουκυδίδη: «πρέπει να διαλέξουμε: οκνηρία ή ελευθερία»! Αλλά και ο Περικλής , εάν  δεν κάνω λάθος, λέει στους Αθηναίους: «εάν θέλετε να είστε ελεύθεροι, πρέπει να εργάζεστε»!
Η ελευθερία, είναι δραστηριότητα. Μια δραστηριότητα η οποία ταυτοχρόνως αυτοπεριορίζεται. Η ελευθερία γνωρίζει όλα όσα μπορεί να κάνει, πλην όμως γνωρίζει και αυτά που δεν πρέπει να κάνει. Αυτό είναι, για μένα, το μεγάλο  πρόβλημα της δημοκρατίας και του ατομικισμού.


Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ  στις 20 Ιουλίου του 1998