Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

“Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή”Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963




“Ἀνήκω σὲ µία χώρα µικρή.
Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν
ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Εἶναι µικρὸς ὁ τόπος µας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ
πράγµα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι µᾶς παραδόθηκε χωρὶς διακοπή.
Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν ἔπαψε ποτὲ της νὰ µιλιέται. Δέχτηκε τὶς
ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα
χάσµα.
Ἄλλο χαρακτηριστικό αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν
ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη.
Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωµένη µὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ
ξεπερνᾶ τὸ µέτρο, πρέπει νὰ τιµωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.
Ὅσο γιὰ µένα συγκινοῦµαι παρατηρώντας πὼς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης
εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ
φυσικοῦ κόσµου.
Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους µου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασµένου αἰώνα,
γράφει: «… θὰ χαθοῦµε γιατί ἀδικήσαµε …».
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράµµατος. Εἶχε µάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα
πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡµερῶν µας, ἡ
προφορικὴ παράδοση πηγαίνει µακριὰ στὰ περασµένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ
ἴδιο καὶ ἡ ποίηση.
Εἶναι γιὰ µένα σηµαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιµήσει
καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόµη καὶ ὅταν
ἀναβρύζει ἀνάµεσα σ’ ἕνα λαὸ περιορισµένο.
Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσµος ὅπου ζοῦµε, ὁ
τυρρανισµένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση.
Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα – καὶ τί θὰ
γινόµασταν ἂν ἡ πνοή µας λιγόστευε;
Εἶναι µία πράξη ἐµπιστοσύνης – κι' ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά µας
δὲν τὰ χρωστᾶµε στὴ στέρηση ἐµπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τὸν περασµένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ
µεγάλη διαφορὰ ἀνάµεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήµης καὶ
στὴ λογοτεχνία. παρατήρησαν πὼς ἀνάµεσα σ’ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράµα
καὶ ἕνα σηµερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συµπεριφορὰ τοῦ
ἀνθρώπου δὲ µοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς
νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν’ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ, ποὺ
ὀνοµάζουµε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγµὴ ἀπὸ
στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγηµένη, ξέρει ποὺ νὰ
’βρει καταφύγιο, ἀπαρνηµένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς
πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι’ αὐτὴ, δὲν ὑπάρχουν µεγάλα καὶ µικρὰ µέρη
τοῦ κόσµου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς
γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν’ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιοµηχανία.
Χρωστῶ τὴν εὐγνωµοσύνη µου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδηµία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ
πράγµατα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόµενες περιορισµένης
χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλµὸς τῆς
ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανός νὰ κρίνει µὲ
ἀλήθεια ἐπίσηµη τὴν ἄδικη µοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυµηθῶ τὸν Σέλλεϋ,
τὸν ἐµπνευστή, καθώς µᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νοµπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου
ποὺ µπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴνἀναπόφευκτη βία µὲ τὴ µεγαλοσύνη τῆς
καρδιᾶς του.
Σ’ αὐτὸ τὸν κόσµο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας µας χρειάζεται ὅλους
τούς ἄλλους. Πρέπει ν’ ἀναζητήσουµε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ
βρίσκεται.
Ὅταν στὸ δρόµο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι' αὐτὴ τοῦ
ἔθεσε τὸ αἴνιγµά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ
λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουµε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουµε. Ἂς
συλλογιστοῦµε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.»

Ομιλία του Γιώργου Σεφέρη κατά την τελετή παραλαβής του Βραβείου
Νόμπελ Λογοτεχνίας, 11 Δεκεμβρίου 1963
Σαν να το είπε χθές!

ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΣΤΡΟΦΗ (1931)

APNHΣH

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.
Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ’ όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.
Με τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή


Ἡ λυπημένη

Στην πέτρα της υπομονής

κάθισες προς το βράδυ

με του ματιού σου το μαυράδι

δείχνοντας πως πονείς·



κι είχες στα χείλια τη γραμμή

που είναι γυμνή και τρέμει

σαν η ψυχή γίνεται ανέμη

και δέουνται οι λυγμοί·



κι είχες στο νου σου το σκοπό

που ξεκινά το δάκρυ

κι ήσουν κορμί που από την άκρη
γυρίζει στον καρπό·

μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.


ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Α’

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις

μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί

κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις

κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.



Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση

από τ’ αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός

η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει

ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.



Β’

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια

η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.

Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…

Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό



ξεκίνημά της… τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα

το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί…

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα

να ‘σουν εσύ που θα ‘φερνες την ξεχασμένη αυγή!



Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα

μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού,

να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα

αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού…



Η νύχτα να ‘ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,

σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,

μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι

κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.



Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες

την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός

να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες

και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.



Γ’

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!

Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής

σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα

το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς



τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη

κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς

και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη

από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.



Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο

που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.

Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο

το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:



«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο

κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει

χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο

κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.



Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα

ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια

με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα

ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ’ αστέρια.



Την ακοή μου ως να ‘σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος

μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος

μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος

ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.



Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση

σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου

να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση

που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…»



Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη

κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.

Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι

βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.



…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει

μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς

μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει

και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…



Δ’

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια

σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,

για μιαν αγάπη μυστική σ’ ανεύρετα θολάμια

ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.



Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη

κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί

που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι

και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.



Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι

κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές

αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη

προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές…



Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει

στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.

Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση

μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.



Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια

(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)

μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια

του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.



Ε’

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;

Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός;

Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει

για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;



Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα

που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά

προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα

την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά



τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,

μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός

ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας

τρικύμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.



Αθήνα, Οχτώβρης ’29 – Δεκέμβρης ’30




ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
Si j’ ai du gout, ce n’ est gueres
Que pour la terre et les pierres.
ARTHUR RIMBAUD

Α’
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ’ άσπιλα φτερά των
κύκνων που μας πληγώναν.
Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας
της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας
που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.

Φέραμε πίσω
αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.

Β’
Ακόμη ένα πηγάδι μέσα σε μια σπηλιά.
Άλλοτε μας ήταν εύκολο ν’ αντλήσουμε είδωλα και στολίδια
για να χαρούν οι φίλοι που μας έμεναν ακόμη πιστοί.

Έσπασαν τα σκοινιά μονάχα οι χαρακιές στου πηγαδιού το στόμα
μας θυμίζουν την περασμένη μας ευτυχία:
τα δάχτυλα στο φιλιατρό, καθώς έλεγε ο ποιητής.
Τα δάχτυλα νιώθουν τη δροσιά της πέτρας λίγο
κι η θέρμη του κορμιού την κυριεύει
κι η σπηλιά παίζει την ψυχή της και τη χάνει
κάθε στιγμή, γεμάτη σιωπή, χωρίς μια στάλα.

Γ’
Μέμνησο λουτρών οις ενοσφίσθης

Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια
που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω πού να
τ’ ακουμπήσω.
Έπεφτε το όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο
έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολο να
ξαναχωρίσει.

Κοιτάζω τα μάτια. Μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά
μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει
κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα.
Δεν έχω άλλη δύναμη

τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν
ακρωτηριασμένα.

Δ’
ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ

Και ψυχή
ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν
εις ψυχήν
αυτή βλεπτέον:
τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη.

Ήτανε καλά παιδιά οι σύντροφοι, δε φωνάζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή.
Ήτανε καλά παιδιά, μέρες ολόκληρες
ίδρωναν στο κουπί με χαμηλωμένα μάτια
ανασαίνοντας με ρυθμό
και το αίμα τους κοκκίνιζε ένα δέρμα υποταγμένο.
Κάποτε τραγούδησαν, με χαμηλωμένα μάτια
όταν περάσαμε το ερημόνησο με τις αραποσυκιές
κατά τη δύση, πέρα από τον κάβο των σκύλων
που γαβγίζουν.
Ει μέλλει γνώσεσθαι αυτήν, έλεγαν
εις ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου
μέσα στο ηλιόγερμα.
Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με καλαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.

Ε’
Δεν τους γνωρίσαμε
ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε
πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια,
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας
χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.
Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια
το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,
και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι.

Οι φίλοι μας έφυγαν
ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως
να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος
μας έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ’ αγάλματα.

ΣΤ’
Μ.Ρ.

Το περιβόλι με τα συντριβάνια του στη βροχή
θα το βλέπεις μόνο από το χαμηλό παράθυρο
πίσω από το θολό τζάμι. Η κάμαρά σου
θα φωτίζεται μόνο από τη φλόγα του τζακιού
και κάποτε, στις μακρινές αστραπές θα φαίνουνται
οι ρυτίδες του μετώπου σου, παλιέ μου Φίλε.

Το περιβόλι με τα συντριβάνια που ήταν στο χέρι σου
ρυθμός της άλλης ζωής, έξω από τα σπασμένα
μάρμαρα και τις κολόνες τις τραγικές
κι ένας χορός μέσα στις πικροδάφνες
κοντά στα καινούργια λατομεία,
ένα γυαλί θαμπό θα το ‘χει κόψει από τις ώρες σου.
Δε θ’ ανασάνεις, το χώμα κι ο χυμός των δέντρων
θα ορμούν από τη μνήμη σου για να χτυπήσουν
πάνω στο τζάμι αυτό που το χτυπά η βροχή
από τον έξω κόσμο.

Ζ’
ΝΟΤΙΑΣ

Το πέλαγο σμίγει κατά τη δύση μια βουνοσειρά.
Ζερβά μας ο νοτιάς φυσάει και μας τρελαίνει,
αυτός ο αγέρας που γυμνώνει τα κόκαλα απ’ τη σάρκα.
Το σπίτι μας μέσα στα πεύκα και στις χαρουπιές.
Μεγάλα παράθυρα. Μεγάλα τραπέζια
για να γράφουμε τα γράμματα που σου γράφουμε
τόσους μήνες και τα ρίχνουμε
μέσα στον αποχωρισμό για να γεμίσει.

Άστρο της αυγής, όταν χαμήλωνες τα μάτια
οι ώρες μας ήταν πιο γλυκιές από το λάδι
πάνω στην πληγή, πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό
στον ουρανίσκο, πιο γαλήνιες από τα φτερά του κύκνου.
Κρατούσες τη ζωή μας στην παλάμη σου.
Ύστερα από το πικρό ψωμί της ξενιτιάς
τη νύχτα αν μείνουμε μπροστά στον άσπρο τοίχο
η φωνή σου μας πλησιάζει σαν έλπιση φωτιάς
και πάλι αυτός ο αγέρας ακονίζει
πάνω στα νεύρα μας ένα ξυράφι.

Σου γράφουμε ο καθένας τα ίδια πράματα
και σωπαίνει ο καθένας μπρος στον άλλον
κοιτάζοντας, ο καθένας, τον ίδιο κόσμο χωριστά
το φως και το σκοτάδι στη βουνοσειρά
κι εσένα.
Ποιος θα σηκώσει τη θλίψη τούτη απ’ την καρδιά μας;
Χτες βράδυ μια νεροποντή και σήμερα
βαραίνει πάλι ο σκεπασμένος ουρανός. Οι στοχασμοί μας
σαν τις πευκοβελόνες της χτεσινής νεροποντής
στην πόρτα του σπιτιού μας μαζεμένοι κι άχρηστοι
θέλουν να χτίσουν έναν πύργο που γκρεμίζει.

Μέσα σε τούτα τα χωριά τ’ αποδεκατισμένα
πάνω σ’ αυτό τον κάβο, ξέσκεπο στο νοτιά
με τη βουνοσειρά μπροστά μας που σε κρύβει,
ποιος θα μας λογαριάσει την απόφαση της λησμονιάς;
Ποιος θα δεχτεί την προσφορά μας, στο τέλος αυτό του φθινοπώρου.



H’
Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών
στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε
χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα
ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια.
Τριμμένες από τους δίσκους των φωνογράφων
δεμένες άθελα μ’ ανύπαρχτα προσκυνήματα
μουρμουρίζοντας σπασμένες σκέψεις από ξένες γλώσσες.

Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας
πάνω στα σαπισμένα θαλάσσια ξύλα
από λιμάνι σε λιμάνι;

Μετακινώντας τσακισμένες πέτρες, ανασαίνοντας
τη δροσιά του πεύκου πιο δύσκολα κάθε μέρα,
κολυμπώντας στα νερά τούτης της θάλασσας
κι εκείνης της θάλασσας,
χωρίς αφή
χωρίς ανθρώπους
μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας
ούτε δική σας.

Το ξέραμε πως ήταν ωραία τα νησιά
κάπου εδώ τριγύρω που ψηλαφούμε
λίγο πιο χαμηλά ή λίγο πιο ψηλά
ένα ελάχιστο διάστημα.

Θ’
Είναι παλιό το λιμάνι, δεν μπορώ πια να περιμένω
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πεύκα
ούτε το φίλο που έφυγε στο νησί με τα πλατάνια
ούτε το φίλο που έφυγε για τ’ ανοιχτά.
Χαϊδεύω τα σκουριασμένα κανόνια, χαϊδεύω τα κουπιά
να ζωντανέψει το κορμί μου και ν’ αποφασίσει.
Τα καραβόπανα δίνουν μόνο τη μυρωδιά
του αλατιού της άλλης τρικυμίας.

Αν το θέλησα να μείνω μόνος, γύρεψα
τη μοναξιά, δε γύρεψα μια τέτοια απαντοχή,
το κομμάτιασμα της ψυχής μου στον ορίζοντα,
αυτές τις γραμμές, αυτά τα χρώματα, αυτή τη σιγή.

Τ’ άστρα της νύχτας με γυρίζουν στην προσδοκία
του Οδυσσέα για τους νεκρούς μες στ’ ασφοδίλια.
Μες στ’ ασφοδίλια σαν αράξαμε εδώ-πέρα θέλαμε να βρούμε
τη λαγκαδιά που είδε τον Άδωνι λαβωμένο.

Ι’
Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και πού
τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν.

ΙΑ’
Το αίμα σου πάγωνε κάποτε σαν το φεγγάρι,
μέσα στην ανεξάντλητη νύχτα το αίμα σου
άπλωνε τις άσπρες του φτερούγες πάνω
στους μαύρους βράχους τα σχήματα των δέντρων και
τα σπίτια
με λίγο φως από τα παιδικά μας χρόνια.

ΙΒ’
ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.



ΙΓ’
ΥΔΡΑ

Δελφίνια φλάμπουρα και κανονιές.
Το πέλαγο τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε,
σήκωνε τα πολύχρωμα κι αστραφτερά καράβια
λύγιζε, τα κλυδώνιζε κι όλο μαβί μ’ άσπρα φτερά,
τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε
τώρα γεμάτο χρώματα στον ήλιο.

Άσπρα πανιά και φως και τα κουπιά τα υγρά
χτυπούσαν με ρυθμό τυμπάνου ένα ημερωμένο κύμα.

Θα ήταν ωραία τα μάτια σου να κοίταζαν
θα ήταν λαμπρά τα χέρια σου ν’ απλώνουνταν
θα ήταν σαν άλλοτε ζωηρά τα χείλια σου
μπρος σ’ ένα τέτοιο θάμα
το γύρευες
τι γύρευες μπροστά στη στάχτη
ή μέσα στη βροχή στην καταχνιά στον άνεμο,
την ώρα ακόμη που χαλάρωναν τα φώτα
κι η πολιτεία βύθιζε κι από τις πλάκες
σου ‘δειχνε την καρδιά του ο Ναζωραίος,
τι γύρευες; γιατί δεν έρχεσαι; τι γύρευες;



ΙΔ’
Τρία κόκκινα περιστέρια μέσα στο φως
χαράζοντας τη μοίρα μας μέσα στο φως
με χρώματα και χειρονομίες ανθρώπων
που αγαπήσαμε.

ΙΕ’
Quid πλατανών opacissimus?

Ο ύπνος σε τύλιξε, σαν ένα δέντρο, με πράσινα φύλλα,
ανάσαινες, σαν ένα δέντρο, μέσα στο ήσυχο φως,
μέσα στη διάφανη πηγή κοίταξα τη μορφή σου
κλεισμένα βλέφαρα και τα ματόκλαδα χάραζαν το νερό.
Τα δάχτυλά μου στο μαλακό χορτάρι, βρήκαν τα δάχτυλά σου
κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα αλλού τον πόνο της καρδιάς σου.

Κάτω από το πλατάνι, κοντά στο νερό, μέσα στις δάφνες
ο ύπνος σε μετακινούσε και σε κομμάτιαζε
γύρω μου, κοντά μου, χωρίς να μπορώ να σ’ αγγίξω ολόκληρη,
ενωμένη με τη σιωπή σου
βλέποντας τον ίσκιο σου να μεγαλώνει και να μικραίνει,
να χάνεται στους άλλους ίσκιους, μέσα στον άλλο
κόσμο που σ’ άφηνε και σε κρατούσε.

Τη ζωή που μας έδωσαν να ζήσουμε, τη ζήσαμε.
Λυπήσου εκείνους που περιμένουν με τόση υπομονή
χαμένοι μέσα στις μαύρες δάφνες κάτω από τα βαριά πλατάνια
κι όσους μονάχοι τους μιλούν σε στέρνες και σε πηγάδια
και πνίγουνται μέσα στους κύκλους της φωνής.
Λυπήσου το σύντροφο που μοιράστηκε τη στέρησή μας
και τον ιδρώτα
και βύθισε μέσα στον ήλιο σαν κοράκι πέρα απ’ τα μάρμαρα,
χωρίς ελπίδα να χαρεί την αμοιβή μας.

Δώσε μας, έξω από τον ύπνο, τη γαλήνη.

ΙΣΤ’
όνομα δ’ Ορέστης

Στη σφενδόνη, πάλι στη σφενδόνη, στη σφενδόνη,
πόσοι γύροι, πόσοι αιμάτινοι κύκλοι, πόσες μαύρες
σειρές. Οι άνθρωποι που με κοιτάζουν,
που με κοιτάζαν όταν πάνω στο άρμα
σήκωσα το χέρι λαμπρός, κι αλάλαξαν.

Οι αφροί των αλόγων με χτυπούν, τ’ άλογα πότε θ’ αποστάσουν;
Τρίζει ο άξονας, πυρώνει ο άξονας, πότε ο άξονας θ’ ανάψει;
Πότε θα σπάσουν τα λουριά, πότε τα πέταλα
θα πατήσουν μ’ όλο το πλάτος πάνω στο χώμα
πάνω στο μαλακό χορτάρι, μέσα στις παπαρούνες όπου
την άνοιξη μάζεψες μια μαργαρίτα.
Ήταν ωραία τα μάτια σου μα δεν ήξερες πού να κοιτάξεις
δεν ήξερα πού να κοιτάξω μήτε κι εγώ, χωρίς πατρίδα
εγώ που μάχομαι εδώ-πέρα, πόσοι γύροι;
και νιώθω τα γόνατα να λυγίζουν πάνω στον άξονα
πάνω στις ρόδες πάνω στον άγριο στίβο,
τα γόνατα λυγίζουν εύκολα σαν το θέλουν οι θεοί,
κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει, τι να την κάνεις τη δύναμη,
δεν μπορείς
να ξεφύγεις τη θάλασσα που σε λίκνισε και που γυρεύεις
τούτη την ώρα της αμάχης, μέσα στην αλογίσια ανάσα,
με τα καλάμια που τραγουδούσαν το φθινόπωρο σε τρόπο λυδικό,
τη θάλασσα που δεν μπορείς να βρεις όσο κι αν τρέχεις
όσο κι αν γυρίζεις μπροστά στις μαύρες Ευμενίδες που βαριούνται,
χωρίς συχώρεση.
ΙΖ’
ΑΣΤΥΑΝΑΞ

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες και έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.

Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.

Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιον θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

ΙΗ’
Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι
μέσα από τα δάχτυλά μου
χωρίς να πιω ούτε μια στάλα.
Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα.


Ένα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα,

δεν έχω άλλη συντροφιά.

Ό,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια

που ήταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι

και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινοπώρου.



ΙΘ’

Κι αν ο αγέρας φυσά δε μας δροσίζει

κι ο ίσκιος μένει στενός κάτω απ’ το κυπαρίσσια

κι όλο τριγύρω ανήφοροι στα βουνά



μας βαραίνουν
οι φίλοι που δεν ξέρουν πια πώς να πεθάνουν.


Κ’

[ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ]



Στο στήθος μου η πληγή ανοίγει πάλι

όταν χαμηλώνουν τ’ άστρα και συγγενεύουν με το κορμί μου

όταν πέφτει σιγή κάτω από τα πέλματα των ανθρώπων



Αυτές οι πέτρες που βουλιάζουν μέσα στα χρόνια ως πού

θα με παρασύρουν;

Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;

Βλέπω τα χέρια κάθε αυγή να γνέφουν στο γύπα και στο γεράκι

δεμένη πάνω στο βράχο που έγινε με τον πόνο δικός μου,

βλέπω τα δέντρα που ανασαίνουν τη μαύρη γαλήνη των

πεθαμένων

κι έπειτα τα χαμόγελα, που δεν προχωρούν, των αγαλμάτων.



ΚΑ’

Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο

κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα

ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο εύκολα

πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητούς

και μια δική του δικαιοσύνη



πως όταν εμείς ορθοί στα πόδια μας πεθαίνουμε

μέσα στην πέτρα αδερφωμένοι

ενωμένοι με τη σκληρότητα και την αδυναμία,

οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο και αναστήθηκαν

και χαμογελάνε μέσα σε μία παράξενη ησυχία.



ΚΒ’

Γιατί περάσαν τόσα και τόσα μπροστά στα μάτια μας

που και τα μάτια μας δεν είδαν τίποτε, μα παραπέρα

και πίσω η μνήμη σαν το άσπρο πανί μια νύχτα σε μια μάντρα

που είδαμε οράματα παράξενα, περισσότερο κι από σένα,

να περνούν και να χάνουνται μέσα στο ακίνητο φύλλωμα

μιας πιπεριάς



γιατί γνωρίσαμε τόσο πολύ τούτη τη μοίρα μας

στριφογυρίζοντας μέσα σε σπασμένες πέτρες, τρεις ή έξι

χιλιάδες χρόνια

ψάχνοντας σε οικοδομές γκρεμισμένες που θα ήταν ίσως

το δικό μας σπίτι

προσπαθώντας να θυμηθούμε χρονολογίες και ηρωικές

πράξεις

θα μπορέσουμε;



γιατί δεθήκαμε και σκορπιστήκαμε

και παλέψαμε με δυσκολίες ανύπαρχτες όπως λέγαν,

χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ένα δρόμο γεμάτο τυφλά συντάγματα,

βουλιάζοντας μέσα σε βάλτους και μέσα στη λίμνη του Μαραθώνα,

θα μπορέσουμε να πεθάνουμε κανονικά;





ΚΓ’

Λίγο ακόμα

θα ιδούμε τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν

τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο

τη θάλασσα να κυματίζει

λίγο ακόμα,

να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα.



ΚΔ’

Εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης.

Εκείνοι που κάποτε θα ζήσουν εδώ που τελειώνουμε

αν τύχει και μαυρίσει στη μνήμη τους το αίμα και ξεχειλίσει

ας μη μας ξεχάσουν, τις αδύναμες ψυχές μέσα στ’ ασφοδίλια,

ας γυρίσουν προς το έρεβος τα κεφάλια των θυμάτων:



Εμείς που τίποτε δεν είχαμε θα τους διδάξουμε τη γαλήνη.



Δεκέμβρης 1933 – Δεκέμβρης 1934




ΓΥΜΝΑΣΙΟΠΑΙΔΑ

Α’ – Σαντορίνη

Σκύψε αν μπορείς στη θάλασσα τη σκοτεινή ξεχνώντας

τον ήχο μιας φλογέρας πάνω σε πόδια γυμνά

που πάτησαν τον ύπνο σου στην άλλη ζωή τη βυθισμένη.



Γράψε αν μπορείς στο τελευταίο σου όστρακο

τη μέρα τ’ όνομα τον τόπο

και ρίξε το στη θάλασσα για να βουλιάξει.



Bρεθήκαμε γυμνοί πάνω στην αλαφρόπετρα

κοιτάζοντας τ’ αναδυόμενα νησιά

κοιτάζοντας τα κόκκινα νησιά να βυθίζουν

στον ύπνο τους, στον ύπνο μας.

Eδώ βρεθήκαμε γυμνοί κρατώντας

τη ζυγαριά που βάραινε κατά το μέρος

της αδικίας.



Φτέρνα της δύναμης θέληση ανίσκιωτη λογαριασμένη

αγάπη

στον ήλιο του μεσημεριού σχέδια που ωριμάζουν,

δρόμος της μοίρας με το χτύπημα της νέας παλάμης

στην ωμοπλάτη•

στον τόπο που σκορπίστηκε που δεν αντέχει

στον τόπο που ήταν κάποτε δικός μας

βουλιάζουν τα νησιά σκουριά και στάχτη.



Bωμοί γκρεμισμένοι

κι οι φίλοι ξεχασμένοι

φύλλα της φοινικιάς στη λάσπη.



Άφησε τα χέρια σου αν μπορείς, να ταξιδέψουν

εδώ στην κόχη του καιρού με το καράβι

που άγγιξε τον ορίζοντα.

Όταν ο κύβος χτύπησε την πλάκα

όταν η λόγχη χτύπησε το θώρακα

όταν το μάτι γνώρισε τον ξένο

και στέγνωσε η αγάπη

μέσα σε τρύπιες ψυχές•

όταν κοιτάζεις γύρω σου και βρίσκεις

κύκλο τα πόδια θερισμένα

κύκλο τα χέρια πεθαμένα

κύκλο τα μάτια σκοτεινά•

όταν δε μένει πια ούτε να διαλέξεις

το θάνατο που γύρευες δικό σου,

ακούγοντας μια κραυγή
ακόμη και του λύκου την κραυγή,


το δίκιο σου•

άφησε τα χέρια σου αν μπορείς να ταξιδέψουν

ξεκόλλησε απ’ τον άπιστο καιρό

και βούλιαξε,

βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες.



Τετράδιο Γυμνασμάτων

Γράμμα του Μαθιού Πασκάλη.





Οι ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης δε θα γνωρίσουν ποτέ τη δροσούλα που κατεβαίνει στην Κηφισιά



μα οι δυό καμινάδες που μ’ άρεσαν στην ξενιτιά πίσω απ’ τα κέδρα, γυρίζουν πάλι σα βλέπω τα

δύο κυπαρίσσια πάνω από τη γνώριμή σου την εκκλησία
που έχει τους κολασμένους ζωγραφιστούς να τυραννιούνται μες στη φωτιά και στην αθάλη.

Βερίνα μας ερήμωσε η ζωή κι οι αττικοί ουρανοί κι οι διανοούμενοι που σκαρφαλώνουν στο ίδιο
τους κεφάλι
και τα τοπία που κατάντησαν να παίρνουν πόζες από την ξεραϊλα κι από την πείνα
σαν τους νέους που ξόδεψαν όλη τους την ψυχή για να φορέσουν ένα μονογυάλι
σαν τις κοπέλες ηλιοτρόπια ρουφώντας την κορφή τους για να γίνουν κρίνα.


ΦYΓH
Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας

έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε

ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό

ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο

μέσα στο πρωινό χορτάρι

ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε

να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.



H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε

σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν

να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε

με τόσο πάθος.



Kι’ αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε

μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες

κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα

εκείνου του ανθρώπου

κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη

μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε

μέσα στη φυγή.


Ο κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ

Φωτιές του Αϊ-Γιάννη.

Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις

βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη

τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου,

μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο

της μοναξιάς και της σιωπής

κι ας ανάβουν οι φωτιές.



Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν άρχισε η άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πρίν από την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο κάποιος άλλος, όταν θα ‘χεις πεθάνει.



ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937

Τʼ ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού

η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ’ ασφοδίλια

το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας

και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου

χρυσά’ τ’ άστρα του Κύκνου κι’ εκείνο τ’ άστρο ό Αλδεβαράν.



Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας

ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής

σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς,

καμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδιάζει.



Κράτησα τη ζωή μου στ’ αριστερό σου χέρι μια γραμμή

μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν

στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα

να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω

γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.

Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα

περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της.

Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος

κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε

ρωτούν

μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερημοκλήσια μήτε

τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι’ οι

δρόμοι.

Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη

σιωπή

δεν ξέρω πια να μιλήσω μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι

σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη

σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα

χαλίκια

σαν την ανάμνηση, της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».

Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των

νερών

κάτω απ’ τον πάγο το χαμογέλιο της θάλασσας τα κλει-

στά πηγάδια

ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες

πού μου ξεφεύγουν

εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι’ αυτός ό άνθρωπος

πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι της σιωπής.

Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού

σ’ αγγίζει

στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπο σου

μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή

βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτε-

ρά του,

δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.

Ό δρόμος αυτός δεν τελειώνει δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις

να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν

εκείνους

πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο τους πελαγίσιους τάφους,

όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν

κάτω από τα σκληρά κλωνάρια των πλατάνων εκεί

πού στάθηκε μια αχτίδα του ήλιου γυμνωμένη

και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου,

ό δρόμος δεν έχει αλλαγή˙ κράτησα τη ζωή μου.

Το χιόνι

και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.

ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

Άνθη της πέτρας μπροστά στην πράσινη θάλασσα

με φλέβες που μου θύμιζαν άλλες αγάπες

γυαλίζοντας στ’ αργό ψιχάλισμα,

άνθη της πέτρας φυσιογνωμίες

που ήρθαν όταν κανένας δε μιλούσε και μου μίλησαν

που μ’ άφησαν να τις αγγίξω ύστερ’ απ’ τη σιωπή

μέσα σε πεύκα σε πικροδάφνες και σε πλατάνια.



ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΣΠΗΛΙΕΣ

Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές

υπάρχει μια δίψα υπάρχει μια αγάπη

υπάρχει μια έκσταση,

όλα σκληρά σαν τα κοχύλια

μπορείς να τα κρατήσεις στην παλάμη σου



Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές

μέρες ολόκληρες σε κοίταζα στα μάτια

και δε σε γνώριζα μήτε με γνώριζες.



ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Α’

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;

χρόνια ξενιτεμένος ήρθες

με εικόνες που έχεις αναθρέψει

κάτω από ξένους ουρανούς

μακριά απ’ τον τόπο το δικό σου.



― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο•

τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση

κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια

κι όμως σαν ήμουνα παιδί

έπαιζα πάνω στο χορτάρι

κάτω από τους μεγάλους ίσκιους

κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές

ώρα πολλή λαχανιασμένος.



― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου

σιγά-σιγά θα συνηθίσεις•

θ’ ανηφορίσουμε μαζί

στα γνώριμά σου μονοπάτια

θα ξαποστάσουμε μαζί

κάτω απ’ το θόλο των πλατάνων

σιγά-σιγά θα ‘ρθούν κοντά σου

το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.



― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι

με τ’ αψηλά τα παραθύρια

σκοτεινιασμένα απ’ τον κισσό

γυρεύω την αρχαία κολόνα

που κοίταζε ο θαλασσινός.

Πώς θες να μπώ σ’ αυτή τη στάνη;

οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους

κι όσο μακριά και να κοιτάξω

βλέπω γονατιστούς ανθρώπους

λες κάνουνε την προσευχή τους.



― Παλιέ μου φίλε δε μ’ ακούς;

σιγά-σιγά θα συνηθίσεις

το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις

κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν

σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου

γλυκά να σε καλωσορίσουν.



― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;

σήκωσε λίγο το κεφάλι

να καταλάβω τί μου λες

όσο μιλάς τ’ ανάστημά σου

ολοένα πάει και λιγοστεύει

λες και βυθίζεσαι στο χώμα.



― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου

σιγά-σιγά θα συνηθίσεις

η νοσταλγία σού έχει πλάσει

μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους

έξω απ’ τη γης κι απ’ τους ανθρώπους.



― Πια δεν ακούω τσιμουδιά

βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος

παράξενο πώς χαμηλώνουν

όλα τριγύρω κάθε τόσο

εδώ διαβαίνουν και θερίζουν

χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα
 
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΑΣΙΝΗΣ

Ασίνην τε…

ΙΛlΑΔΑ



Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω – γύρω το κάστρο

αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα

πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου παγονιού

μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.

Οι φλέβες του βρόχου κατέβαιναν από ψηλά

στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.

Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα’
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι’
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βοστρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.

Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι αναρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις αιχμές
τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέμαι το πέρασμα της βροχής του αγέρα και της φθοράς
υπάρχουν, η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί
με την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη διάρκεια της απελπισιάς
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.

Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στο φως, σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε…» Να’ ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρόπολη
αγγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες.


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β’

ΤΡΙΖΟΝΙΑ

Tο σπίτι γέμισε τριζόνια

χτυπούν σαν άρρυθμα ρολόγια

λαχανιασμένα. Kαι τα χρόνια



που ζούμε σαν αυτά χτυπούν

καθώς οι δίκαιοι σιωπούν

σα να μην είχαν τί να πουν.



Kάποτε τ’ άκουσα στο Πήλιο

να σκάβουνε γοργά ένα σπήλαιο

μέσα στη νύχτα. Aλλά το φύλλο



της μοίρας τώρα το γυρίσαμε

και μας γνωρίσατε και σας γνωρίσαμε

από τους υπερβόρειους ίσαμε



τους νέγρους του ισημερινού

που έχουνε σώμα χωρίς νου

και που φωνάζουν σαν πονούν.



Kι εγώ πονώ κι’ εσείς πονείτε

μα δε φωνάζουμε και μήτε

καν ψιθυρίζουμε, γιατί



η μηχανή είναι βιαστική

στη φρίκη και στην καταφρόνια

στο θάνατο και στη ζωή,



Το σπίτι γέμισε τριζόνια.


ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.

Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις

όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας

και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,

πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.

Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω

λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη∙

νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση

ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε

σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων

βαριά μια νάρκη.

Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα

όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει

σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια

στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος

ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται

νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι∙

σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του

Σαλέρνο

πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη

μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι

ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν

τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.



Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.



Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος

ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς

δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο

που ξέφυγε κρυφά και φέρνει

μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,

και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου

μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.

Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,

τη Συρία∙

το κρατίδιο

της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι

πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,

και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια

κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες

χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.

Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του

Πρωτέα,

ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.

Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα

κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙

ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙

χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος

μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,

στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,

άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν∙

σαν έρθει ο θέρος

προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙

σαν έρθει ο θέρος

άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό

άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-

ρεύουν.

Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,

σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;

Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;

Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;

Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.



Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου

τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν

το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το

δείχνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν∙

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες∙

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙

Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.



Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας∙ «Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…»

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.



Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.



Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44



ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Γ’





Στον Κόσμο της Κύπρου Μνήμη και Αγάπη



…Κύπρον, ού μ’ εθέσπισεν…







Από τις 6 Νοεμβρίου μέχρι τις 9 Δεκεμβρίου του 1953 ο Σεφέρης κάνει το πρώτο ταξίδι του στην Κύπρο. Περιδιαβαίνει το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη· φωτογραφίζει, κρατάει συνοπτικές αλλά ακριβείς σημειώσεις για μετακινήσεις, συναντήσεις με επισήμους και ανεπισήμους, επισκέψεις σε ιστορικούς και αρχαιολογικούς τόπους και γνωρίζεται με τον Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή.

Το ταξίδι αυτό θα φέρει ως αποτέλεσμα το Ημερολόγιο Καταστρώματος, Γ’



ΑΓΙΑ ΝΑΠΑ, A’

Και βλέπεις το φως του ήλιου καθώς έλεγαν οι παλαιοί.

Ωστόσο νόμιζα πώς έβλεπα τόσα χρόνια

περπατώντας ανάμεσα στα βουνά και στη θάλασσα

συντυχαίνοντας ανθρώπους με τέλειες πανοπλίες·

παράξενο, δεν πρόσεχα πώς έβλεπα μόνο τη φωνή τους.

Ήταν το αίμα που τους ανάγκαζε να μιλούν, το κριάρι

που έσφαζα κι έστρωνα στα πόδια τους·

μα δεν ήταν το φως εκείνο το κόκκινο χαλί.

Ότι μου λέγαν έπρεπε να το ψηλαφήσω

όπως όταν σε κρύψουν κυνηγημένο νύχτα σε στάβλο ίο

ή φτάσεις τέλος το κορμί βαθύκολπης γυναίκας

κι είναι γεμάτη ή κάμαρα πνιγερές μυρωδιές·

ότι μου λέγαν δορά και μετάξι.

Παράξενο, το βλέπω εδώ το φως του ήλιου· το χρυσό δίχτυ

όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια

που ένας μεγάλος άγγελος τραβά

μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων.



ΟΝΕΙΡΟ

Κοιμούμαι κι ή καρδιά μου ξάγρυπνα·

κοιτάζει τ’ άστρα στον ουρανό και το δοιάκι

και πώς ανθοβολά το νερό στο τιμόνι.



ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

ΣΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΔΙΑΜΑΝΤΗ

Η μικρή κουκουβάγια ήτανε πάντα εκεί

σκαρφαλωμένη στ’ ανοιχτάρι τ’ Άγιου Μάμα,

παραδομένη τυφλά στο μέλι του ήλιου

εδώ ή άλλου, τώρα, στα περασμένα: χόρευε

μ’ ένα τέτοιο ρυθμό το φθινόπωρο.

Άγγελοι ξετυλίγανε τον ουρανό

και χάζευε ένας πέτρινος καμαροφρύδης

σε μια γωνιά της στέγης.



Τότες ήρθε ό καλόγερος’ σκουφί, κοντόρασο, πέτσινη ζώνη,

κι έπιασε να πλουμίζει την κολόκα.

Άρχισε απ’ το λαιμό: φοινικιές, λέπια, και δαχτυλίδια.

Έπειτα, κρατώντας στην πλατιά παλάμη τη στρογγυλή κοιλιά,

έβαλε τον παραυλακιστή, τον παραζυγιαστή, τον παραμυλωνά,

και τον κατάλαλο•

έβαλε την αποστρέφουσα τα νήπια και την αποκαλόγρια•

και στην άκρη, σχεδόν άπόκρυφο, τ’ ακοίμητο σκουλήκι.



Ήταν ωραία όλ’ αυτά, μια περιδιάβαση.

Όμως το ξύλινο μαγγανοπήγαδο —τ’ αλακάτιν,

κοιμισμένο στον ίσκιο της καρυδιάς

μισό στο χώμα και μισό μέσα στο νερό,

γιατί δοκίμασες να το ξυπνήσεις;

Είδες πώς βόγκηξε. Κι εκείνη την κραυγή

βγαλμένη απ τα παλιά νεύρα του ξύλου

γιατί την είπες φωνή πατρίδας;

ΕΠΙΚΑΛΕΩ ΤΟΙ ΤΗΝ ΘΕΟΝ…

Λάδι στα μέλη,

ίσως ταγγή μυρωδιά

όπως εδώ στο λιόμυλο

της μικρής εκκλησιάς

στους χοντρούς πόρους

της σταματημένης πέτρας.



Λάδι στην κόμη

στεφανωμένη με σκοινί,

ίσιος και άλλα αρώματα

που δε γνωρίσαμε

φτωχά και πλούσια

κι αγαλματάκια στα δάχτυλα

προσφέρνοντας μικρούς μαστούς.



Λάδι στον ήλιο

τρόμαξαν τα φύλλα

στου ξένου το σταμάτημα

και βάρυνε η σιγή

ανάμεσα στα γόνατα.

Έπεσαν τα νομίσματα

«Έπικαλέω τοι την θεόν…».



Λάδι στους ώμους

και στη μέση που λύγισε

γρίβα σφυρά στη χλόη,

κι αυτή η πληγή στον ήλιο

καθώς σημαίναν τον εσπερινό

καθώς μιλούσα στον αυλόγυρο

μ’ ένα σακάτη.



Κουκλιά, Νοέμ. ’53



ΕΛΕΝΗ





ΤΕΥΚΡΟΣ … ες γην εναλίαν Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν

οικείν Απόλλων, όνομα νησιωτικόν

Σαλαμίνα θέμενον της εκεί χάριν πάτρας.

ΕΛΕΝΗ: Ουκ ήλθον ες γην Τρωάδ’ , αλλ’ είδωλον ήν.

…………………………………………………….

ΑΓΓΕΛΟΣ: Τι φής;

Νεφέλης άρ’ άλλως είχομεν πόνους πέρι;

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ,ΕΛΕΝΗ





«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».



Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,

σύ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους

στα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές

αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.

Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη

βήματα και χειρονομίες. δε θα τολμούσα να πω φιλήματα·.

και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.



«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».



Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;

Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:

καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες των ανθρώπων

ή των θεών·.

η μοίρα μου που κυματίζει

ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα

και μιαν άλλη Σαλαμίνα

μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.

Το φεγγάρι

βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη.

σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει να ‘βρει

την καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.

Πού είναι η αλήθεια;

Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης·.

το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.



Αηδόνι ποιητάρη,

σαν και μια τέτοια νύχτα στ’ ακροθαλάσσι του Πρωτέα

σ’ άκουσαν οι σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι έσυραν το θρήνο,

κι ανάμεσο τους-ποιος θα το ‘λεγε-η Ελένη!

Αυτή που κυνηγούσαμε χρόνια στο Σκάμαντρο.

Ήταν εκεί, στα χείλια της ερήμου. την άγγιξα, μου μίλησε:

«Δεν είν’ αλήθεια, δεν είν’ αλήθεια» φώναζε.

«Δεν μπήκα στο γαλαζόπλωρο καράβι.

Ποτέ δεν πάτησα την αντρειωμένη Τροία».



Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά, κι αυτό

το ανάστημα

ίσκιοι και χαμόγελα παντού

στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα·.

ζωντανό δέρμα, και τα μάτια

με τα μεγάλα βλέφαρα,

ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.

Και στην Τροία;

Τίποτε στην Τροία-ένα είδωλο.

Έτσι το θέλαν οι θεοί.

Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν πλάσμα ατόφιο.

κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια .



Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.

Τόσα κορμιά ριγμένα

στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης.

τόσες ψυχές

δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.

Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα

για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη

μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου

για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη.

Κι ο αδερφός μου;

Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,

τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;



«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».



Δακρυσμένο πουλί,

στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη

που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,

άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,

αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι Δε θα ξαναπιάσουν

τον παλιό δόλο των θεών.

αν είναι αλήθεια

πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,

ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη

ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος που ωστόσο

είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,

δεν το ‘χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει

μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε

πως τόσος πόνος τόση ζωή

πήγαν στην άβυσσο

για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.





ΑΓΙΑ ΝΑΠΑ, Β’





ΑΝΟΙΞΗ 1156

(ΣΤΙΧΟΙ ΓΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ)





Κάτω απ’ τη γέρικη συκομουριά

τρελός ό αγέρας έπαιζε

με τα πουλιά με τα κλωνιά

και δε μας έκρενε.



Ώρα καλή σου, ανάσα τής ψυχής,

ανοίξαμε τον κόρφο μας

έλα να μπεις έλα να πιεις

από τον πόθο μας.



Κάτω άπ τη γέρικη συκομουριά

ο αγέρας σκώθη κι έφυγε

κατά τα κάστρα του βοριά

και δε μας έγγιξε.



Θυμάρι μου και δεντρολιβανιά,

δέσε γερά το στήθος σου

και βρες σπηλιά και βρες μονιά

κρύψε το λύχνο σου.



Δεν είναι αγέρας τούτος του Βαγιού

δεν είναι της ’Ανάστασης

μα είν’ της φωτιάς και του καπνού

της ζωής της άχαρης.



Κάτω άπ’ τη γέρικη συκομουριά

στεγνός ο αγέρας γύρισε·

οσμίζουνταν παντού φλουριά

και μας επούλησε


        

ΜΝΗΜΗ, A





και η θάλασσα ουκ έστιν έτι





Κι εγώ στα χέρια μου μόνο μ’ ένα καλάμι·
ήταν έρημη η νύχτα το φεγγάρι στη χάση
και μύριζε το χώμα από την τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα· «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεΐ,
ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει,
ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω άπ’ τη ράχη».

Τα δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ’ αύτη τη φλογέρα
που μου χάρισε ένας γέροντας βοσκός επειδή του είπα καλησπέρα
οι άλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμό·
ξυπνούν, ξυρίζουνται, κι αρχίζουν μεροκάματο το σκοτωμό, ίο
όπως κλαδεύεις ή χειρουργείς, μεθοδικά, χωρίς πάθος·
ο πόνος νεκρός σαν τον Πάτροκλο και κανείς δεν κάνει λάθος.

Συλλογίστηκα να φυσήξω ένα σκοπό κι έπειτα ντράπηκα τον άλλο κόσμο
αυτόν πού με βλέπει πέρ’ άπ’ τη νύχτα μες άπ’ το φως μου
που υφαίνουν τα κορμιά ζωντανά, οι καρδιές γυμνές
κι η Αγάπη που ανήκει και στις Σεμνές
καθώς και στον άνθρωπο και στην πέτρα και στο νερό και στο χορτάρι
και στο ζώο που κοιτάει κατάματα το θάνατο που έρχεται να το πάρει.

Έτσι προχώρεσα στο σκοτεινό μονοπάτι
κι έστριψα στο περβόλι μου κι έσκαψα κι έθαψα το καλάμι
και πάλι ψιθύρισα· «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή,
πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρθρου η μαρμαρυγή,
θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την Αφροδίτη·
είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Και μπήκα στ’ αδειανό μου το σπίτι.


Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
 …Nicosia e Famagosta per la lor bestia si lamenti e garra…
PARADISO …
ως γοιόν ηξεύρετε και ο δαίμων της πορνείας όλον τον κόσμον
πλημμελά τον εκόμπωσε τον ρήγαν και έππεσεν εις αμαρτίαν…


XPONIKO TOY MAXAIPA
 O Tζουάν Bισκούντης είχε γράψει την αλήθεια.
Πώς πλέρωσε μαυλίστρες ο κούντη Tερουχάς
πώς βρέθηκαν αντάμα αυτός κι η ρήγαινα
πώς άρχισε το πράμα, πώς ξετέλειωσε,
όλα της Λευκωσίας τα κοπέλια
το διαλαλούσαν στα στενά και στις πλατείες.
Πως ήταν η γραφή σωστή που έστειλε στη Φραγκιά στο ρήγα
το ξέραν οι συβουλατόροι.
Όμως τώρα
συνάχτηκαν και συντυχαίναν για να συβουλέψουν
την Kορόνα της Κύπρου και των Ιεροσολύμων·
τώρα ήταν διαταμένοι για να κρίνουν
τη ρήγαινα Λινόρα που κρατούσε
απ’ τη μεγάλη τη γενιά των Kαταλάνων·
κι είναι ανελέημονες οι Kαταλάνοι
κι αν τύχαινε κι ο ρήγας εκδικιούνταν
τίποτε δε θα το ‘χαν ν’ αρματώσουν και να ‘ρθούνε
και να τους ξολοθρέψουν αυτούς και το βιό τους.
Είχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες·
από τη γνώμη τους κρέμουνταν το ρηγάτο.

Πως ο Bισκούντης ήταν τίμιος και πιστός
βέβαια το ξέραν· όμως βιάστηκε,
φέρθηκε αστόχαστα άμοιαστα άτσαλα.
Ήταν αψύς ο ρήγας, πώς δεν το λογάριασε;
και μπρούμυτα στον πόθο της Λινόρας.
Πάντα μαζί του στα ταξίδια το πουκάμισό της
και το ‘παιρνε στην αγκαλιά του σαν κοιμούνταν·
και πήγε να του γράψει ο αθεόφοβος
πως βρήκαν με την άρνα του το κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ’ έναν άρχοντα;
Ήταν μωρός. Τουλάχιστο ας θυμούνταν
πως έσφαλε κι ο ρήγας· έκανε το λιγωμένο
μα είχε στο πισωπόρτι και δυο καύχες.

Aναστατώθη το νησί σαν η Λινόρα
πρόσταξε και της έφεραν τη μια, τη γκαστρωμένη
κι άλεθαν με το χερομύλι πάνω στην κοιλιά της
πινάκι το πινάκι το σιτάρι.
Kαι το χειρότερο – δεν το χωράει ο νους –
αφού το ξέρει ο κόσμος όλος πως ο ρήγας
γεννήθηκε στο ζώδιο του Αιγόκερω,
πήρε στα χέρια του ο ταλαίπωρος καλάμι
τη νύχτα που ήταν στον Αιγόκερω η σελήνη
να γράψει τι; για κέρατα και κριάρια!
O φρόνιμος τη μοίρα δεν τηνε ξαγριεύει.
Όχι· δεν είμαστε ταγμένοι για να πούμε
πού είναι το δίκιο. Το δικό μας χρέος
είναι να βρούμε το μικρότερο κακό.
Κάλλιο ένας να πεθάνει από το ριζικό του
παρά σε κίντυνο να μπούμε εμείς και το ρηγάτο.

Έτσι συβουλευόντουσαν όλη τη μέρα
και κατά το βασίλεμα πήγαν στο ρήγα
προσκύνησαν και τού είπαν πως ο Tζουάν Bισκούντης
είναι ένας διαστρεμμένος ψεματάρης.

Κι ο Tζουάν Bισκούντης πέθανε απ’ την πείνα σε μια γούφα.
Μα στην ψυχή τού ρήγα ο σπόρος της ντροπής του
άπλωνε τα πλοκάμια του και τον εκίνα
το ‘παθε να το πράξει και στους άλλους.
Kερά δεν έμεινε που να μη βουληθεί να την πορνέψει·
τις ντρόπιασε όλες. Φόβος κι έχτρα ζευγαρώναν
και γέμιζαν τη χώρα φόβο κι έχτρα.
Έτσι, με το «μικρότερο κακό», βάδιζε η μοίρα
ως την αυγή τ’ Άγι’ Aντωνιού, μέρα Τετάρτη
που ήρθαν οι καβαλάρηδες και τον εσύραν
από της καύχας του την αγκαλιά και τον εσφάξαν.
«Και τάπισα παρά ούλους ο τουρκοπουλιέρης
ήβρεν τον τυλιμένον το αίμαν» λέει ο χρονογράφος
«κι έβγαλεν την μαχαίραν του και κόβγει
τα λυμπά του με τον αυλόν και του είπε:
Για τούτα έδωκες θάνατον!».
Αυτό το τέλος
όρισε για το ρήγα Πιέρ ο δαίμων της πορνείας.


ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ
 (Σχέδιο για ένα «ειδύλλιο»)
But I’m dying and done for
What on earth was all the fun for?
For God’s sake keep that sunlight out of sight.
JOHN BETJEMAN
Homer’s world, not ours.
W. H. AUDEN


—Της τηλεγράφησα λουλούδια.
—Ουίσκι; Τζίν;
—Σήμερα οι άργυροι της γάμοι.

—Τό νοΰ σας
μην πηδήξει στο φουστάνι σας o σκύλος·
θα το λασπώσει· τον παραμελούν· γίνεται οικείος.

—Τζίν παρακαλώ. Μένει τώρα στό Κέντ. Πάντα
θα τη θυμούμαι στην εκκλησιά. Σα βγήκαμε έβρεχε· μια μπάντα
έπαιζε στ’ άλλο πεζοδρόμιο· θαρρώ Στρατός της Σωτηρίας.

— Μέρες του Μάη, ό χρόνος της Μεγάλης ’Απεργίας.
—Δεν είχαμε ούτε εφημερίδες.
—Δέστε το βουνό·

όταν βυθίσει τέλος πάντων ο ήλιος θα είναι μονόχρωμο και ειρηνικό.

Αυτό είναι ο Άγιος Ιλαρίων. Το προτιμώ με το φεγγάρι.
—Γράφει πώς έχει κι ένα φάντασμα πού τριγυρνά μ’ ένα σβηστό φανάρι.
—Ο Άγιος Ιλαρίων;
—Όχι, το σπίτι της στο Κεντ.
—Εδώ το φάντασμα θα πήγαινε καλύτερα. Κάποτε —δεν
μπορώ να το εξηγήσω —η μνήμη
σ’ αυτό το φώς γίνεται πιο σκληρή, μια ζύμη
που τη στεγνώνει ό ήλιος…
—Ζύμη από τί;
Έχω κι εγώ πονοκεφάλους.
—Γνωρίσατε τον ποιητή,
ή κάτι τέτοιο, πού έμενε τον περασμένο μήνα εδώ;
Το αίσθημα τ’ ονομάζει παλίμψηστη λιβιδώ·
πάρα πολύ ασυνήθιστος· τί θέλει
να πει, δεν το ξέρει κανείς· κυνικός και φιλέλλην.
—Σώστροφος σνομπ.
—Κάποτε αστείος· τώρα είναι στα λουτρά.
—Στην ’Ιταλία καθώς άκουσα.
—Ναι, κάποιο «σπα».
Λέει πως ωφελούν την αφροδίσια ρώμη.
Του έδωσα σύσταση για τον Οράτιο στη Ρώμη.
—Πολύ αθυρόστομος, πώς του επιτρέπετε;
—’Αλήθεια, πώς;
Ίσως στην ηλικία μας να γίνεται κανείς συγκαταβατικός
ίσως ανάγκη να ξεφύγω τον τρεχάμενο εαυτό μου
ίσως αυτό το νησί που με πλήττει σαν αερόλιθος άλλου κόσμου.
—Γινόσαστε μελαγχολική, Μαργαρίτα. Μα είναι τόσο ωραία·
ο ήλιος, η θάλασσα· ένα παντοτινό καλοκαίρι…
—Ά! τούτη η θέα
που όλο ρωτά κι όλο ρωτά. Προσέχετε κάποτε τον καθρέφτη
πώς κάνει εντάφιο το πρόσωπό μας; Και τον ήλιο τον κλέφτη
πώς παίρνει τα φτιασίδια μας κάθε πρωί; Θα προτιμούσα
τη ζεστασιά τού ήλιου χωρίς τον ήλιο· θ’ αποζητούσα
μια θάλασσα που δεν απογυμνώνει· ένα μαβί χωρίς φωνή,
χωρίς αυτή την ανάγωγη ανάκριση την καθημερινή.
Θα με ξεκούραζε το σιωπηλό χάδι της ομίχλης στα
κρόσσια τού ονείρου·
αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου,
η καλύτερη φράση πού άκουσα γι’ αυτό τον τόπο.
Ήσυχα, Ρέξ!
—Ευχαριστώ, μην κάνετε τον κόπο,
ξέρω το δρόμο. Θα ήθελα να προλάβω ν’ αγοράσω πανί,
σαράντα πήχες δίμιτο, για τον περιβολάρη μας τον Παναγή·
απίστευτο! τόσο, λέει, του χρειάζεται για μια βράκα…
Καθώς μιλούσατε θυμόμουν ένα Σάββατο, τον Μπιλ, στη βάρκα
στον Τάμεση… Κοίταζα το φουλάρι του όλο το δείλι.
Σφύριζε καθώς έλαμνε, «Πες της το με το γιουκαλίλι».
Τί να ’γίνε άραγε;…
—Σκοτώθηκε στην Κρήτη.
—Όμορφος, πολύ όμορφος… Θα σας περιμένω την Τρίτη…
Ήσυχα πού κυλούσε ό Τάμεσης μέσα στους ίσκιους…
Καλόν ύπνο.
—Κρίμα πού δεν μπορέσατε να μείνετε για το δείπνο.
 

ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΙΔΩΝΑ
 Η τάχα Κούρον
Κυπρίδος εύκόλποιο και Ερμάωνος ενίψεις.
ΧΡΙΣΤΟΔΩΡΟΥ ΕΚΦΡΑΣ1Σ
 Ο νέος πραματευτής ήρθε από τη Σιδώνα
χωρίς να φοβηθεί το θυμωμένο Ποσειδώνα.

Κοράκου χρώμα τα τσουλούφια του, ο χιτώνας του πορφύρα
και τον κρατάει στον ώμο του μια χρυσή πόρπη· μύρα

ανασαίνει και ψιμύθια κάθε πτυχή του σώματός του.
Μπήκε στην Κύπρο άπ’ τη θαλασσινή πόρτα της Αμμοχώστου
και τώρα χαίρεται μες στα στενά της Λευκωσίας τη λιακάδα.
Μια τουρκοπούλα στην αυλή, και σείστηκε η περιπλοκάδα
που κορφολόγαε με τα σιντεφένια δάχτυλά της.
Εκείνος διάβηκε του ήλιου τον ποταμό σαν ένας θείος περάτης,
σαν όνειρο ψιθυριστά τραγουδώντας: «Ρόδα στο μαντίλι».
Λες γύρευαν του Δία τα πέδιλα τα βυσσινιά του χείλη.
Έτσι προχώρεσε και κάθισε πλάι σ’ ένα γοτθικό παραστάτη
όπου του Μάρκου το λιοντάρι κάρφωνε μ’ αλαφιασμένο μάτι
έναν κοιμάμενο βοσκό που μύριζε τραγί κι ιδρώτα.
Ακούμπησε, έβγαλε από τον κόρφο του και κοίταξε μια τερακότα·
ένα γυμνό πού γλιστρούσε αβέβαιο στη σαλμακίδα κοίτη
ανάμεσα στον κοίλο Έρμη και την κυρτή Αφροδίτη.

 ΡΕΙΣ ΜΟΥΛΕΣ
Γράμμα στον Μάστρο
Και εκαβαλλίκεψεν η ρήγαινα απάνω της θαυμαστής μούλας
του ανδρός της του με Πιέρ, ονόματι Μαργαρίτα, και έκατσε
απάνω της θαυμαστής μούλας γυναικεία, και επαράγγειλεν
του σκουτιέρη της, ονόματι Πουτζουρέλλο, να κρατεί μετά του
τα φτερνιστήρια της, και άντα του νέψει, να γυρίσει το πόδιν
της να κάτσει ανθρωπινά…
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ


Στη Δαμασκό μια νύχτα αγρύπνιας
μου φάνηκε το πέρασμα της Ουμ Χαράμ
της βαθυσέβαστης γενιάς του Προφήτη.
Άκουγα πέταλα σαν αργυρά δηνάρια
κι εκείνη λες και διάβαινε λόφους αλάτι
κατά τη Λάρνακα, στη μούλα της καβάλα.
Περίμενα μέσα σε δροσερά κλωνάρια
δαγκώνοντας τον καρπό της μυρτιάς·
τα μάτια μου τ’ αγκύλωνε μια ασπράδα
ίσως τ’ αλάτι ίσως το φάσμα της. Και τότε
στους θάμνους ένας ψίθυρος:
«Έδώ ήταν
που γλίστρησε το ζο μου. Τούτη η πέτρα
μου τσάκισε το διάφωτον αυχένα
κι έδωσα την ψυχή μου νικηφόρα.
Άπ’ τη βουλή του θεού ήμουν γεμάτη·
μια μούλα δε σηκώνει τέτοιο βάρος·
μην το ξεχνάς και μην την αδικήσεις».

Είπε κι εχάθη. Ωστόσο ακόμη τώρα
η μούλα της ολοένα βόσκει στο μυαλό μου,
καθώς και η άλλη όπου σταμάτησε η καρδιά της
όταν την ξεφόρτωσαν άπ’ τα δυο κιβούρια,
τους δυο αδελφούς τους αδικοσφαγμένους
άπ’ τον τζελάτη εκεί στον Κουτσοβέντη.

Μα η πιο τρανή, πως να την πω; Στον τόπο
που όσοι έζησαν πιο χαμηλά από τα καστέλια
λησμονήθηκαν σαν το χώμα του άλλου χρόνου,
αυτή αρμενίζει ακόμη στα φτερά της φήμης·
το ξακουσμένο ζωντανό της ρήγαινας Λινόρας.
Στην κοιλιά της τα χρυσά φτερνιστήρια,
στη σέλα της τ’ αξεδίψαστα λαγόνια,
στο γλάκι της τραντά τα στήθια εκείνα
γεμάτα σαν τα ρόδια φονικό.
Κι όταν Ναπολιτάνοι Γενοβέζοι καί Λομπάρδοι
φέραν άπάνω στο βασιλικό τραπέζι
σ’ ένα ασημένιο δίσκο, ματωμένο
του σκοτωμένου ρήγα το πουκάμισο
και ξέκαμαν τον ελεεινόν ’Ιωάννη ·
λογιάζω πώς χιχίνισε τη νύχτα εκείνη,
έξω από την απάθεια της φυλής της,
καθώς ουρλιάζει το σκυλί,
διπλοεντέλινη, χρυσοκάπουλη, στο στάβλο,
η μούλα Μαργαρίτα.



ΠΕΝΘΕΥΣ
Ο ύπνος τον γέμιζε όνειρα καρπών και φύλλων·
ο ξύπνος δεν τον άφηνε να κόψει ούτε ένα μούρο.
Κι οι δυο μαζί μοιράσανε τα μέλη του στις Βάκχες.



ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙΛΑ—


…τώ δε βασιλεί Ίσαακίφ κατακλείει εν καστελλίω καλουμένω
Μαρκάππω. Κατά δε του όμοιου αυτώ Σαλαχαντίνου
ανύσας μηδέν ο αλιτήριος, ήνυσε τούτο και μόνον, διαπράσας
την χώραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λίτρων διακοσίων. Διό
και πολύς ο όλο λυγμός, και αφόρητος ο καπνός, ως προείρηται,
ο ελθών εκ του βορρά…

ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑΝ ΚΥΠΡΟΝ ΣΚΑΙΩΝ
Υπέρογκες αρχιτεκτονικές· Λαρίων Φαμαγκούστα Μπουφαβέντο·
σχεδόν σκηνικά.
Ήμασταν συνηθισμένοι να το στοχαζόμαστε αλλιώς το
«’Ιησούς Χριστός Νικά»

που είδαμε κάποτε στα τείχη της Βασιλεύουσας, τα φαγωμένα από γυφτοτσάντιρα και στεγνά χορτάρια,
με τους μεγάλους πύργους κατάχαμα σαν ενός δυνατού
που έχασε, τα ριγμένα ζάρια.

Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού
και για την ψυχή τού ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού,
που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πέλαγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης.

Ας παίζουν τώρα μελοδράματα στα σκηνικά των σταυροφόρων Λουζινιά
κι ας φλομώνουνε με τον καπνό πού μάς κουβάλησαν από το βοριά.

Ας’ τους να τρώγουνται και ν’ ανεμοδέρνουνται ωσάν το
κάτεργο που δένει μούδες·
Καλώς μάς ήρθατε στην Κύπρο, αρχόντοι. Τράγοι και
μαϊμούδες!

Έγκλείστρα, 21 Νοεμ. ’53




ΜΝΗΜΗ, Β’
ΕΦΕΣΟΣ
Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο
που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα·
απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος
ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια:
«Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σον το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά τού αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.
Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πως αλλάζει
το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας πού γυμνώθηκε. Το ξέρει
οποίος αγάπησε· στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται· μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο».
Είπε, και πήρε το μεγάλο δρόμο
που πάει στ’ αλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα
πέρα στα βούρλα. Το λυκόφως
θα ’λεγες για το θάνατο ενός ζώου,
τόσο γυμνό.
Θυμάμαι ακόμη·
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
κι εγώ τον ρώτησα: «Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;»
Και μ’ αποκρίθηκε: «Μπορεί, την ώρα του θανάτου».
Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:
«’Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!»
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας
κι αχάρακτη στο γυαλί του γαλάζιου.



ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΣ


…Σαλαμίνα τε
τας νυν ματρόπολις τώνδ’
αιτία στεναγμών.
ΠΕΡΣΑΙ


Κάποτε ο ήλιος του μεσημεριού, κάποτε φούχτες ή ψιλή βροχή
και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα παλιά πιθάρια.
Ασήμαντες οι κολόνες• μονάχα ο Άγιος Επιφάνιος
δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τη δύναμη της πολύχρυσης αυτοκρατορίας.

Τα νέα κορμιά περάσαν απ’ εδώ, τα ερωτεμένα•
παλμοί στους κόλπους, ρόδινα κοχύλια και τα σφυρά
τρέχοντας άφοβα πάνω στο νερό
κι αγκάλες ανοιχτές για το ζευγάρωμα του πόθου.
Κύριος επί υδάτων πολλών,
πάνω σ’ αυτό το πέρασμα.

Τότες άκουσα βήματα στα χαλίκια.
Δεν είδα πρόσωπα• σα γύρισα είχαν φύγει.
Όμως βαριά η φωνή σαν το περπάτημα καματερού,
έμεινε εκεί στις φλέβες τ ουρανού στο κύλισμα της θάλασσας
μέσα στα βότσαλα πάλι και πάλι:

«Ή γης δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι
να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.
Δεν αργεί να καρπίσει τ αστάχυ
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
νήσος τις έστι…».

Φίλοι του άλλου πολέμου,
σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά
σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα—
Εκείνοι που ‘έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι πού
έπεσαν χρόνια μετά τη μάχη•
εκείνοι που είδαν την αυγή μες απ’ την πάχνη του θανάτου
ή, μες στην άγρια μοναξιά κάτω από τ άστρα,
νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα
τα μάτια της ολόκληρης καταστροφής
κι ακόμη εκείνοι που προσεύχουνταν
όταν το φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια:
«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο το φονικό•
την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπης•
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…».

—Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα χαλίκια•
δε φελά να μιλάμε•
τη γνώμη των δυνατών ποιος θα μπορέσει να τη γυρίσει;
ποιος θα μπορέσει ν’ ακουστεί;
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά
των άλλων.

—Ναι• όμως ο μαντατοφόρος τρέχει
κι όσο μακρύς κι αν είναι ό δρόμος του, θα φέρει
σ’ αυτούς πού γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο
το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.

Φωνή Κυρίου επί των υδάτων.
Νήσος τις έστι.

Σαλαμίνα, Κύπρος, Νοέμβρης ’53


ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ, ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Γέρασε ανάμεσα στη φωτιά της Τροίας
και στα λατομεία της Σικελίας.

Του άρεσαν οι σπηλιές στην αμμουδιά κι οι ζωγραφιές της θάλασσας.
Είδε τις φλέβες των ανθρώπων
σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια-
προσπάθησε να το τρυπήσει.
Ήταν στρυφνός, οι φίλοι του ήταν λίγοι·
ήρθε ό καιρός και τον σπαράξαν τα σκυλιά.

ΕΓΚΩΜΗ
Ήταν πλατύς ο κάμπος και στρωτός· από μακριά φαινόνταν
το γύρισμα χεριών που σκάβαν.
Στον ουρανό τα σύννεφα πολλές καμπύλες, κάπου-κάπου
μια σάλπιγγα χρυσή και ρόδινη· το δείλι.
Στο λιγοστό χορτάρι και στ’ αγκάθια τριγυρίζαν
ψιλές αποβροχάρισσες ανάσες· θά ‘χε βρέξει
πέρα στις άκρες τα βουνά που έπαιρναν χρώμα.

Κι εγώ προχώρεσα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν,
γυναίκες κι άντρες με τ’ αξίνια σε χαντάκια.
Ήταν μια πολιτεία παλιά· τειχιά δρόμοι και σπίτια
ξεχώριζαν σαν πετρωμένοι μυώνες κυκλώπων,
η ανατομία μιας ξοδεμένης δύναμης κάτω απ’ το μάτι
του αρχαιολόγου του ναρκοδότη ή του χειρούργου.
Φαντάσματα και υφάσματα, χλιδή και χείλια, χωνεμένα
και τα παραπετάσματα του πόνου διάπλατα ανοιχτά
αφήνοντας να φαίνεται γυμνός κι αδιάφορος ο τάφος.
Κι ανάβλεψα προς τους ανθρώπους που δουλεύαν
τους τεντωμένους ώμους και τα μπράτσα που χτυπούσαν
μ’ ένα ρυθμό βαρύ και γρήγορο τούτη τη νέκρα
σα να περνούσε στα χαλάσματα ο τροχός της μοίρας.
Άξαφνα περπατούσα και δεν περπατούσα
κοίταζα τα πετούμενα πουλιά, κι ήταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τον αιθέρα τ’ ουρανού, κι ήτανε θαμπωμένος
κοίταζα τα κορμιά που πολεμούσαν, κι είχαν μείνει
κι’ ανάμεσό τους ένα πρόσωπο το φως ν’ ανηφορίζει.
Tα μαλλιά μαύρα χύνουνταν στην τραχηλιά, τα φρύδια
είχανε το φτερούγισμα της χελιδόνας, τα ρουθούνια
καμαρωτά πάνω απ’ τα χείλια, και το σώμα
έβγαινε από το χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
με τ’ άγουρα βυζιά της οδηγήτρας,
χορός ακίνητος.
Kι εγώ χαμήλωσα τα μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, και ζύμη δεν αγγίζαν
γυναίκες γνέθανε, τ’ αδράχτια δε γυρίζαν
αρνιά ποτίζουνταν, κι η γλώσσα τους στεκόταν
πάνω από πράσινα νερά που έμοιαζαν κοιμισμένα
κι ο ζευγάς έμενε μ’ ανάερη τη βουκέντρα.
Kαι ξανακοίταξα το σώμα εκείνο ν’ ανεβαίνει·
είχανε μαζευτεί πολλοί, μερμήγκια,
και τη χτυπούσαν με κοντάρια και δεν τη λαβώναν.
Τώρα η κοιλιά της έλαμπε σαν το φεγγάρι
και πίστευα πως ο ουρανός ήταν η μήτρα
που την εγέννησε και την ξανάπαιρνε, μάνα και βρέφος.
Τα πόδια της μείναν ακόμη μαρμαρένια
και χάθηκαν· μια ανάληψη.
O κόσμος
ξαναγινόταν όπως ήταν, ο δικός μας
με τον καιρό και με το χώμα.
Αρώματα από σκίνο
πήραν να ξεκινήσουν στις παλιές πλαγιές της μνήμης
κόρφοι μέσα στα φύλλα, χείλια υγρά·
κι’ όλα στεγνώσαν μονομιάς στην πλατωσιά του κάμπου
στης πέτρας την απόγνωση στη δύναμη τη φαγωμένη
στον άδειο τόπο με το λιγοστό χορτάρι και τ’ αγκάθια
όπου γλιστρούσε ξέγνοιαστο ένα φίδι,
όπου ξοδεύουνε πολύ καιρό για να πεθάνουν.

 ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΑΪ ΝΙΚΟΛΑ
 Τον δ’ άνευ λύρας όμως υμνωδεί
θρήνον Ερινύος
αυτοδίδακτος έσωθεν
θυμός, ου το παν έχων
ελπίδος φίλον θράσος.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ, 990 επ.
 «Φαίνεται ο Κάβο-Γάτα…», μου είπε ο καπετάνιος
δείχνοντας ένα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ’ άδειο ακρογιάλι ανήμερα Χριστούγεννα,
«… και κατά τον Πουνέντε αλάργα το κύμα γέννησε την Αφροδίτη·
λένε τον τόπο Πέτρα του Ρωμιού.
Τρία καρτίνια αριστερά!»
Είχε τα μάτια της Σαλώμης η γάτα που έχασα τον άλλο χρόνο
κι ο Ραμαζάν πώς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ολόκληρες μέσα στο χιόνι της Ανατολής
στον παγωμένον ήλιο
κατάματα μέρες ολόκληρες ο μικρός εφέστιος θεός.
Μη σταθείς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια αριστερά» μουρμούρισε ο τιμονιέρης.
…ίσως ο φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ’ ένα μικρό σπίτι με εικόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω απ’ τα κάδρα.
Χτύπησε η καμπάνα του καραβιού
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ήρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
αλλοτινές ελεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ο καπετάνιος.
«Τούτη η καμπάνα ―μέρα που είναι―
μου θύμισε την άλλη εκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ιστορία ένας καλόγερος
ένας μισότρελος, ένας ονειροπόλος.
»Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Αϊ-Νικόλα το είχαν τότε
Αγιοβασιλείτες καλόγεροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή·
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
Όλη μέρα χτυπιούνταν ώς την ώρα
που σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Απόδειπνα πάλι η καμπάνα
και βγαίναν για τον πόλεμο της νύχτας.
Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή, την άλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα
πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ωσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν αφήσαν στον αφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» αντιλάλησε αδιάφορος ο τιμονιέρης.
                             Τετάρτη, 5 Φεβρουαρίου 1969
 

ΤΡΙΑ ΚΡΥΦΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ ΑΧΤΙΝΑ

Ε’



Ποιός βουρκωμένος ποταμός μας πήρε;

Μείναμε στο βυθό.

Τρέχει το ρέμα πάνω απ’ το κεφάλι μας

λυγίζει τ άναρθρα καλάμια



οι φωνές

κάτω απ’ την καστανιά γίναν χαλίκια

και τα πετάνε τα παιδιά.

ΘEPINO HΛIOΣTAΣI




T’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης

επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.



T’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,

τη δική σου φωνή

όχι εκείνη που σ’ αρέσει•

μουσική σου είναι η ζωή

αυτή που σπατάλησες.

Mπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις

αν καρφωθείς σε τούτο τ’ αδιάφορο πράγμα

που σε ρίχνει πίσω

εκεί που ξεκίνησες.



Tαξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους

άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς

ένιωσες τον πόνο του παλικαριού

και το βογκητό της γυναίκας

την πίκρα του άγουρου παιδιού –

ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο

αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.

Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο•

τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας.



Zωή σου είναι ό,τι έδωσες

τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες

το άσπρο χαρτί.

Θ΄

Mιλούσες για πράγματα που δεν τά ‘βλεπαν

κι αυτοί γελούσαν.



Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό

πάνω νερά•

να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο

στα τυφλά, πεισματάρης

και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα

σαν το πολύροζο λιόδεντρο –

άφησε κι ας γελούν.

Kαι να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος

στη σημερινή πνιγερή μοναξιά

στ’ αφανισμένο τούτο παρόν –

άφησέ τους.



O θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής

υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.


Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελούσε μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.


ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ…

Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού

πάλι με την άνοιξη.

Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες

το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι

δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια

και τους κίτρινους ανθούς.

Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…

Γαλήνη.

– Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;

Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τα’ αυλάκια·

τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου

δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.