Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2011

Για τα παιδιά με νοιάζει


Για τα παιδιά με νοιάζει
Που γεννιούνται μαθαίνοντας πως ο ήλιος είναι θανατηφόρος
Που γεύονται σάρκες μεταλλαγμένες
Που βουτάνε τη μπουκιά τους σε παλιόλαδα
Που μασάνε τους καρπούς της γης ποτισμένους με δηλητήρια
Που πίνουν βρώμικα νερά
Που κολυμπάνε σε μολυσμένες θάλασσες
Που ανασαίνουν αέρα δηλητήριο.
Που ζουν μέσα στο τσιμέντο και δεν ένοιωσαν ποτέ τη μυρουδιά της φύσης
Που δεν κοιμήθηκαν κάτω από δέντρο με τη δροσιά από τα φύλλα να στάζει στο πρωινό ξύπνημα.
Που δεν σκαρφάλωσαν ποτέ να ξετρυπώσουν μια φωλιά
Που δεν είδαν ποτέ ένα αγρίμι
Για τα παιδιά με νοιάζει
Γιατί ακόμα και μέχρι εμένα , μέχρι τη δική μου γενιά υπάρχουν μνήμες, γεύσεις, μυρουδιές, αγγίγματα, αισθήσεις κοιμισμένες που κάποτε υπήρξαν.
Ήπια αγνό γάλα, έφαγα βερίκοκα που μοσχοβόλαγαν, μύρισα ψωμί ζυμωτό που μοσχοβόλαγε στο ξεφούρνισμα, ζαλίστηκα με τη μυρουδιά απ΄τις πορτοκαλιές, μάζεψα θυμάρι και χόρτα, είδα τη ρίγανη να ξεραίνεται στον ήλιο και τη φρέσκια ντομάτα να γεμίζει μοσχοβολιές το κυριακάτικο τραπέζι.
Έτρεχα στο κυρ-Λεωνίδα να μου δώσει το φρέσκο αυγό κάθε πρωί και με χαιρέταγε φωνάζοντας «γειά σου μόρτη!»
Ακολουθούσα σαν υπνωτισμένη τη μυρουδιά δυόσμου απ΄τα κεφτεδάκια της γειτόνισσας , κι εκείνη με περίμενε πάντα μ΄ενα πιατάκι γεμάτο και δυο φέτες ψωμί ψημένες στη σχάρα.
Έμαθα συνταγές απ΄τη γιαγιά, προσπάθησα να πλέξω, να κεντήσω.
Μου διάβασαν παραμύθια.
Μάτωσα τα γόνατα στις αυλές απ΄τα χαλίκια. Τσακώθηκα για τους βόλους.
Κράτησα την ισορροπία μου στα στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα κι αγέλαστα.
Με είδα σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες ντυμένη σουλιώτισσα.
Κοιμήθηκα στην αγκαλιά της μάνας μου στο συνοικιακό ταβερνάκι χαζεύοντας το βαρέλι με το κοκκινέλι και τη θαυματουργή βρυσούλα του
Με είδα να κοκκινίζω στο πρώτο φλερτ , στο πρώτο πάρτυ.
Χόρεψα μπλουζ που διαρκούσαν δέκα λεπτά κι όλο κάποιος έβαζε το βυνίλιο ξανά από την αρχή μέχρι να καταφέρει να πάρει την υπόσχεση από τη Σούλα.
Κάπνισα κρυφά το πρώτο τσιγάρο, άφιλτρο, κι ένοιωθα ότι ήμουν όλη μια αμαρτία.
Τσουρούφλισα την άκρη των μαλλιών σε κάποια ανάσταση.
Φύλαγα σ΄ενα μικρό ημερολόγιο ένα κλαράκι βάγια

Για τα παιδιά με νοιάζει.
Με είδα στην ανθρώπινη διάστασή μου ανακατεμένη με γέλιο και δάκρυ.
Αποκοιμήθηκα στη καρέκλα ενός νοσοκομείου προσμένοντας με λαχτάρα τα καλά νέα, ξενύχτησα σε σπίτι που πενθούσε πίνοντας καφέ ελληνικό , κι έβγαλα από μέσα μου 2 παιδιά . Ένα πιθανό στρατιώτη και μια πιθανή μάνα.
Χωρίς να ξέρω αν θα πολεμήσουν , αν θα γεννήσουν.
Φοβάμαι μήπως μαζί με το άρωμα του αγνού λαδιού, τη γεύση του αγνού μελιού, και το άρωμα από θυμάρι, μήπως χάθηκαν οι πόλεμοι τους κι οι γέννες τους.
Μήπως ζήσουν σ΄ενα κόσμο που η γέννα κι ο θάνατος θα έχουν μετατραπεί σε μια ακόμα μεταλλαγμένη εμπειρία.

Για τα παιδιά με νοιάζει.
Να πολεμήσουν και να γεννήσουν ένα νέο κόσμο.
Που να μιλάει με όλες τις αισθήσεις.
Που να έχει βρει ξανά από την αρχή τα πολύτιμα.





Για όσους είναι γεννημένοι μεταξύ 1950-1985                

H αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε.

Ήμαστε μια γενιά σε αναμονή:

περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Έπρεπε να

περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο

ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές

έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε.

Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή..



Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα

ζωντανοί.. Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα

σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το «σύνδρομο της τουριστικής θέσης». Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια και

μπουκάλια φαρμάκων ασφαλείας για τα παιδιά.. Ανεβαίναμε στα

ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ,

καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν

φτιαγμένα από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες.



Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες

κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε

κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε

ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε

«μακριά γαιδούρα» και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση..



Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και

δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα

στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει. Τότε δεν

υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκκαλα και τα δόντια μας και δεν

υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους «υπεύθυνους»


Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν

έτρεχε τίποτα. Ήταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα

θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα.. Δεν υπήρχε

κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε

καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλος και μάθαμε να το

ξεπερνάμε.

Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ίσως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι..


Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια,

βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε

φίλους.. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε.. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε

χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου. 
Πίναμε νερό κατευθείαν από τη

βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους

πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα

στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν

ενήλικοι για να μας επιβλέπουν.

 Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των

φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να

ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο

σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;


Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν

υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι.. Τι φρίκη!

Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη

προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ..

Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε με καλάμι...





Και μια και αναφερθήκαμε στην Ψωροκώσταινα, να και η ιστορία της.

  ΓΙΑΤΙ ΛΕΜΕ Η "ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ"...



Στην εποχή λίγο πριν έλθει στην  Ελλάδα ο Καποδίστριας και μετά την έλευσή του ζούσε στο Ναύπλιο μια ζητιάνα, που την έλεγαν «Ψωροκώσταινα». Σε μια λοιπόν συνεδρίαση της Συνέλευσης, κάποιος θέλοντας να πει για τη φτώχεια του Ελληνικού Δημοσίου το παρομοίασε με την πασίγνωστη ζητιάνα. Από τότε η λέξη επαναλήφθηκε στις συζητήσεις και τελικά επικράτησε. Μόνο που, όταν λέγεται τώρα δεν εννοεί το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά ολόκληρη την χώρα.

Η όλη ιστορία της Ψωροκώσταινας (Ευ. Δαδιώτης, «Αιγαιοπελαγίτικα» τεύχος 13) είναι η εξής:
«Δεν έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι», είπε περήφανα η γριά πλύστρα Χατζηκώσταινα και τα άφησε πάνω στο τραπέζι που είχε στήσει στην πλατεία του Ναυπλίου η ερανική επιτροπή, εκείνη την Κυριακή του 1826.Ύστερα από αυτή την απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της.»
Κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και έδωσε. Βροχή πέφταν πάνω στο τραπέζι λίρες, γρόσια και ασημικά. 
Αυτή ήταν η συνέχεια της φτωχής προσφοράς της πλύστρας Χατζηκώσταινας, που από εκείνη τη στιγμή αποθανατίστηκε με το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα». Και το παρανόμι αυτό κόλλησε έπειτα στην Ελλάδα. Αλλά, ποιά ήταν αυτή η «Ψωροκώσταινα»;
Ήταν η κάποτε αρχόντισσα των Κυδωνιών, του Αϊβαλιού, Πανωραία Χατζηκώστα, σύζυγος πάμπλουτου Αϊβαλιώτη εμπόρου, που φημιζότανε όχι μόνο για τα πλούτη του άνδρα της, μα και για τα πολλά δικά της κι ακόμα για την ομορφιά της.
Όταν αργότερα οι Τούρκοι πυρπόλησαν την πολιτεία του Αϊβαλί, και έσφαξαν άνδρες και γυναικόπαιδα, ανάμεσα σε αυτούς που σώθηκαν ήταν και η αρχόντισσα Πανωραία Χατζηκώστα, που είδε να σφάζουν οι Τούρκοι τον άνδρα της και τα παιδιά της. Κατά καλή της τύχη ένας ναύτης την βοήθησε και μαζί με άλλους την ανέβασε σε ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα Ψαρά. Εκεί αναγνωρίστηκε από τον ομοιοπαθή της Βενιαμίν τον Λέσβιο, την προστάτεψε και τον ακολούθησε στην Πελοπόννησο. 
Στο Ναύπλιο, ο Βενιαμίν παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει και η Πανωραία, για να ζήσει, άρχισε να ξενοπλένει και αργότερα, με σαλεμένα σχεδόν τα λογικά της, ζητιάνευε στους δρόμους του Ναυπλίου.
Έπειτα από το περιστατικό του εράνου στο Ναύπλιο, όταν έφτασε ο Καποδίστριας στην Ελλάδα, τη συμμάζεψε κι όταν ίδρυσε το ορφανοτροφείο, η Πανωραία, που τώρα έγινε γνωστή με το παρανόμι «Ψωροκώσταινα», προσφέρθηκε να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά πληρωμή.