Άπαντα Οδυσσέα Ελύτη νο5










ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ
 (1971)

 ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά κατέβαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου
Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κι άφηνε το μπλουζάκι του ξεκούμπωτο
Γυαλί στο φως και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου
έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ' το σπίτι
σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο
Νταγκ λάμψη αέρας νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα Όπως
ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά
Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια κι οι
γυναίκες απ' το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα
πάνω από τα μποστάνια πόσα χρόνια πόσους αιώνες
«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου και το χέρι της το αρθριτικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας
Τέλος Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ' τα πράγματα να τα προφτάσουν
Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια
Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν
είπε να βαρυγκομήσει αλλ' οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγανε στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.
Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ
Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα
που πάω κι είπα για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά να
βρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω.
Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό και
μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες Όμως τιποτα κανείς
Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη
Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα
εκδικηθούνε
Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς κι εγώ περίμενα
Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντισταθεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να πεταρίσει
Άι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!
Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό κάτι σαν
άπιαστα του Παραδείσου σήματα
Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών κι
όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης Ύστερα μου 'ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη
Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.
 ΔΗΛΟΣ
Όπως βουτώντας άνοιγε τα μάτια κάτω απ' το νερό να φέρει
σ' επαφή το δέρμα του μ' εκείνο το λευκό της μνήμης που τον κυνηγούσε (από κάποιο χωρίο του Πλάτωνα)
Ολοΐσια μέσα στην καρδιά του ήλιου με την ίδια κίνηση περνούσε
κι άκουγε να ορθώνει πέτρινο λαιμό και να βρυχιέται ο αθώος του
εαυτός ψηλά πάνω απ' τα κύματα
Κι όσο να βγει στην επιφάνεια πάλι του άφηνε καιρό η δροσιά να
σύρει κάτι από τα σωθικά του ανίατο στα φύκια και τις άλλες ομορφιές απ' τα ύφαλα
Έτσι που να μπορέσει τέλος να γυαλίσει μέσα στο αγαπώ καθώς που
γυάλιζε το φως το θεϊκό μέσα στο κλάμα του νεογέννητου
Και αυτό θρυλούσε η θάλασσα.
ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ
Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα
Με κίνδυνο ν' αγγίξω μια ευτυχία
Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά
Μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα
Έκανε πως δεν έβλεπε
Και το πουλί του κοριτσιού πήρ' ένα ψίχουλο θαλάσσης και αναλήφτη.

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
 Ι
Μετατόπιζε το αγριοπούλι πιτ-πιτ πάνω στους βράχους την αλήθεια
Μες στις γούβες τ' αρμυρό νερό τλιπ-τλιπ όλο τσιμπολογούσε Κάτι κάτι Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει
Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω Πέταξα γένι καλογερικό
που όλο χάιδευα κι έξυνα Κάτι κάτι Κάτι άλλο να βρεθεί
Κάποια φορά το πήρ' απόφαση Τράβηξα έτσι όπως τραβάς μια
βάρκα στη στεριά τον άνθρωπο από μέρος που να βλέπεις μέσα του
-Ε ποιος είναι αυτός;- Ο φονιάς που πέρασε - Κι ο τόσος σαματάς
γιατί;-Το γεράκι το γεράκι φτάνει έφτασε - Καλά και ποιος ορίζει εδώ; - Ούτις Ούτις - Δεν άκουσα ποιος λέει;
Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα λόγια Τι να πεις πια Τέτοια η αλήθεια.
 II
Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια
φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος
Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν
απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα ταξιδεύανε όλο καπνούς δίχως να προχωράνε Και παντού στις βρύσες και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέβαινε πριχού σπάσει σε δρόσο
Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα το κορίτσι μου σαν όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημών
Μ' ένα τίποτα έζησα.
 III
Μ' ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ' ενός
περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου φχιά
φχιού φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες
φούχτες τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας
Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο
σχήμα του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι
αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ' τη γλώσσα
-Ε καβάκια μαύρα φώναζα κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από
μένα;-Θόη θόη θμος - Ε; Τι; - Αρίηω ηθύμως θμος - Δεν άκουσα τι πράγμα; - Θμος θμος άδυσος
Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα' να μ' έλεγαν τρελό πως από 'να τίποτα γίνεται ο Παράδεισος.
ΔΙΕΞ ΤΟ ΜΥΡΤΟΝ
Έτσι για κάτι ελάχιστο που μήτε το έλαβα ποτέ
Μια λάμψη έστω
Κυριολεχτικά πουλήθηκα
«Διέξ το μύρτον» που θα 'λεγε κι ο Αρχίλοχος
Μυστικά τα κλοπιμαία του χρόνου
Να περάσω πάσχισα
Στις διχάλες ενός κοριτσιού το ακήρυχτο ακόμη καλοκαίρι
Το μύδι ενός φιλιού στα χείλη του Ιουλίου
Εορτάζοντας μιας ναυμαχίας
Την επέτειο στον πρωραίο ιστό
Τα κόκκινα του μαύρου με τον γαλάζιο ατμό
Για να 'ναι η στιγμή όπου ο Θεός μου απίστησε
Ο ήλιος όπου εκτίω ειρκτή μεσοούρανα
Συρμένες έξω
Οι βάρκες των σπιτιών
Και πέρα να διαβαίνει το κανηφόρο πέλαγος.
ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ
Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό είχα κάνει Ναό που
καθόμουν να τον φυλάγω
Πλάκωνε το μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μες στη ρώγα του
μαύρου χτυπούσε σταφυλιού να σπάσει
Κάτι θα 'πρεπε να γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανένας με το σώμα σαν ονείρωξη
«Αργά στη μεγάλη απ' την αντήχηση αίθουσα σίμωσε το κλουβί
ο γενειοφόρος κι άνοιξε το καγκελάκι Τόσος μόχθος αιώνων για
μια κίνηση μικρή σαν του κλειδούχου που όλοι την εύχονταν αλλά
κανείς δεν την αποτολμούσε
Σάλεψαν τα παραπετάσματα και ο ήχος του πουλιού πριν απ' το είδωλό του ακόμη έφτανε ψαύοντας την οροφή
Έφεγγε γύρω στα γλυπτά και πάνω από το περιστύλιο ακινητούσε
μια στιγμή σαν ίλιγγος που χτυπιόντουσαν τα δέντρα στο βορινό
παράθυρο κι έβλεπες να μετατοπίζεται το σέλας ώσπου
Να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα μαλλιά και το
χρυσό συρμάτινο γιλέκο ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες
με τα πόδια μισάνοιχτα
Που αυτό μες στη συνείδησή μου πήρε το νόημα λουλουδιού όταν
του ανοίγει ο κίνδυνος την πρώτη τρυφεράδα Και κατόπιν ακριβώς όπως
Μέσα στην Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα τέσσερα αλόγα:
το μαύρο το ασημί το ένοχο και τ' ονειροπαρμένο δίχως σέλα
ή αναβάτη θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε
Και πως τα πλήθη πίσω τους που οδεύουν πανστρατιά παν να καταποθούν από τη γέννα του Παραδείσου καθώς ήτανε γραμμένο
Αντικρύ της ο άντρας άνοιξε το ρούχο και τ' ωραίο του ζώο κινήθηκε μπροστά για μια ζωή στη χώρα των δασών και των ήλιων.»
Μύρισα μέσα στον αέρα το σώμα της συκιάς όπως μου ερχόταν
φρέσκο ακόμη απ' τις μπογιές της θάλασσας
Που κουνήθηκα πάνω του εωσότου ξύπνησα γλυκά και το γάλα
του ένιωσα να μου κολλάει ανάμεσα στα πόδια
Με μανία συνέχιζα να γράφω «Περί Πολιτείας» μες στην άκρα κατάνυξη του απέραντου γλαυκού
Και στα διάφανα μεγάλα φύλλα Μια στιγμή φάνηκαν τα νησιά
και ακόμα πιο ψηλά μες στον αιθέρα οι τρόποι όλοι που 'χανε να
πετάνε τα πουλιά σκαλί σκαλί ως το άπειρο.
 ΧΩΡΙΣ ΠΑΣΜΑΚΙ
Ποιος νικούσε στο πρόσωπο που για να δεις μισόκλεινες τα μάτια
Τέτοιο ανέβα θεϊκό από μίλια κοράλλια
Στα τρεμάμενα τα σκουλαρίκια κομματάκια θάλασσας
Η Κιλικία η μακρινή μελαχρινή χωρίς γιασμάκι
Και το χρυσαφένιο φτυάρι που άδειαζε μες στους ουρανούς την άμμο
Μια Δευτέρα πρωινή και χτύπησε τ' όστρακο
Είδαμε να τινάζονται βέργες ήλιου και η Πεντάτευχος
Επάνω στα νερά μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα
Είναι αυτός που νικούσε και σε μάγουλο εννύχευε την ώρα που
Από τ' αρτεσιανά των υακίνθων μόσχος
Ολονύχτιος έφτανε και τη φρέσκια ζέστη με κουβάδες
Περιχυόταν η ομορφιά γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι.
ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ
Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω
ιστορημένη σε άλογο κόκκινο άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ
μέσα στον άλλο κόσμο:
-Ε που πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω
- Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που βαφτισμένον σ' έχω
-Έφτασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα
- Είναι ο αέρας περαστός εκεί και μένουν οι κακοί από πέρα
- Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται
- Πως μίκρυνε θα πω η αυλή και το παιδί που σ' έκοψε κοιμάται
- Μαστόροι εσείς και παραγιοί φέρτε μου έναν κουβά με ασβέστη
- Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω Γεια κι αληθώς Ανέστη.
 ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα 'θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν' ακούσεις
Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ' το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ
Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα
γραφή και ανάγνωση
Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές
όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο
Να κοιτάζω Και μπροστά πάλι το ίδιο:
Το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το
πλάι επάνω στον ασβέστη
Να γεμίζει κρασί της Παναγίας το μισό το σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή
Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μες στον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους.
Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια
του θωρούσες μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά μια ν' ανεβαίνουνε ως τα ύψη πάλι
Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ' ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους
ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά
κι αριστερά ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι ποιος να μαζέψει
βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας μπατάρει
Έτσι κι αλλιώς στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε
Π ρ ό σ ω
Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε
η πίκρα κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ
Πρόσω ήρεμα
Έπρησεν δ' άνεμος μέσον ιστίον αμφί δε κύμα στείρη πορφύρεον
μεγάλ' ίαχε νηός ιούσης
Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη άλλοτε ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό
Κι όπως έχουν να λένε δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες μικρά λευκά παιδιά μηδαμινά στο ζύγι έπεφταν συνεχώς σαν απαλές νιφάδες και με το πρώτο που άγγιζαν έλιωναν κι έμενε η δροσιά
Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ' τους δρόμους τους γνωστούς όπου
δεν ήταν εύκολο να πιάσεις και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν
σαν πυγολαμπίδες
Δόξα να 'χει ο Θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι
και κρασί και παίρναμε σ' αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ' αυτά
που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα μπουκαλάκια με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες
Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη που
την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω μόνο αυτή
μου παραστέκει
Όλο δεξιά
Στο σημείο το ίδιο σαν σταματημένοι που οι στεριές αργούσαν να φανούν
«Νόμισες εσύ σταμάτησες άλλ' οι άλλοι που μάκρυναν αυτοί σε
ακινητούν» έλεγε διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας
Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα
Μ' άλλα λόγια που άρπαζε από το καλάθι των σοφών ο αέρας ή
απ' της γύφτισσας το στόμα (είχε κάνει χρόνους όρνεο και κατέβαζε
γνώση απ' τα βουνά)
Πολλά δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο παραδείγματος χάριν «Το νερό που 'σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου» ή «τίποτα να μην έχω εγώ μονάχα εσένα»
Κι ό,τι άρχιζα να σκέφτομαι μου το συνέχιζε ο αέρας και πολλές
φορές μου το 'παιρναν τα ιστιοφόρα με σωρούς καρπούζια και άλλα οπωρικά
Στο επάνω καμαράκι με τον στρογγυλό φεγγίτη
Ολοένα η γύφτισσα έψαχνε μες στο φλιτζάνι του καφέ κι ολοένα σκυφτοί πάνω από χάρτες παλαιούς κι εξάντες συζητούσανε οι εφτά σοφοί του κόσμου: ο Θαλής ο Μιλήσιος ο Ιμπν Αλ Μανσούρ ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ο Παράκελσος ο Χάρντενμπεργκ ο Γιώργης ο ψαράς κι ο Αντρέας Μπρετόν
Γραμμή
Και να μάθεις υπάρχουνε χιλιάδες τρόποι αλλά να μπεις έτσι
στα μέλλοντα θέλει ευπιστία
Θέλει να 'χεις γνωρίσει τη Μαρία τη μεγάλη και τη Μαρία τη μικρή
που το ρόδι το βάζουν στο κρεβάτι κι είναι Μάιος πάντα ως το πρωί
Κάπου εκεί πρέπει να 'τανε κι η δική μου Εγγύς Ανατολή επειδή
Και το Ρόδο του Ισπαχάν και τη Φαριζάντ τη φημισμένη που 'χε
από το 'να μέρος τα χρυσά μαλλιά και απ' τ' άλλο τ' ασημένια μες
στην κλειδαρότρυπα τις είχα
Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε μια δω μια κει
κι εγώ το ισορροπούσα
Με λαχτάρα να δω πως το πόδι μεγαλώνει κει που πάει να χωρίσει
απ' τ' άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο
αχινός μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα
Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και νεράκι μέντας μου έτρεχε στον
ουρανίσκο άντρας ε μεθαύριο κάποια γνώμη θα 'χα κι εγώ
Κράτει
Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο
σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο:
Η άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι
Πόντισον
Έσκυβα ν' ακούσω μέσα μου
Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε που
δεν ήξεραν τα φούλια κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σαν να είχα αγαπηθεί
Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα που σ' έπιανε από τα
ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική του ψίλυθρου τα χνότα και το κάτουρο του δέντρου άξαφνα η άλλη όψη
Ριπιδωτός ιωδόκοσμος Κόρες Κυρές η βιόλα η βιενλαβιέλα τα
σπαθιά του Οσμάν και το τρίκλινο του Νικηφόρου
Που και μόνον το παγόνι του έπιανε μια τετραωρία επάνω στα
νερά με τη σούρα εδώ κι εκεί της νεροφίδας
Ή που εάν οσμίζονταν βροχή σε τριών και τεσσάρων ημερών
απόσταση καραδοκούσε ώσπου ο ήχος έπεφτε και τα κουκάκια
Μπλε και ροζ μυριάδες τρόμαζαν κι έτρεμαν
Αλλ' ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή και τότε όλο το
σύδεντρο αγκυροβολούσε.
ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ
Του βότσαλου που εκρούστηκε η μπαρούτη μου ξανάφερε το Λιγονέρι και μιαν ακρογιαλιά
Όπου ως φαίνεται είχα πρωτοϊδεί Γυναίκα και τι πάει να πει τα
μεσάνυχτα φωτιστικά ροδόδεντρα να βλέπεις ύστερα κατάλαβα
Που τη βρήκα να είναι περιστέρι
Που τη βρήκα να είναι ο Ύπνος με τσαμπιά σταγόνων μες στην αγκαλιά
Που τη βρήκα σ' ένα ταρατσάκι να την ξηλώνει ο δυνατός αέρας
Ώσπου τέλος δεν έμεινε παρά ένας ώμος και το μέρος το δεξί από τα μαλλιά
Πάνω από τα χαλάσματα και ο πρώτος Έσπερος.
ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ
 Ι
Ζούσε ακόμη μ' ένα λαχούρι σκοτεινό στους ώμους η μητέρα μου
όταν πρώτη φορά μου πέρασε απ' το νου να βρω ένα τέλος μες στην ευτυχία
Με τραβούσε ο θάνατος όπως η λάμψη η δυνατή όπου δε βλέπεις
τίποτε άλλο Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο
Κάποτε ο γάτος που μου ανέβαινε στον ώμο στύλωνε πέρα τα
χρυσά του μάτια κι ήταν τότε που ένιωθα μιαν αντιφεγγιά να μου
'ρχεται απ' αντίκρυ σαν αγιάτρευτη όπως λένε νοσταλγία
Κι άλλες πάλι φορές που ακούγονταν από την κάτω σάλα το μάθημα του πιάνου με το μέτωπο στο τζάμι κοίταζα μακριά πάνω απ' τους σωρούς τα ξύλα μια ψιχάλα κάτασπρα πουλιά να σπάει στο μόλο και να γίνεται αχνή
Άγνωστο πως συζούσε μέσα μου ο αδικημένος αλλά ίσως
Να μου 'χε ακούσει σε μια μακρινή πρωτομαγιά ο αέρας το παράπονο επειδή να: μία ή δύο φορές το Τέλειο φάνηκε στα μάτια μου κι υστέρα πάλι τίποτε
Ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά που πάει το πήρε ο ήλιος
μες στα κόκκινα και βασιλεύει.
II
Κατέβαιναν οι άλλοι όταν ανέβαινα κι άκουσα στ' άδεια δωμάτια
το τακούνι μου Έτσι κάπως μες στην εκκλησιά όταν ο Θεός δεν
είναι Ειρηνικά γίνονται και τα χείριστα
Θα ερχόταν κάποιος όμως Ίσως κι η αγάπη αλλά Στις δύο το
μεσημέρι που έσκυβα στο παράθυρό μου να πετύχω κάτι θυμωμένο ή
άτυχο ήταν μόνο το φωτόδεντρο
Εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μες στις βρομούσες και στα παλιοσίδερα όμως Δίχως ποτέ κανείς να το ποτίσει αλλά Παίζοντας με το σάλιο μου να το ξαμώσω από ψηλά περνούσαμε τις μέρες ώσπου
Μονομιάς σπούσε η άνοιξη τους τοίχους μου 'φευγε το περβάζι
απ' τον αγκώνα κι έμενα μπρούμυτα μες στον αέρα να κοιτώ
Τι λογής είναι η αλήθεια όλο φύλλα στρογγυλά κι από το μέρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα πέντε δέκα εκατοντάδες αρπαγμένα εφ' όρου ζωής απ' το άγνωστο
Ακριβώς όπως εμείς Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω ας
πέθαιναν οι άνθρωποι ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού ξανασταλμένος ο απόηχος του πολέμου τίποτε αυτό μια στιγμή σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ' αντέξει
Τέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως όπως ο Ιησούς
Χριστός κι όλοι οι ερωτευμένοι.
III
Ανάθεμα που 'χε πραΰνει όλ' η όξω η θάλασσα (και μέσα βάθαινε το
σπίτι) κι εμένα στο κρεβάτι μου παρατημένος να με αγγίζουν όλων
των λογιώ οι σταυροί
Των λουλουδιών και των ανθρώπων που δούλευαν στο σπίτι απ' τον
καιρό των πρώτων Χριστιανών Της Θεία-Βατάνας που τρεμόσβηνε
όλη νύχτα μες στις άδειες κάμαρες σαν το καντήλι
Και της Θεία-Μελισσινής που 'χε μόλις γυρίσει απ' τη Συντέλεια
κι έλεγες κάτι από το βυσσινί της Παναγίας έσκεπε ακόμη τ' αραιά
της τα μαλλιά
(Λύπη λύπη μου που δε μιλιέσαι αλλά σκάφος βρεμένο στην πανσέληνο είσαι και αστείρευτη παραμυθία μες στον ύπνο μου να ρυμουλκείς μοσχονήσια με αναμμένο το μισό στερέωμα ένας
Αχ ερωτευμένος είμαι και το μόνο που ζητώ αχ μόνο αυτό δεν έχω)
Έπλεαν κομμάτια ξύλα κι ευτυχίες καμένες απ' το πέρασμα του θυμιατού στης κοντινής Ανατολής τους λόφους χρυσοποίκιλτα σεράγια και σοφία χυμένη στο γυαλί
Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.
IV
Τώρα στο μακρινό νησί κανένα σπίτι δεν υπήρχε πια μόνο αν
φυσούσε από νοτιά στη θέση του έβλεπες ένα μοναστήρι που ψηλά το συνέχιζαν τα σύννεφα και από κάτω στα ύφαλα γλουπακώντας τα πρασινωπά νερά του 'γλειφαν τα τοιχία με τις βαριές μεγάλες σιδερόπορτες
Έφερνα γύρους κι έβγαζα φως κοκκινωπό από το να 'χω παιδευτεί
και από το να 'μαι μόνος
Άσκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν κι ούτε που
μου άνοιγε κανείς να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα σε τι μεριές με
μάλωνε η μητέρα μου που πρωτοφύτρωσε και για ποιανού τη χάρη
το φωτόδεντρο εάν υπάρχει ακόμη
Από κάπου ο καπνός περνούσε από το βλέμμα του αγίου Ισίδωρου
ίσως πέμπονταν το μήνυμα ότι
Τα δεινά μας καλώς έχουν και η τάξη δεν πρόκειται ν' ανατραπεί
Αχ που 'σαι τώρα καημένο μου φωτόδεντρο που 'σαι φωτόδεντρο
παραμιλούσα κι έτρεχα τώρα σε θέλω τώρα που έχασα ως και τ' όνομά μου
Που πια κανένας δεν πενθεί τ' αηδόνια κι όλοι γράφουν ποιήματα.
 ΠΑΛΙΝΤΡΟΠΟΝ
Θάρρος: ο ουρανός αυτός είναι
Και τα πουλιά του εμείς
 όσοι αλλού δε μοιάζουμε

Καταποντισμένη μέσα μας
Θάλασσα δημητριακή με γαίες και αχανή βουστάσια
Μόνος απ' όξω απόμεινε ο ηλίανθος
Αλλά ποιος είναι αυτός που περπατάει στον ήλιο
Μαύρος όσο το φως πιο δυνατό;
Θάρρος: ο άνθρωπος αυτός είναι
ο Κύων που λένε άλλ'
ο παραλίγο Αρχαλκυών
Άπλες αμάλαγες του Ιουνίου νομάδες άνεμοι
Χαρακωμένα καστανά χώματα που ανεβήκαμε
Διψασμένοι για λίγη λάμψη όρους Θαβώρ
Αλλά τι να 'ναι αυτό που χαμηλά περνάει κι ανατριχιάζει
Σαν άλλου κόσμου που έφτασε αεράκι;
Θάρρος: ο θάνατος αυτός είναι
Στην παπαρούνα την πλατιά
και στο λιανό λιανό χαμομηλάκι.

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΥΩΧΕΙΡ
Έτσι κι αλλιώς χαμένος για χαμένος εδώ στην άκρη που μ'απώθησαν του κόσμου ετούτου οι συμφορές θέλησα να επιχειρήσω άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά
Κι όπως με το κεφάλι χαμηλά και ανάποδα τα πόδια στον αέρα
πάλευα να βγω απ' το βάρος μου κείνος ο πόθος που με πήγαινε
ψηλά μέσα μου τόσο δυνατά γυρίστηκε που εβρέθηκα λοξά και
πάλι να σαλεύω σ' έναν κήπο ρεούμενο από βότσαλα λευκά και διαύγεια κυανού της μέντας
Μ' ευεξία μεγάλη προχωρούσα σπούσα τις βέργες του νερού να
δω που ανεβοκατέβαιναν μ' αναφτό φαναράκι στην κοιλιά τους η
Μίκα η Ξένια η Μανιώ τ' αστέρια
Κολλούσε το μαστίχι των μαλλιών τους και που-δω που-κει τεντώνονταν μισοπλασμένη ακόμη ν'αποχωριστεί μια πεταλούδα υπέροχη Και πάνω στα σημάδια που άφηνε με την πλατιά πατημασιά του ο πλάτανος ξεχώριζες ακόμη τις γραμμές απ' το αίνιγμα του
πρώτου ανθρώπου
(Νέε που υπόφερες πολλά θυμήσου πως ξεκίνησαν κάποτε οι τριήρεις φορτωμένες λαούς μ' αγριεμένο μάτι Κείνες τις πρωινές αντιφεγγιές επάνω στον χαλκό τους γερόντους που χειρονομούσαν κι έσκουζαν ιαί ιαταταί χτυπώντας ξύλινο ραβδί στις πλάκες
Αλλά τι λουλούδι ανέβαζαν οι τρικυμίες! Και τι φορητά βουνά οι μεγάλες νύχτες της Σελήνης! Τ' άλογο που σ' ανάρπασε στην άκρη των
ακρώ κι υστέρα το κρυμμένο μες στα δέντρα σπίτι λέω θυμήσου
τότε το βάρος της καρδιάς και τ' όμορφο κεφάλι που πήρες να φιλήσεις μέσα στου γιασεμιού τ' ασπράκια
Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ' ακούς; το αχ που
βγάνει ο σκοτωμός το αχ που βγάν' η αγάπη)
Στάζανε πράσινο κουκί τα δέντρα και στα φραγκοστάφυλα έπεφτε
η ανταύγεια χρυσή Πάγοι φρούτων έλιωναν και κατέβαζαν από
ψηλά παράξενο θυμίαμα Με πονούσε τόση ευδαιμονία όμως γύρευα να ξαναζήσω αντίστροφα όλο μου το πεπρωμένο
Κι όπως άφηνα τη σκέψη πίσω μου σαν χελιδονένιο αέρι που
άλλαζε χρώμα στα νερά ψυχρά ή δαχτυλιδένια ή διάφανα με το
μέτωπο καταμπροστά χτύπησα στον πυθμένα Όπου αναπήδησε ήλιος
Πήρε μια ράβδωση ο αιθέρας κι άκουσα να κυλούν κατά τη γης τα
τέσσερα ποτάμια τα ξακουστά με τ' όνομα Φεισών Γεών Τίγρης Ευφράτης
Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ'τα μου πάρ'τα μου όλα κι
άσε μου άσε μου την περηφάνια Να μη δείξω δάκρυ Να σ' αγγίξω μόνο και ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι
Χάθηκε ο κήπος τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά της δόντια σαν αμύγδαλο
Και ορθός πάλι απόμεινα μ' ένα καμένο χέρι εδώ στην άκρη που
μ' απώθησαν οι συμφορές να πολεμώ το Δεν και το Αδύνατον του κόσμου ετούτου.
ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ
Να 'χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω! Να
τσακίσω εκείνο που δε γίνεται! Κορίτσι που από το γυμνό σου
στήθος σαν από σχεδία κάποτε μ' έσωσε ο Θεός
Και ψηλά πάνω απ' τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε μην κι από δική μου
Ακριτομύθια φανερωθείς και οι Τύχες σε βάλουν στο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι αγαπά η ζωή που εμείς άλλου πιστεύουμε πως είναι
Κι από τ' άλλο μέρος της αγάπης από τ' άλλο μέρος του θανάτου
υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρκός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανάψει και ξυπνήσουμε
Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ' ο έρωτας κάθετα και ή κόβονται
στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ Αλλ' αυτό που μένει σαν
Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια και η αράχνη κι έξω στο κατώφλι
Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθανά φαίνονται
όλα και προπάντων τα βουνά της Κρήτης που μικρός τα 'χα στο
χιόνι και τα ξαναβρήκα δροσερά μα τι σημαίνει
Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο ήλιος γέρνει
κι είναι ολόγυρα σου
Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη κατεβαίνουνε
τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει
Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα
καίριο να ειπωθεί.
ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ ΤΟ ΑΣΤΡΟ
Το καρπούζι μου πάγωνε τα δόντια κι έμενε
Η Ελένη μισάνοιχτη όσο διαρκούσε το άστρο
«Αυτό που βλέπεις είναι το βάρος του βουνού
Βγαλμένο στην εσάρπα με τις έξι Χίμαιρες
Αυτός εκεί ο κομήτης Φελσφεβόρ
Χρόνους πολλούς πριν φτάσει και μοιάζει ακόμη του Χριστού
Στο πρόσωπο και στη χαρά που κάνει ο άνεμος πριν σβήσει
Αυτή με τα μαλλιά σαν κέρας είναι ο πυρετός
Που θα γυαλίσει τα παιδιά και ίσως τα πάρει
Και αυτά οι κλωστές στην άμμο της γαλήνης
Θα ιδούμε ακόμη και άλλα
Θα φανεί μια στιγμή ο Ερμής Τρισμέγιστος
Κάτω απ' τους τσίγκους με τη συννεφιά και με το φθόριο
Ή μπορεί ν' ακουστεί και η φυσαρμόνικα
Μαύρη στο μαύρο και που δεν εξηγιέται.»
Και τ' άστρο διαρκούσε όσο η Ελένη κοίταζε
Και το καρπούζι πάγωνε τα δόντια.
ΤΑ ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Βράδυ αράχνης τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία
Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως τότε που βάδιζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στις περιοχές τις άγνωστες του
Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου ο κόσμος
Ουριήλ Γαβριήλ και απόψε τι που ξανάρχομαι και πάω μεταμφιεσμένος σε ευτυχή να ξεγελάσω το δρόμο της Σελήνης!
Έφυγαν βαυκαλισμένες όπως βάρκες Ενετών από βιόλα ντ' αμόρε
οι μέρες μου στα ύπτια φορτωμένες μυτερά καρφιά και άσπρα γαρίφαλα (ω παιδάκια
Με το λίγο σουσάμι ακόμη στο πιγούνι βαρύ χρόνο σηκώσατε και
αντάμα πήγατε στο φούντο αλλ' ευγένεια πήρε το χαμόγελό σας
από του πρασίνου τη μεριά Και από την άλλη πέτρωσε)
Άθελα έτσι όλα πάνε μες στης Αλησμόνης τα νερά κλωνάρια
γιούσουρι και αργά βατίκια στο ταλάντεμα τα λιγνοκάλαμα και η
σέπια του βυθού
Σαν να μόνο τα ονειρεύεται η Σελήνη μα πραγματικά τα βλέπει εκείνη
Και την ώρα που κλαίμε ή τα μάτια κλείνουμε να φανταστούμε τι
γραμμένο ακόμη απομένει κατακέφαλα μας να βρει αναστεναγμός
ακούγεται άλλος κι από κει που πηγάζουνε οι ροδώνες μια δροσιά μυριστική με συνοδεία κιθάρας χύνεται
Ποταμός του Αυγούστου μες στις πεδιάδες Που και που επιπλέουν
σπίτια και συστάδες ανθρώπων που μισούνται κι ερωτεύονται κάτω
απ' τις φιστικιές ανάβουν τα
Πάλαι ποτέ φιλιά ξανά και ξανά στις μύτες των ποδιών ο ίδιος
όρκος και τα ίδια εναντίον της μοίρας λόγια πικρά εωσότου
Φτάσουν όλα στην περίφημη δέκατη τέταρτη ομορφιά και αργότερα
στη γέμιση την πλήρη τέλος απ' το 'να πλάι ξεφτίσουν και φανεί το
γυμνό δέρμα της γης με την άνοιξη έτοιμη να επιτεθεί και τους κέλητες φεύγοντας
Ουριήλ Γαβριήλ εσείς κρατούσατε τα ηνία όταν άκουσα τον καλπασμό και αλήθεια ήταν
Σαν επιφοίτηση να μου ήρθε από ψηλά μια στάλα υδρόγειος που
φωτίστηκε όλη των ονείρων η ερημιά ενώ μέσα στα σκοτεινά φυλλώματα
Ζωή άλλη τρίτη από δυο ιδέες κοντά κοντά βαλμένες να φωνάζει σαν μωρό νεογέννητο άρχισε!
ΤΑ ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
(Παραλλαγή)
Βράδυ αράχνης τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία
Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως τότε που βάδιζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στίς περιοχές τις άγνωστες του
Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου ο κόσμος
Ουριήλ Γαβριήλ και απόψε τι που ξανάρχομαι και πάω μεταμφιεσμένος σε ευτυχή να ξεγελάσω το δρόμο της Σελήνης!
Αλλ' εκείνη ξέρει Και από τον γυναικωνίτη τ' ουρανού χαμογελά
θλιμμένη με μια γλάστρα δίπλα της βασιλικό σαν να θέλει να πει
ότι κάτι ακόμη αληθινό μας απομένει
Ναι η δροσιά και η διαφάνεια ίσως απ' το πέρασμα του Ευαγγελίου Πιθανόν και η περηφάνια η άθραυστη με την τζαμαρία στη
θάλασσα το σπάσιμο κι ο αφρός για τους πολλούς που 'ναι ο κανένας Τόσο δύσκολο μα τόσο
Δύσκολο να ζήσεις Και στον κόσμο της ψυχής ο πόλος μια περιοχή ακατοίκητη Που να μιλήσεις; Τι να πεις;
Αλλού σκίζεται η ζωή και αλλού στάζει το αίμα
Σταθερά τα παμπάλαια πράγματα μες στα τωρινά μας επιβιούν Και
μαλλάκι νεόνυμφο που του κυνηγήθηκε η γητειά παίζει πάντα το
μέρος της θαλάσσης
Ίσα ιιιι σφυριγματιές απ' την αντίπερα όχθη αργά σαν ποταμόπλοια κομμάτια γης αποσπασμένα πλέουν και πάνε τούφες τούφες
τ' αηδόνια μια που ακόμα υπάρχουν όλα
Μες στη δέκατη τέταρτη ομορφιά
Κι εκείνος που του πάρθηκε η φωνή προτού προφτάσει ο άλλος
απ' του ναυαγίου το ξύλο να πιαστεί παραμονές που το κακό θα πέσει μια περιδινούμενη παραφροσύνη
Πάει κι έρχεται μες στο κυκλαμινί του αιθέρος βίαια τ' αναρριχητικά δρασκελάνε τα ύψη ενώ από κήπους από αυλές σαν να μυρίζονται ότι φτάνει μια έκλειψη ολική μαζί τα ζώα φωνάζουν αλλ'
Εμείς ακούμε αυτό που θέλουμε
Και από τον κεραυνό μας απολείπεται λίγη γαλήνη αντίο αντίο
παιδιά και πάλι πάλι τίποτα ένα κύμα τίποτα
Βράδυ αράχνης τι πικρά μα τι μεθυστικά που ζήσαμε κάτω από τη
συνεχή βροχή του Αυγούστου
Ολόσωμοι πάνω στο φως και μαύροι έως θανάτου
Τι τραγούδι μα τι κλάμα με κομμένη ανάσα μην καταλαβαίνοντας
πως γυρίζεται και αδειάζει το άδικο γυρίζεται και αδειάζει ο πόνος
γυρίζεται και αδειάζει από αιώνες η βοή των αρμάτων ώστε πια
Ουριήλ Γαβριήλ αντανάκλαση να 'ναι των ψυχών και κάτοπτρο η
Σελήνη που διπλό τον κόσμο δείχνει
Εδώ με τις ανάστροφες κλαίουσες πάνω στα νερά τα ζάπλουτα σε
λάμψεις διαστήματα όπου αδύνατον χωρίς το στέαρ του ύπνου να
περάσεις
Εκεί με τα σγουρά επιμήκη των αγγέλων πρόσωπα τ' ανέκφραστα
κοιτάζοντας και ψάλλοντας με συνοδεία κιθάρας ουαλαλί ουαλαλί
κάτω από τ' άνθη τα ξερά στο υπέρθυρο ουαλαλί ουαλαλί
Όπως τότε που βάδιζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στις περιοχές
τις άγνωστες του Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά
γύριζε μακριά μου ο κόσμος! 
ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ
Και να πάρεις θέση στη γη σαν την Κυπριανή στη Σίφνο ή στην
Αμοργό τη Χοζοβιώτισσα δύσκολο πολύ
Θέλει χάδι το χώμα και ψιθύρισμα παρόμοιο με του καβαλάρη στο
αυτί του αλόγου Και το ρήγμα μέσα σου
Να μην έχει κιόλας απ' τις πέτρες γίνει αντιληπτό αλλά να περπατάς ξυπόλυτος λίγη χαρά να δώσεις της τσουκνίδας και από το γυμνό κορμί
Των δεκαπέντε χρόνων να γνωρίζεις ποιο το μέρος της αθανασίας
που χάνεται για να το ξαναφέρεις πίσω εάν
Πεις ελληνικά τη λέξη Θεοκτίστη οπόταν και το χέρι σου θ' ακολουθήσει
Κοίτα! Ίδιοι μοιάζουν οι άνεμοι που σκουραίνουν τα βράχια και της
θάλασσας δίνουν όψη προπατορική όμως πιο μοναχική τότε η καρδιά σου
Κάτι άλλο αποζητάει Έσωσε να' ναι από Θεού τα αισθήματα Και ο ήλιος
Σ' ένα του μιας στιγμής σταμάτημα που ο χρόνος ούτε το 'νιωσε
πρόφτασε ιερατική του ασβέστη να προσδώσει αίγλη και ομορφιά
Την των ερωτευμένων που χωρίς να το ξέρουν της θεότητας το
σχήμα έχουνε πάρει Έτσι ένα πρωί
Που δε γύρισε πίσω η αθλιότη από μια σταγόνα καθαρή σώμα λαβαίνουν και ανεβαίνουν τα στρουθιά τσίου-τσίου τα νερά εναντιωμένα παίζουν και το σύννεφο έρχεται φορέας ειρήνης
Από μια σ' άλλη ανθρώπου ανάσα με το νου της η βερβένα τρέχει
και το παραπεταμένο απ' όλους μοσχομπίζελο με το θάρρος της
αγνοίας χτυπά που πια χωρίς προσπάθεια πας ελεύθερος και πάνω από τις Εξουσίες
Τότε ιδρύεται φως Κι ένα χέρι που είναι το δικό σου στο ψημένο
επάνω χώμα και στο γαλάζιο το άγριο να χαράζει αρχίζει σαν ιδεόγραμμα τη μικρή δέσποινα Θεοκτίστη
Να τι πρώτο χρειάζεται Μένουν βέβαια πολλά βουνά μεγάλα διαφανή και αλλά κινούμενα στο αντίθετο του πεπρωμένου ρεύμα που
και μόνον ότι το στοχάστηκες μία κάποια χρυσάχνη στο επάνω
διάζωμα τ' ουρανού διαρκεί
Ώστε λες δίκαιο θα 'χε ο Υπερίων που μιλούσε «γι' άλλες μνήμες
ευγενέστερων καιρών» και προσέθετε «μας υπολείπεται πολλή
και ωραία δουλειά όσο ν' αγρεύσομε το Μεγαλείο».
 ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ
Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο
Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την
αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας
Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο
Σ' ένα πλήθος Εξουσίες ξένες μέσω της δικής σου πάντοτε
Όπως γίνεται για τις συμφορές
Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να
'ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που χάνει
Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια
Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό
Δώρο ασημένιο ποίημα.







ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ  (1991)
                     ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ
Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του ορίζοντα
Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά
                       κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα
Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει
Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ
Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρωτο-
Εισέρχεται στον έρωτα και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει.
Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που οι άλλοι παν
Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά
Τιμαριώτης τ' ουρανού κει πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ
Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας
Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος

Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας
Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που θ' ακούγονται και
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μέσ' από τη μαυρίλα
Θ' αρχίσει ν' αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες
Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια
        γύρω μου άδοντας θα συναχτούν
Τότε που και του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται
Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα
Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες: τόσα
Του βράχου η τύρφη και του άφραχτου ύπνου σου η φρικαλέα ραγισματιά: δυο φορές τόσα

Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ' όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο
Θ' αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε ανεκμυστήρευτα
Σαν μέσ' από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων
κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη
Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη
        κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.

                    ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ
Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια
Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι
Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα
Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους
Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα
Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα
Που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω
Βάσανά μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα λεμονόδεντρα
Τόξα, καμάρες όπου εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Πού ν' άγγιξε άγγελος; Τι να 'μεινε; Ποιος τώρα;
Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη
Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα
Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου
Που μες στη δρόσο του πρωινού
                                                   σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ' αγαπώ ευδιάκριτη επάνω του
Ο τοίχος! Και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη
Άβαφη κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία!
Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω
Ξέροντας που το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε
Θα με κοιτάξει από το κάδρο της η θεία Μελισσινή
Και αν αύριο θα βρέξει
Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ
Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα
Που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή
Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας
Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά
Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια
Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα
Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.

                    «ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ»
Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου
Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι
Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια
Μερικά φτάνουν κι ως την προκυμαία μ' αναμμένα φώτα
Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων
Α τι να 'σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας
Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ
Στο πέρασμα να σου αποσπάσει
Τι βάλσαμο ή τι δηλητήριο χύνεις έτσι που
Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα
Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει
Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα*
Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να 'ναι κι εδώ κι εκεί
Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου
Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι
Η γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακες
Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει
Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας
Έρχεται να στο επιβεβαιώσει. Ποιο; Τι;
Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο θεός δεν μεταβάλλει
Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει
Παρ' όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα.
* Επειδή από τέκνο του Διός εκείνος
Μες στης Άρπυιας τις αρπάγες πάλευε
Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: Scardanelli
                      ΕΛΕΓΕΙΟ ΤΟΥ GRÜNINGEN
                     Μνήμη Friedrich von Hardenberg

Δάση της Ρηνανίας πριν καιρό πολύ σταματημένα μέσα μου
Και ξανά τώρα σαν από κέρας κυνηγετικό ερχόμενα
Οικόσημα και δέντρα γενεαλογικά που δωδεκαετής άθελά μου ανακάλυπτα
Es war der erste einzige Traum
                                               Söfchen μου σένα εννοώ
Σαν να σε βλέπω ακόμη να περιδιαβάζεις κάτω απ' τις δεντροστοιχίες
Ή και καμιά φορά στο φως με προσοχή να υψώνεις
Θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα που φαίνονται οι ραβδώσεις του οπόταν
Όλες ιριδωμένες οι ώρες του έτους αρχινούν με βόμβο
Να στροβιλίζονται γύρω απ' το κεφάλι σου (Τα μάτια μου
Ασταμάτητα προσηλωμένα στο φωτεινό σημείο του κέντρου)
Έτσι που πάλι σήμερα να γίνεται και να 'ναι
Δεκαεννιά Μαρτίου του χίλια επτακόσια ενενήντα επτά

Τόλμημα πρώτο αυτό. Και δεύτερο: να σ' αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της νύχτας

  9: έφιππος φτάνει εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο στήθος σου
10: με χωνάκια λιλά μυριάδες το αναρριχητικό κατακαλύπτει πόρτες και παράθυρα
11: βαρύς, πεσμένος ο ουρανός πιο κάτω κι απ' τις καπνοδόχους
12: γέρνει από το 'να μέρος το κρεβάτι σου
13: κάνει κύμα τρίτο η ειμαρμένη
14: και χωρίς εσένα, υποχθόνια η άνοιξη προωθεί τα καρποφόρα της
15: πως κυνηγιούνται τα νερά κάτω από τα χορτάρια!
16: άκου, άκου ομορφιά! Δες, δες ακόμα κάτι!
17: μέσ' από της ψυχής σου τη σχισιματιά ωραιότερος δείχνει τώρα ο τάφος
18: όπου να 'ναι φτάνει ο πιο μαύρος δυνατός αέρας των μαλλιών της Ίσιδας
19: τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δύο ανθρώπους μόνον

Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη
Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι
Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς αστερισμούς συνθέτει
Νύχτα-μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά τι σολ ιώδη ανεβαίνουν
Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το ευλαβούνται
Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης
Ομολογούνε. Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό
που οι μάγοι διατείνονται
Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα

Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα:
Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει
Και πως εκείνος την κοιτάζει! Πως, υστέρα που επάλεψε να βγει
Μέσ' από τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο
        ψηλότερα απ' το έδαφος
Καταμεσής Μαΐου αυτά θελήσανε οι θεοί
Κι άλλα που αγνοώ. Αλλ' αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων
Έκτοτε, μέγιστον ήταν το μάθημα. Επειδή
Αφότου δωδεκαετής μόλις σας εγνώρισα για μένα γίνατε
Δάση της Ρηνανίας ποταμοί των κοιλάδων άμαξες ιππείς αυλές
        με κρήνες κι αετώματα

Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου.
  
                    ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΔΕΟΣ
Μισόβγαινε απ' τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές
Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά
Στου μικρού παραθύρου σου -που ακόμη φώταγε- το μαρμαράκι
                                                    Α κει μονάχα να 'ταν
Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα
Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω
Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού τις πλάκες

Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται
Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι
Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί το στέρνο σου

Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες
        την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα
Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη
Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας
Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν
Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας
Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές
Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου
Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!
Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν
Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια

Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω αλλ'
Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινομένη από καιρό ουρανός
Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα
Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου
Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω
Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι
Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου
Σφάδαζα
               μ'αποτελείωνε.

                    LA PÁLLIDA MORTE
Άοσμος κι όμως πιάνεται
Όπως άνθος από τα ρουθούνια
Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα
Με απέραντους διαδρόμους αλλ' επίμονα
Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά
Παραπετάσματα σ' όλο του δωματίου το μάκρος
Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός
Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ' αμαξίδια
Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα
Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ' απ' τον καθρέφτη

Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος
Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει
Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει)
Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά
Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα
Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες
Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή
Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει
Το εκκλησίασμα διαλύεται

                    Ω και αν έχω! Αλλά πως με τι
Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον»
Που ενώ με τις ίριδες και με τ' ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι
Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα
Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ' τ' αρχαία της μυστικά
Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος
                    Η ψυχή μόνον. Αυτή
Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα
Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα
Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο
Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα
Στους αιθέρες ν' ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα
Στα ουράνια κατοικητήρια

Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει
Που ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδιά
Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο
Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ' όλα τα μανουάλια
Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα
Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια
        σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί
Όμως απ' αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει
Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας
Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.
  

                    ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ' ασημένιο πρόσωπο· άγιοι
Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
                    Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από τις πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ' ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε
        ο καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
                                  μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα 'ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο 'να τους πλευρό, τ' άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να 'ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

                     ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΒΡΕΧΕΙ

Τι, παλαιότερο απ' το χρόνο σαν χρυσού κοίτασμα
Μες στην ιλύ του νου σου πιθανόν έλαμψε ώστε
Άσταλτα κι άπιαστα ορατά γίνονται τώρα
Και χωρίς έτος να έχουν χρώματα ή οσμές
Η ζωή σου λες αρχίζει, να:
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Μα γαλάζιο το πιο συγκινητικό, Τετάρτη Πέμπτη
Φτάνει ο ήχος απ' τα ζώα που πίνουν προχωρεμένα μέσα στο χρυσάφι
Κει βάλλει Μυκηναίος Θεός
Μια πυρκαγιά ομορφιάς λευκής ύστερα που οι Ήρωες έφυγαν
Και οι φθόγγοι άτεγκτοι φθάνουν
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Χλώρης της ουρανίας Μέδουσα και Γη
Σαν άτρακτος από άνθη μες στα κύματα
Των μουσικών φωνών η αγάπη τρέμει
Το ένα ή δύο που χάνονται κι άπρακτος μένει ο αέρας
Πριν σε κάμινο ύσγινη ακουσθεί
Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Πλην οι χρησμοί, Τετάρτη Πέμπτη, δρουν με ασήμι της Μαρίας και όστρακα
Τις νύχτες που έχουν το ελεύθερο οι αισθήσεις
Ίδιες νόμοι του σύμπαντος πιστεύεις είναι
Δω ή εκεί το μεγάλο κεφάλι του Ιερέα και υστέρα
Η καμπάνα της σελήνης πάνω απ' τα κιγκλιδώματα
Όμικρον άλφα κι έψιλον απ' τα Παντοτεινά.

                    ΑΣΗΜΟΝ

Έντεκα του Αυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς
Μήτε και σπίτι. Μόνο βοές, βοές και μία
Θάλασσα πεινασμένη που ορμάει να φάει μαράζι απ' τα παλιά ορυχεία σου
Κείνα των κίτρινων καιρών με τον μεγάλο μαύρο σκύλο
Γαβ η αγάπη· γαβ η απάρνηση· γαβ η Μαρία και η
Προσκύνησις των Μάγων γαβ όλα σου τα υπάρχοντα
Γεννηθείς; Εν; Έτος; Θρήσκευμα; Κενό.
                                                       Ενώ
Κάτω από τα σαν παλαιά παλίμψηστα
Κάθετα τείχη όπου δυο-τρεις ακόμη θυρεοί διακρίνονται
Περνάν οι Ούγοι με τις Αουγκουστίνες τους και με τα κυνηγετικά τους
                                  κουδουνάκια ή άλλα χωρικών παιχνίδια
Στον πλαγίαυλο. Και στρατός πολύς ύστερα, μαύρος
Σειρήνες. Το νοσοκομειακό. Και δεξιά στο βάθος ένα
Μέγα πετρελαιοφόρο με δάσος γερανούς
Που πλέει κατά τα δυτικά και απομακρύνεται

Κάπως έτσι κι εμείς. Κι άλλοι επιστρέφουν. Αλλ'
Ούτ' ενός το άηχο σώμα με τ' αγγίγματα όσα
Γνώρισε να συνωθούνται μέσα του δεν φανερώνεται
Μονομιάς να πέσει
                               όπως πέφτει το κακό
                                                                η αλήθεια

Όμως φαίνεται ότι σαν αποσπασμένες
Από κοίλα παλαιών νεκρών ακόμη και όταν
Φως φέρνουν, σκοτεινές είναι οι θεότητες
Και ποτέ κανενός (όπως των ερωτευμένων κάποτε που εγγίζονται τα ματοτσίνορα
Μια στιγμή τους εφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου)
Δεν εδόθηκε κάτι να διακρίνει
Όμορφο κι όλο ερείπια όπως ο πρώτος έρωτας

Α τι να πεις που κι έναν μόνον
Αναστεναγμό ν' ανοίξεις θα σε ρίξει χάμου ο άνεμος

Γαβ η αγάπη· γαβ ο Ιούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του
Γαβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις και οι μακρύτατοι καιροί
Δεν ακούγεται πια τίποτε. Κείνο που 'θελε ο Θεός
Η ψυχή μου, η προς στιγμήν αιώνια, το 'νιωσε
Και ξανά βρήκε το νόημα της υλακής του ο σκύλος

Να 'τες τώρα που σιγά σιγά
Επιστρέφουν οι στεριές. Υπόσταση λαβαίνουν οι άνθρωποι
Στην παλιά του θέση ξαναρχινάει ν' αναβοσβήνει ο φάρος
Και το σπίτι το κόκκινο αργοπορεμένο
Στ' ανοιχτά του κάβου στέκει αρόδο μ' αναμμένα φώτα
Μασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια
Και θολή θωρείς μες στους αιθέρες να
Κατεβαίνει μ' ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες
Η γυναίκα που τη λεν Γαλήνη.

                    Η ΧΑΜΕΝΗ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ

Αλλάζοντας πλευρό μέσα στον ύπνο μου ήχησαν
Άξαφνα μου εφάνηκε, παράφωνες
Καιρών άλλων σάλπιγγες όπως μέσα στα έργα
Κάποτε του κινηματογράφου που καλπάζοντας
Ακολουθούν ιππείς άλλοι με δόρατα
Κι άλλοι κραδαίνοντας τριγωνικά σημαιάκια

                                             Μες στις ακαθαρσίες
Του καλοκαιριού τη λάβρα και τις καβαλίνες
Άγγελοι προ Χριστού
                                        απιθώνανε πουλιά στοές και φοινικόδεντρα
Πάνω στην άμμο· ξέροντας πως αυτά όλα ένα όνειρο είναι
Που θα το δω μια μέρα κουρασμένος και σε άκρα απόγνωση

Όμως δεν είναι πάντα σε όνειρο που όλοι μας γυρεύουμε
Από μια σ' άλλη γενεά κείνο το ήλεκτρο
Που έκανε των ανθρώπων πράους τους δεσμούς
Την άγνωστη φαιά ουσία που ήξερε
Νόμους διαφανείς να διατυπώνει· ώστε ο ένας του άλλου
Τις κοιλάδες τις μέσα του, είτε με νέφη
Καλυμμένες είτε σε ήλιο εκτεθειμένες, ασκεπής ν' ατενίζει
Ναι, κανείς δεν ξέρει. Μια υπόθεση όλα και συγνώμην
Αλλά χρόνους πολλούς μετά που οι άνθρωποι συνοίκησαν
Είμαστε ακόμη στα δεσμά. Λοξές περνάν οι αχτίδες
Από τα ματόκλαδα κι ίριδα πάνω στ' αρμυρό
Το δάκρυ βγάνουν. Από κει το φως των Μάγων0
Κι η πορεία για κει όπου η Προσκύνησις άλλο νόημα
Ν' αποκτήσει γίνεται

Άλλοι ας ψάχνουνε για λείψανα κι ας δοκιμάζουνε
Φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χώματα. Η πραγματικότητα
Ωφελεί εάν έπεται. Όμως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό
Σημαίνει· που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει

Α γυναίκες γλιστερές όπως το ψάρι και ασημένιες εάν
Σας αγαπάν. Έφηβοι με τα ξανθωπά μπουκλάκια που
Δικαιωματικά τον άλλον χαροποιείτε. Δωμάτια σκιερά
Στη θέση όπου υπήρχανε παρθένα δάση
                                         Πέτρες και άλλα υλικά
Η ψυχή γίνεται, ωσάν άλλος Ευπαλίνος, μιαν
Επικράτεια μικρή πέραν του πόνου να εδραιώσει
Μικρή όσο κι η παλαιά Κομμαγηνή. Χαμένη όσο κι εκείνη
Και απλησίαστη

Προηγούνται οι Μονήρεις και μαζί τους, πίσω τους
Αιώνες τώρα για το Μη Εφικτό εξορμούν έθνη φυλές
Μ' αντανάκλαση μετάλλου στο τυραγνισμένο μέτωπο
Που ο ήλιος την τρισμεγεθύνει. Ασταμάτητα τρέχουν
Τρέχουν και κατευθείαν στο θάνατο εισβάλλουν
Οι ανυπεράσπιστοι
Ξέροντας ότι θα χαθούν αλλά ότι κάπου -

Τότε ακούστηκαν ιππείς. Ύστερα σάλπιγγες
Κι όλες μαζί σε μέγα βάθος ήχησαν ήησαν σαν ααν αν αν.

  
                    ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΣΜΕΝΟΥ
                                              (ΕΝΥΠΝΙΟΝ)

Ολοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά
Ολοένα οι αχτές απομακρύνονται
Βουνά μεγάλα με βουνά μικρά στην αγκαλιά τους
Και μια παλάμη λιβαδάκι μια παλάμη θάλασσα

Στερνές πουλιών περιπολίες ελέγχουν τα περάσματα
Φωτεινά φραγκοστάφυλα και σκοτεινές φυκιότρυπες
Όπου μόλις άγγιχτος περνώ
                                             αποβάλλοντας έρματα ένα ένα

Κι είναι τόσο η μουσική αθέατη
Κατασταλαγμένη ευδαιμονία μέσα μου ώστε
Μήτε λύπη καν είτε χαρά να δοκιμάζω δεν υπάρχει αλλ'
Ευλογημένος από τα φιλιά που ακόμη επάνω μου έμειναν
Κι ελαφρύς πιότερο ανεβαίνω
Περιχυμένος κυανό χρυσάφι από τον Fra Angelico

Κι όπως μέσα στα σκοτεινά του αμίλητου νερού
Περνάει μορφή να τη συλλάβουν μόνον
Οι παρθένες που μέλλει ν' αγαπήσουν
Έτσι από μια σ' άλλην εικόνα γης μεταμορφωμένης
Να φανεί γίνεται
Βαθιά μέσα στο πράσινο του αιθέρος
Πως από το πολύ της πίκρας έσωσε να βγάλω ένα χαμόγελο
Κι απ' τον  ιαγουάρο του ήλιου ένα πουλάκι
Που σαν διάκος άγνωστων θαλασσινών τόπων
Λατρείας νυχτόημερα να κελαηδεί

Ολοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά
Πέρ' απ' τα πάθη πέρ' απ' τα λάθη των ανθρώπων
Λίγο ακόμη λίγο ακόμη
Μ' όλους τους ήχους των ερώτων έτοιμους ν' ανακρουστούν
Το ουράνιο αρχιπέλαγος:

Να η Κιμμώνη! Να το Λιγινό!
Το Τριαινάκι! Ο Aντύπνος! Ο Aλογάρης!
Η Ευβλωπούσα! Η Μάισσα!
Θάμβος! Που ακούω μωβ και γίνονται όλα
Ρόδινα με κατάσαρκα του αιθέρος το ύφασμα
Θροώντας
                 κλαίω· που ξανά μου δίνεται
Να πατήσω χώμα υπέροχο καστανό τριγυρισμένο θάλασσα
Όπως των ελαιώνων της μητέρας μου καθώς
Το βράδυ πέφτει και μια μυρωδιά
Χόρτου που καίγεται ανεβαίνει αλλά
Φεύγουν κρώζοντας με λίγη
Στο ράμφος τους στρειδόφλουντζα οι άγριοι γλάροι

Στην κορυφή του λόφου ο Άγιος Συμεών
Λίγο πιο πάνω οι βάρκες των νεφών
Και ακόμη πιο ψηλά ο Αρχάγγελος με το βαθύ του βλέμμα όλο συχώρεση.

                     ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ

Μετρημένο τόπο έχουν οι άνθρωποι
Και στα πουλιά δοσμένος είναι ο ίδιος άλλ'
Απέραντος!
                    Απέραντος ο κήπος όπου μόλις απο-
Χωρισμένος απ' τον (πριν και πάλι μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί)
Θάνατο, έπαιζα και μου έφταναν εύκολα όλα έως την απαλάμη

Ο ιππόκαμπος κείνος! Και της φυσαλίδας τσιουπ το σπάσιμο!
Του βατόμουρου το βαποράκι μες στα βαθιά των φυλλωμάτων
Ρεύματα! Κι ο πρωραίος ιστός όλο σημαίες!

Τι τώρα μου ήρθαν. Αλλά σαν χθες υπήρξα
Κι ύστερα η μακριά μακριά ζωή των αγνώστων η άγνωστη
Έστω. Και μόνο να τα λες ωραία ξοδεύεσαι· όπως του νερού η ροή
Που ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις
Κι από 'να σ' άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς
Ενώ κάτω απ' τα πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή όχι

Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές.
        Θήλεις άγγελοι
Που από ψηλά μου ενεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα
Μιας που κι από το παράθυρο να πέσω, η θάλασσα
Πάλι θα μου κάνει το άλογο
Το πελώριο καρπούζι όπου κάποτε ανίδεος εκατοίκησα
Κι οι μικρές εκείνες παρακόρες, το μαλλί τους λυτό που
Με τη νοημοσύνη ανέμου γνώριζε να ξετυλίγεται πάνω από τις καμινάδες!
Τέτοια του κίτρινου στα μπλε αρμοσιά που αλήθεια να σαστίζεις
Και γραφές πουλιών που ο άνεμος τις μπάζει απ' το παράθυρο
Την ώρα που κοιμάσαι και παρακολουθείς τα μέλλοντα
Ξέρει ο ήλιος. Κατεβαίνει μέσα σου να δει. Επειδή τ' απέξω
Είναι καθρέφτης. Μες στο σώμα η φύση κατοικεί κι από κει
εκδικείται
Όπως σε μιαν αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή
Το δικό σου λουλούδι φυτρώνει
                                                    που το λένε Σκέψη
(Άλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί
Που το κολύμπι μ' έβγαζε απ' ανέκαθεν)

Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί
Και στα παιδιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ'
Απέραντος!
                    Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες
Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας· ώστε
Στις ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς
Κρατώντας το τζιτζίκι που είναι ο Δίας και πάει από 'να
Σ' άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του.

                     ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ

Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Ηλίου του Κρυπτού ώστε
Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Καθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Να μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Κι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. Α
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες που εμφανιστήκατε κατά καιρούς
Μέσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους κήπους
Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
        μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
Η άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάπα ή θήτα ή ταυ
Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Επειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Υπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
πεθαμένους να κατατρομάξεις

Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη ας
Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
        καταρκυθμεύω
Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Ερμήδες
Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης

Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε «ουρανός» δεν είναι· «αγάπη» δεν
        «αιώνιο» δεν. Δεν
Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του σκοτωμού
Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου θηράματα
Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε  -φευ-  νωρίς. Αχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
Η γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει
Το κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μας αποκρύπτει. Ας είναι

Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων
Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Εναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Ονειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Μη γνωρίζοντας πια Ερινύες; Όχι. Να γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η τρίτη
να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ' άλλες. Αλλ'
Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
  
                    ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ

Σσσς... πια τίποτε· τίποτε άσπρο ή λείο πια τίποτε
Μεθυστικό, μελωδικό, τίποτε· κανένα φωτισμένο από το πίσω μέρος
Νέφος ή συντροφιά του ανθρώπου έστω
Κάτι πένθιμο, λιποθυμιστικό, ύστερα που η μέρα των Παθών
Πήρε να γέρνει με το πλάι αργά και να βυθίζεται

Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει
Τόσο δυνατά ο αέρας κι άλλο δεν αντέχω

Σσσς... μέσα στα σκοτεινά κανείς δεν ξέρει· παρεχτός
Καταπάνου στις κροκάλες, άκου, γδούποι απόκοσμοι όπως των
ψαράδων ή
Σωμάτων που εισχωρούν το ένα στο άλλο ενώ τρέμει όλος ψυχή
Ο αιθέρας
                    κι ένα αστέρι αδόκητα βρίσκει το θάρρος με το μέτωπό σου ν'αγγιχτεί
Όλος λάθη φεύγω· φιλιά που επάνω μου έμειναν
Και τι ωραία στο ύψωμα τα κυπαρίσσια

Τι ωραία και πάλι ν' αποχτούν αρχίζουν υπόσταση άλλη
Τα ουράνια γεγονότα. Των άστρων τα διατσέντα, οι λύπες, οι ευωδιές
Κι οι άλλες που απώλεσες παλαιές αισθήσεις επάνω στ' ουρανού την ύλη
Να 'τες τώρα που διαγράφονται: ο λίθος και το μνήμα κι ο στρατιώτης
Οι λευκές των γυναικών καλύπτρες κι η μακρά
Συνοδεία των αδικοχαμένων

Καιροί που πριν πολύ από τους γονιούς μου
Μ' ορφανέψατε κι αποκούμπι αλλού δε βρήκα

Σσσς... μα κανείς, κανείς δεν ξέρει. Μήτε αέρας καν
Αν είναι αυτός που όταν στοχάζεσαι, τρελαίνει. Πιστευτός γίνεσαι
από μόνου σου
Επειδή
           τα χέρια σου ήταν μαθημένα σε δεντρόκηπους όπου
Η θάλασσα εισχωρεί και τραβιέται γεμίζοντας μικρά λουλούδια
Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει
Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος· ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός κι ατελεύτητος
Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.