Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Την ξέρεις τη φράση;...


Οι μικρές ιστορίες οι οποίες δημιούργησαν τις φράσεις και παρέμειναν απο στόμα σε στόμα μέχρι και τις μέρες μας χρονολογούνται απο τα Βυζαντινά χρόνια και έπειτα. Πραγματικά προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον η ιστορική αυτη αναδρομή...

Εχουν -πραγματικά- πολύ ενδιαφέρον οι ιστορίες μέσα από τις οποίες πρίν χρόνια βγήκαν οι φράσεις, οι οποίες έχουν διατηρηθεί μέχρι και τις μέρες μας.
Φράσεις που χρησιμοποιούμε συχνά στην καθημερινότητα μας αλλά δεν γνωρίζουμε συνήθως την πραγματική την ερμηνεία τους. 



«Του έβαλε τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι» Ανάμεσα στους διασκεδαστές των ανακτόρων του Βυζαντίου υπήρχαν και νάνοι. Οι αυτοκράτορες, τους είχαν παραχωρήσει πάρα πολλά προνόμια, ήταν εκλεκτοί τους, τους είχαν ακόμα και σαν σύμβουλους αλλά και για κατασκόπους.
Όταν όμως παρεκτρέπονταν τους έβαζαν τα δύο πόδια σε ένα παπούτσι και τους άφηναν να κυκλοφορούν έτσι. Η σκληρή αυτή τιμωρία μπορεί να κρατούσε και 6 μήνες.

«Κάνει την πάπια»
 Παπίας ή Πάπιας στο Βυζάντιο ήταν ο τίτλος κάθε κλειδοκράτορα του παλατιού. Ο Πάπιας επι αυτοκρατορίας του Βασιλείου του Β' ήταν ύπουλος, συκοφάντης και διπρόσωπος.
Μάλιστα όταν τον ρωτούσε κάποιος γιατί τον συκοφαντεί στον αυτοκράτορα, έκανε τον ανήξερο και έλεγε ότι είχε τα καλύτερα αισθήματα για αυτόν. έτσι στο Βυζάντιο για ανάλογες συμπεριφορές έλεγαν ότι: "Ποιείς τον Πάπια..." που σήμερα αν και λέγεται παραλλαγμένο εννοεί το ίδιο.

«Τον έπιασαν στα πράσα»
 Ο Θεόδωρος Καρράς ήταν αρχηγός συμμορίας των Αθηνών που έκλεβε σπίτια και καταστήματα. Όταν ένα βράδυ πήγαν να κλέψουν έναν παπά, που φήμες έλεγαν πως ήταν πάμπλουτος, ο παπάς τον αντιλήφθηκε, τον έπιασε και τον παρέδωσε στην αστυνομία, η οποία στη συνέχεια εξάρθρωσε και όλη τη συμμορία του.
Το σπίτι του παπά ήταν περιτριγυρισμένο από κήπο γεμάτο πράσα και εκεί ακριβός τον έπιασαν!

«Μιλάει «Αλά Μπουρνέζικα»
 Τα μπουρνέζικα είναι γλώσσα φυλής της Σούδας, η οποία ήταν στην Ελλάδα μαζί με Τούρκικα στρατεύματα και φυσικά επειδή κανείς Έλληνας δεν τους καταλάβαινε, γι' αυτό προέκυψε η φράση. Το Αλα Μπουρνέζικα είναι δύο λέξεις και όχι μία κάτι σαν το Αλά Γαλλικά. 

«Να μένει το βύσσινο» Όταν το ρουσφέτι που ζήτησε κάποιος ψηφοφόρος από πολιτικό παράγοντα, δεν φαινόταν ότι θα γίνει αποδεχτό, φώναξε στο γκαρσόνι που προηγουμένώς είχε παραγγείλει ένα γλυκό βύσσινο για να τον κεράσει και για να πετύχει το σκοπό το: "Να μένει το βύσσινο" γιατί... αυτό του έλειπε να τον κεράσει και από πάνω.

«Του κόλλησε τη ρετσινιά» Στην Πελοπόννησο "ρετσινιά" λέγεται το κομμάτι από δέρμα γίδας που αλείφεται με ρετσίνι δημιουργώντας ένα αυτοσχέδιο θεραπευτικό τσιρότο, που φυσικά δεν ξεκολλούσε εύκολα όπως... οι προκαταλήψεις για άνθρωπο που είχε κατηγορηθεί για κάτι. 

«Κρύβε λόγια»
 Για να γίνει κάποιος μέλος της Φιλικής Εταιρίας, οι προϋποθέσεις και οι επιλογές ήταν αυστηρές όπως επίσης και οι συνωμοτικοί κανόνες που τηρούνταν. Όταν τελικά μετά από τις δοκιμασίες γινόταν αποδεκτό ένα μέλος, η διαταγή που του έδιναν ήταν ρητή: "Κρύβε λόγια", τονίζοντας για τελευταία φορά πως έπρεπε να εξασφαλιστεί η απόλυτη εχεμύθεια. 

«Πληρωμένη απάντηση» Στο Βυζάντιο οι δικηγόροι πληρώνονταν για κάθε τους φράση. έτσι στις περιπτώσεις που οι δικαστές ήταν με το μέρος του κατηγορούμενου, προσπαθούσαν να συντομεύσουν τη διαδικασία κάνοντας όσο το δυνατόν λιγότερες ερωτήσεις, ώστε να μην πληρώσει πολλά ο κατηγορούμενος.

«Έχουμε... δουλειές με φούντες» Όπως τα καπέλα του γαλλικού ναυτικού που έχουν κόκκινες φούντες, έτσι συζητήθηκε να αποκτήσουν και τα καπέλα του ελληνικού ναυτικού.
Έγιναν αμέτρητες συσκέψεις για να αποφασιστεί τελικά ότι.. δε θα τις έβαζαν. Έτσι όσοι αξιωματικοί συμμετείχαν στις συσκέψεις, έλεγαν αστειευόμενοι μεταξύ τους ότι ήταν απασχολημένοι γιατί είχαν "δουλειές με φούντες".

«Τον πήραν στο ψηλό»
 Παρόλη τη σκληρότητα και τον τρόμο που βασίλευαν στο Βυζάντιο, οι επαναστάσεις δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Πολύ συχνά, ο καταπιεζόμενος λαός ξεσηκωνόταν, άρπαζε τσεκούρια και μαχαίρια κι έπεφτε πάνω στους δυνάστες του, που τους κατακρεουργούσε. 
Όταν μια λαϊκή εξέγερση πετύχαινε, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς αξιωματούχους της Αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους.
Στη «Βασιλεύουσα» υπήρχε -έξω από το Επταπύργιο- ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό, όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα.
Κι αυτό, γιατί η τοποθεσία ήταν πάνω από τη θάλασσα, δηλαδή ήταν μέρος ψηλό.
Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες έσερναν αλυσοδεμένους τους πρώην βασανιστές τους, τους κρεμούσαν σ' ένα δέντρο κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο.
Μικροί και μεγάλοι, περνούσαν μπρος από τον τιμωρούμενο και τον έφτυναν ή του έριχναν λεμονόκουπες κλπ. Ύστερα τον ξεκρεμούσαν κι έτσι δεμένο τον πετούσαν στη θάλασσα.
Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, τιμώρησαν τη Μαρία Κομνηνή, την ωραία αλλά σκληρή αυτοκράτειρα του Βυζαντίου.
Από το περιστατικό αυτό και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο ψηλό». 

«Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του»
 Οι φόροι πριν από το 19ο αιώνα ήταν τόσοι πολλοί στην Ελλάδα, ώστε, όσοι δεν είχαν να πληρώσουν, έβγαιναν στο βουνό.
Για τη φοβερή αυτή φορολογία, ο ιστορικός Χριστόφορος Άγγελος, γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Οι επιβληθέντες φόροι ήσαν αναρίθμητοι, αλλά και άνισοι.
Έκτος της δεκάτης, του εγγείου και της διακατοχής των ιδιοκτησιών, εκάστη οικογένεια κατέβαλε χωριστά φόρον καπνού (εστίας), δασμόν γάμου, δούλου και δούλης, καταλυμάτων, επαρχιακών εξόδων, καφτανίων, καρφοπετάλλων καί άλλων εκτάκτων.
Ενώ δε ούτω βαρείς καθ' εαυτούς ήσαν οι επιβληθέντες φόροι, έτι βαρύτερους καί αφόρητους καθίστα ο τρόπος της εισπράξεως και η δυναστεία των αποστελλομένων προς τούτο υπαλλήλων ή εκμισθωτών. Φόρος ωσαύτως ετίθετο επί των ραγιάδων (υπόδουλος - τουρκ. raya) εκείνων οίτινες έτρεφον μακράν κόμην».
Από το τελευταίο αυτό, έμεινε παροιμιώδης η φράση: «πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του». 


«Τον κόλλησε στον τοίχο» Κάποτε, στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους του Βυζαντίου μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ' ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι.
Το. αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα όλοι οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει. 

«Του μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά» 
Οι Βυζαντινοί ήταν άφθαστοι να εφευρίσκουν πρωτότυπες τιμωρίες. Όταν έπιαναν κάποιον να κρυφακούει, του έριχναν ζεματιστό λάδι στ' αφτιά και τον κούφαιναν. Για τους «ωτακουστές» -όπως τους έλεγαν τότε αυτούς- ο αυτοκράτορας Ιουλιανός αισθανόταν φοβερή απέχθεια. Μπορούσε να συγχωρέσει έναν προδότη, αλλ' ένα «ωτακουστή» ποτέ.
Ο ίδιος έγραψε έναν ειδικό νόμο γι' αυτούς, ζητώντας να τιμωρούνται με μαρτυρικό θάνατο. Μα όταν τον έστειλε στη Σύγκλητο, για να τον εγκρίνει, εκείνη τον απέρριψε, γιατί θεώρησε ότι το αμάρτημα του «ωτακουστή» δεν ήταν και τόσο μεγάλο.
Είπαν δηλαδή -οι Συγκλητικοί- ότι η περιέργεια είναι φυσική στον άνθρωπο και ότι αυτός που κρυφακούει, είναι, απλώς, περίεργος. Μπορεί να κάνει την κακή αυτή πράξη, αλλά χωρίς να το θέλει. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να καταργήσουν και το καυτό λάδι και ζήτησαν να τους επιβάλλεται μικρότερη ποινή.
Ο Ιουλιανός θύμωσε, μα παραδέχτηκε να αλλάξουν το σύστημα της τιμωρίας με κάτι άλλο που, ενώ στην αρχή φάνηκε αστείο, όταν μπήκε σε εφαρμογή, αποδείχθηκε πως ήταν αφάνταστα τρομερό. Έβαζαν δηλαδή στ' αφτιά του ωτακουστή. ψύλλους!
Τα ενοχλητικά ζωύφια, έμπαιναν βαθιά στο λαβύρινθο του αφτιού κι άρχιζαν να χοροπηδούν, προσπαθώντας να βρουν την έξοδο.
Φυσικά, ο δυστυχισμένος που δοκίμαζε αυτή την τιμωρία, έφτανε πολλές φορές να τρελαθεί. Από τότε, ωστόσο, έμεινε η φράση: «του μπήκαν ψύλλοι στ' αυτιά». 

«Άλλου παπά ευαγγέλιο» Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία. Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ' ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει.
Εδώ όμως, στο ξένο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας, να λέει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε! «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο.». 
- Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. «Αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο». Και από τότε έμεινε η φράση! 

«Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας» 
Φράση που μας την έκανε πιο γνωστή και από τότε έμεινε, ο Γέρος του Μωριά Θ. Κολοκοτρώνης.
Λεγόταν, κυρίως, στους μύλους και στις βρύσες, που περίμεναν με τη σειρά τους να αλέσουν ή να πάρουν ένα σταμνί νερό. Έτσι, όταν έβλεπαν κανέναν παπά να θέλει να μην τηρήσει τη σειρά, του λέγανε τη φράση αυτή.