Άπαντα Οδυσσέα Ελύτη νο4




Οδυσσέας Ελύτης
 ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (1995)                               
Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη
Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά
Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα
                            Δυτικά της λύπης


  ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ
Ελεύθερα στο πλάι μου τρέχουν τ' αμπέλια κι αχαλίνωτος
Μένει ο ουρανός. Πυρκαγιές ανταλλάσσουνε τα κουκουνάρια κι ένας
Όνος φευγάτος πάει ψηλά τον ανήφορο για λίγο σύννεφο

Κάτι πρέπει να γίνεται του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
Που μήτε οι ρίνες διαγιγνώσκουν
Είναι οι ζαβολιές του ανυπόδητου ανέμου που αρπάζεται απ' την άκρη
Του νυχτικού της μοίρας και πάει να μας αφήσει στων αιγάγρων το ύπαιθρο έκθετους
Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου
Για μιαν απ' την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά χωρίς πολυελαίους
Με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη
Πασπατευτά πού πάει; Και ζητώντας τι; Ο μισός της σελήνης μας
ίσκιος
Ανάγκη πάσα να καθησυχάζεις είναι ως και τα μνήματα
Εάν ομοεθνών ή όχι αδιάφορον. Το παν είναι
Η και από τα λαγωνικά χαμένη οσμή της γης με ρείκια σφένταμα και κρόμμυα
Στην ιδιωματική ν' αποκαθίσταται γλώσσα της
Ε τι! Μια λέξη αρκεί να σε χωρέσει χωρικέ του πράσινου της νύχτας
Έφεσος! Του πάππου του θείου και του φωσφόρου δέκατη τέταρτη γενεά
Μέσα σε περιβόλια του πορτοκαλιού χρυσά και της σμίλης όμορα λόγια
Τέντες προτού απλωθούν κι άλλες μετέωρες απολεσθέντων πόλων
Αιφνιδίως οι τροχασμοί. Κηρύγματα των απ' αντικρύ κόλπων θαλάσσης
Δαπέδων δρέπανα διπλά για ναό ή για θέατρο
Νερά χλωρά λιβαδίσια κι άλλα σγουρά του γαρ και του άρα
Ρεούμενα. Εάν ποτέ κύκλους από τριφύλλι και άγρωστιν
Η σοφία σχεδίαζε άλλο θα γινόταν όπως πριν
Της άκρης του δαχτύλου σου το εναποτύπωμα 

Γράμματα θα υπάρχουν. Θα διαβάζουν οι άνθρωποι
κι απ' την ουρά της πάλι
Η ιστορία θα πιάνεται. Μόνο τ' αμπέλια να καλπάζουν κι αχαλίνωτος να 'ναι
Ο ουρανός όπως τον θέλουν τα παιδιά
Με κοκόρους και με κουκουνάρια και με κυανούς χαρταετούς σημαίες
Του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα
                                        παιδός η βασιληίη.

                    ΡΟΔΑΜΩΝ ΚΑΙ ΗΒΗΣ
Έτοιμη ν'αυτοκτονήσει λέει ο Balthus η ανθρωπότητα·
και ν' ακούσει Mozart πρόθυμος κανείς
Ανεβαίνουν και με βήμα σημειωτόν αναπτύσσονται σε πυκνές
Φάλαγγες οι παλαιές και εντελώς άχρηστες ένοπλες δυνάμεις
Ας κοπούν δάφνες όσες θέλεις το στεφάνι δε γίνεται
Ποτέ. Καιρός είναι της σφαγής ν' αλαλάξει ο κόκορας πριν το μαχαίρι
Κι ομαδόν πουλάρια στην πέτρα τη γυμνή να χτυπήσουνε
Πέταλο. Ποιος των πολλών ο ένας και του ενός ο κλήρος τι;

Κάτι ξέρει αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία
Είναι της όσφρησής μας τον σκύλο που εκγυμνάζει ο Μάιος
Και στηθάκια μόλις δεκατριών ετών που έχει το μέλλον. Όμως
Θέλει μανίκι το νερό για να σου το φορέσουν
Κι Ελλήσποντο να διαπλέεις ως υπνοβάτης ή ως Αμφίων
(Άλλοι τ' απρόσιτα κι άλλοι σε κολπίσκων βραχερά επιδίδονται
Χώρια εκείνοι που σε μέγα μήκος την ταχύτητα μόνον επιδιώκουν
Όμως αυτός που είμαι κι εγώ σε υψωμάτων απαλών τα εφηβαία
Συχνάζει και την άκρη της άκρας ακοής με του Mozart δένει τα σκιρτήματα
Έτσι με κάτι μωβ ή κάτι κυπαρίσσινο τα ερχόμενα
Γίνεται να φθάσουν όπου μήτε ο Βορράς του αγγελικού εντελώς ευημερεί
Ούτε κι ο Νότος. Με κινύρας ροές και κρουστών βότσαλα
                                                                         Γίνεται μεσημέρι
Ώρα της κρίσεως: Ή του πλην ο βρόχος ή
Κλαράκι πίπου κλίμακα του πρασίνου ανεβαίνοντας
Δύο και τρεις περιστερεωμένες ρίχνει προπομπός του θέρους πνοές
Ο Ερμίσκος κι από αυτά που πριν ήδη κειμήλια θεωρείς
Ήχος  φθάνει του μάκρους του συριστικού όπως όταν
Σ' έναν χρόνο μικρού αγοριού συμποσούνται δύο ή τρεις αιώνες

Σωστά μίλησε λοιπόν αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία
Στρίβει κάποτε και των εθνών όπως και των ιδιωτών η μοίρα
Σ' ενός άλλου γράφεται πενταγράμμου μ' αστραπές μιλάει το άωρο
Και μ' αγράμπελη προ των φιλιών το επάνω χείλι

Ακολουθεί ο ζωγράφος μια γλυπτή ανεμώνη της θαλάσσης και πλήθος τέττιγες.

                        ΓΙΑ ΜΙΑ VILLE D' AVRAY
                                        Κακέκτυπον αν και εξαργυρώσιμον
Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα
Μιαν αύριο δηλώνει εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα
Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα οι ποδηλάτισσες και
Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ' ένα μικρό και για λαίμαργα
Χείλη ωδείον. Περαστικές ευδίες έχει όπως ο νους και η μισοκαλυμμένη κνήμη
Πριν τη μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρου έμνοστη πιο
Γίνεται η σάρκα και γλιστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω στ' ανέγγιχτα
Ως την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη που την πήρε ο ύπνος
Δια παντός και πλέον δεν ν' αυτοκατανοηθεί γίνεται

Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών
Γνωρίσατε; Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ' τα πούπουλα
Διαβαστό χνούδι και αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει
Του ανοιχτού δωματίου το ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί
Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι
Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια που
Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις
Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην ποτέ τις μέτρησες

Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί που οι κάτοικοί της
Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα
Σε μετάξι περιπατά η αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα ο ίασμος
Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητ' αγγίγματα
Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε
Όπως ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος:
Είναι στα γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και
Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα
Εάν η ευλάβεια μ' άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες
Θα 'χαν απαιχμαλωτισθεί κι απ' τον κλήρο τ' αέρος οι δέσμιοι απαχθεί
Σ' απαλών θωπειών δώματα

Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του
Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους κτυπώντας το δάπεδο
Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα διεκδικώντας
Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του εύδερμου
Στη δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ

Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα
Τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και
Σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά
Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό
Έτσι της αύριον η αύρα πνέει
Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.

                                ΠΡΟΣ ΤΡΟΙΑΝ
Δυνατός Κίσσαβος φυσάει και γεμίζει ωραιοζύνη ο τόπος
Θέση παίρνουν ο ένας του άλλου οι λόφοι αλλ' ο της θαλάσσης
Ο ισχυρός αξεγνέθιστο νεφελάκι αφήνει πάνω απ' της Μύρινας τα ύψη
Να μαθαίνουν οι περαστικοί ποιων η μοίρα σε χρυσό χαράζεται
Και ποιων σε ορείχαλκο. Επειδή τα δύο δύο δεν είναι
Είναι του πόσα το εν κι είναι το ποια του άλλου
Άπεφθο χιόνι ζητούν οι κορυφές και ρυάκι που
Έχασε το μονοπάτι ο Κένταυρος
Ζωήν ολόκληρη χωράει από νους του ο νους
                                        κι ένα ατίναχτο ακόμη αστροπελέκι
Να 'ναι που φύτεψε ο νοτιάς αλλού τις καταιγίδες του;
Ή που του σίτου του πλωτού πήραν το κύμα οι πεδιάδες;

Πεινάσανε για νήσο οι Θεσσαλοί βαρύθυμοι όπως πάντοτε. Κείθε
Κινήσανε κατά της Τροίας τα μέρη· και των ιππέων του νερού
        οι σκοποί ευοδώθηκαν
Έδωσαν αρραβώνα η πρώτη ελιά στη δεύτερη κι ανάψανε
        τα χτήματα σαν στην ανάσταση
Πράα πρανή κι ύστερα των υδάτων ύψη και πάλι
Παίδες των εκκλησιών λιθόκτιστοι που ακόμη συνεχίζουν το παιχνίδι
Σε μια γωνίτσα λησμονώντας κάποιο μονύδριο αθέατο

Βρέφος το σε βυζί βάζουν οι Γενοβέζες. Και με βαρύ
Κόκκινο πάνω σε ουρανί περιλαίμιο προχωρούν
Μ' άσπρα σαλβάρια οι ουλεμάδες
                                        Χρόνια που μοιάζουν ατελεύτητα
                                        Κι αν μόλις χθες γεννήθηκες
Τόσο πολύ διαρκεί ο δούλος όσο πιο σύντομος ο αφέντης του
Ωστόσο απ' έναν σ' άλλον κύλικα το αμβροσίοδμο ύδωρ ρέει
Κι από ένα φως μοναχικό στους ουρανούς καλογεράκι
Θόλος ανοίγεται πλατύς για να χωρέσει το πολύαστρόν της
Η άμπελος. Καλά το 'πανε λοιπόν της μιας φοράς οι μάντεις:
Μύρτον μετέωρον του πελάγους δεύτερον κι εσύ της Αμφιτρίτης
Τέταρτον μ' αδαμάντινα δόντια δαγκάσετε!
Στον αέρα πιάνεται με το πατρώνυμό του το λυθρίνι εάν όχι
Με τα λίγα γένια του ο βυθός
Γέρνουν όπως βάρκες από μια μπάντα
Με τις αυλές και τις ντουλάπες τους τα σπίτια και μια καταγωγική δύναμις
Απαλείφει αργά τ' αποτυπώματα της οσμής που αφήσανε
Στα προπατορικά ελαιοτριβεία των σκληρών της Γέρας χεριών δάχτυλα
Μιλώ για την αλήθεια που κατεβάζει της Μύρινας ο αέρας ως
Της Κρατήγου τα νερά. Κοσκινιστά δισύλλαβα που ή τα διαβάζεις ή
Που εκείνα φωναχτά σ' αποστηθίζουν
                                        Φιλη σεμε θαλασ σαπρο τουσε χασω
Ένα κλειδί γυρίζει κι απ' τις δύο μεριές ή που κλείνεσαι ο ίδιος
Ή που σ' όλους ανοίγεσαι. Μ' ανοιχτά παράθυρα πανιά
                                                                               Προς Τροίαν.
                         
                             ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ
Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου
Εκείνο που εννοώ. Θέλει να 'χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος
Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν' αφήνει λίγο αλάτι και
Στον ουρανό ένα μπλε που τ' όνομά του μέσα στα πολλά τ' ακούς ευώνυμο
Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας
Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί
Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ' αντίκρυ τα όρη
Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ' τον αέρα
Τού επιστρέφεται. Τόσο απ' τα ίδια της παιδιά η Ευ-
Μορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις φορές
Τον παραστήσει ο ύπνος
Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες αν όχι και
Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι
Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα
Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ' αμοιβή πράττει το άδικο;
Μια συγχορδία η ζωή
                                   όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται
Και είναι αυτός που λέει στ' αλήθεια τι πετά ο φτωχός
Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς
Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν
Ασπασμούς απ' τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται
Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι
Σε τι μπλε Ιυυλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου να διαβάζεις
Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα
Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος
Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να επιμηκύνει ώστε
Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός
Απ' τον δικό του άμβωνα
Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ' ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη»
Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή
Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και
Συνεχίζεις στου κήπου τ' άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου
Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης
Και θα μείνουμε παρ' όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς
                                                        όπως συνήθως στην αγάπη
Όμως απ' τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική ανεβαίνει
Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία

Εάν εξακολουθούμε να 'μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που
Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες τότε
Η ώρα θα 'ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία
Και η τελειότης η άκρα
                                      συντελεσμένη σ' έναν κήπο με υάκινθους
Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό
Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν
Βλέπεις κείνο που απ' την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά
Να χαράζεται
                      πάνω σε μπλε Ιουλίτας.

                            ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
                                                            All around οι τέσσερις ύστερα
Οι τρεις οι δύο κι ο ένας l' unique le solitaire
Le marié à vie a sa cigarette μπροστά σ' έναν εξώστη επάνω στη Μεσόγειο
Και με μια κούπα έννοιες δύσκολες κι εύγευστες come i fichi la mattina
Μετρά κείνο που μένει. Το ίδιο που δεν βρίσκεται ποτέ μέσα στο άθροισμα
Μπορεί μ' ευθείες να χαράζεται ο Μεσημβρινός αλλ'
Η αλήθεια πάντοτε με τεθλασμένες. Λιγότερο από νου και περισσότερο από
Χουν είναι η δεύτερη και η τρίτη μέσα μας υπόσταση

Φώτα χαρμόσυνα της Νέας Ορλεάνης όλο κρουστά
Και ποικιλόχρωμες φωνές· άλλα της Οδησσού πριν ή μετά που
        ξεκινήσει ο Πλάνης
Με νέφη πλόιμα υπερυψωμένα εύφλεκτα πάνω στον άκαυστο ουρανό
Ταράσσεται ο των ήχων εύσκιος φυγάς και ας
Εξαναγκάζεται ο Μεσημβρινός να του υπακούει
Τολύπες ρόδινες ο γαλανός καπνός εξαπολύει
Και συγχέονται μνήμη και αγαθό στο ίδιο ύψος
Α σεις πετεινάρια της αφύπνισής μου και των άσπρων αιφνιδιασμών
Αγριοπερίστερα. Όχι εγώ αλλ' εκείνα που αγαπώ με προχωράνε από Βενετία
Κόρδοβα σε Αμμόχωστο Αλεξάνδρεια Κάιρον
                                                         All over the world
Με ρήματα του πόντου αλιευμένα το καταμεσήμερο

Όλα περνάνε μείον το βάρος της ψυχής. Που και με τι τρόπο
Τόπο να του αλλάξεις γίνεται. Κι όπως τον τρυφερό τους τράχηλο
Ελαφρά μόλις δαγκάνοντας τα νεογνά της ευκίνητη γαλή
Από ένα σ' άλλο σπίτι απάγει· έτσι κι εγώ με τα μωρουδιακά της λύπης μου σε
Τόπων άγνωστα μικρά ή μεγάλα καταφύγια προστρέχω
Κι αυτοκυνηγιέμαι από φοβερές κραυγές φονευομένων κλαγγές οπλών
Αθέατων απ' τους θνητούς σιγανά κλάματα κόρης που ο κλήρος
        δεν της έλαχε ο επιθυμητός
Σ' όλες τις γλώσσες το αδύνατον διαρκεί

West of sorrow αδιάκοπα ολοκληρώνεται όλων των νοημάτων
Το πλεκτό· χωρίς ούτε καν ενός ονειροκρίτη τα γραφόμενα
Ένας να δύναται ποτέ ν' αποκρυπτογραφήσει
Ακόμη και στο φως ακόμη και στη μέση γη με ή χωρίς
Βλέφαρο νέφους δύο ή τρία της τρικυμίας κύματα να εξουσιάσει

Άξαφνα ρυτιδώνεται η ψυχή όπως όταν σηκώνεται πουνέντες
Si piega il tavolo di marmo da una parte. Θα 'ρθουν και συννεφιές
Περαστικότερες κι από τις λύπες ή που με πανσελήνου ύελο
Γίνεται να κοπούν και διαλύονται
Σταματημένος νιώθεις αλλά σε τρέχει ο δρόμος σου
και προτρέχει του ωροδείχτη ο χτύπος της καρδιάς σου. Έτσι

Φτάνεις Avignion και Nice και Cap-Ferrat Menton Lausanne. Ότι πιο δυνατόν
Για χάρη σου ν' αφαιρεί αλλ' ο χρόνος άθικτος να μένει
Το ρολόι ο κηπουρός το δρέπανο η τσουγκράνα το
Ποτιστήρι τ' άροτρα. Θέλω να πω τα μυστικά μιας πολυεθνικής απόχης
Φτάνουμε σαν ατμομηχανή ολοένα επιβραδύνοντας την ορμή εωσότου
Το μαρμάρινο τραπέζι αναρπαγεί plein de mots lancés au hasard και
Συνεννοηθούν καλύτερα μέσω του ασχέτου
                                                      οι τέσσερις οι τρεις οι δύο ο ένας.

                               ΩΣ  ΕΝΔΥΜΙΩΝ
Απαλές κοιλάδες έχει ο ύπνος ακριβώς όπως
Και η επάνω ζωή. Μ' εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός αέρα
Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές
Η μια την άλλη σβήνοντας σε πλάγιον ήχο. Κάποτε
Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως χάνονται
Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα
Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν' αλλάζει ξέρει. Θες πάρ' την από την αρχή
Θες απ' το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την
        παρακολουθείς δήθεν αδιάφορος
Τραβάς ωστόσο το σχοινί σ' όρμο Μυρτώον έρμο
Δίχως ούτ' ένα ελαιόδεντρο να σου απουσιάσει
Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πως ξανακαινουριώνονται όλα!
Μικροί πως χαϊδευτήκαμε και παίξαμε πεντόβολο τα γονικά μας!
Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ' ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος·
        και πως στα δύο τα χωρίζει!
Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν αθύρματα
Και από την άλλη κοιμούμαι
Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται
Μόλις που διακρίνεται λοφίσκος μ' απαλά κοίλα γεμάτος σγουρά χλοΐσματα
Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά
Που να φυλάγεσαι απ' όλα τα ενδεχόμενα· ενώ πρόσφυγες μέλισσες
Κατά σμήνη βομβούν και μια γιαγιά μες στ' αλιεύματα της δυστυχίας βρίσκει
Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια

Ξεφόρτωτον κι απ' το ένα πλάι σε κυλάει ο κίνδυνος και σ' αγνοεί
Που συ ο ίδιος κάποτε θέλησες να τον αγνοήσεις
Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του ν' αναποδογυρίσεις
Κει που αγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα
Όπως τα βδελυρά με τ' άγια
                                             Παράξενο είναι
Πόσο ακατανόητα ζούμε αλλ' απ' αυτό κρεμόμαστε
Χλωρό περιστεράκι του βασιλικού φιλί που σου 'δωσα επάνω στο κρεβάτι μου
Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους
Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως
Γεμάτο νου και γνώση ν' ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους ανθρώπους
Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι
Πού 'ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;
Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.

Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης
Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι
Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ' την Ιστορία
Μπρος μ' ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα
                                                                    Ποίηση μόνον είναι
Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία
Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι
Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.




ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ (1998)
                                     ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ
Αλλά χωρίς να χάνεις ποτέ την εικόνα του συνόλου. Και η πιο απλή
παράγκα θέλει το ρήμα της, τα ουσιαστικά και τα επίθετά της, όπως
κάθε πρόχειρη γραφή τον Πικιώνη της. Η αφέλεια δεν δίδεται δωρεάν· σκηνοθετείται και παίζεται· εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα.

          ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ
    ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΕΜΟΚΥΚΛΙΣΤΟΣ
ΜΕ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗΣ οι ουράνιες δυνάμεις ανεβαίνουν
Συλλαμβάνεις εδώ ή εκεί ψίχα βασιλικού ή πυρκαγιάς το απόσπιθο
Που μέλλει ν' αποκαλυφθεί χρόνους πολλούς μετά το πρώτο σου  άγγιγμα
Καίει από τη μία όψη το ψευδές αλλά απ' την άλλη
Του καθρέφτη γίνεται ύδωρ
Ξέρει ο εύθεος. Βγάνει απ' τον κορυδαλλό κλώνους δεκάφυλλους
Κι από τις λίμνες των σκιών όλων μυριάδες μινυρίσματα
Κάποιος πέφτει σαν λαχνός νάρκισσος
Αλλ' ακόμη κι αν λανθασμένος πρέπει να είναι
Δεν η θέση του κενή μένει. Σαν παρατεταμένο
Παράπονο ήχος άναξ από ρικνή βάρβιτο
Της μνήμης τ' ατημέλητα διευθετεί. Και ιδού!
Μήνις παλαιών άθλων εκ νέου ξεσπά και ο νους ημίβροτος αγωνίζεται
Ή δώθε το άδικο εις χρυσόν ή κείθε το χαμένο αλλ' όχι
Ευτύχημα. Συνεχίζεται και από την αντίθετη φορά των υδάτων ο ρους
Μ' ευρήματα σελήνης και μικρής Υακίνθης παρειών θραύσματα
Τα πάντα εντέλει ανάγνωση επιδέχονται
Του μύρμηγκα η μυστηριώδης διαδρομή και της μελίσσης  το βόμβισμα
Ε, τι! Συμπληγάδες όλοι μας περνούμε
Άλλες του κίτρινου στενές κι όλες του κόκκινου κατάμαυρες
Στηθήτω μία Παρθένος κατάστικτη φιλιών η αμώμητος.
                                                  *  
Εγώ στη θέση της Παρθένου θα 'βαζα κληματόφυλλα!
Και μιαν ιδέα ελαίας.
Κλωνάρια λέξεων αδημονούν για Μάιο. Καθώς δραπέτες φωτοστέφανων του Angelico μια θέση αγίου διεκδικούν μέσα στο ίδιο ποίημα.
Διαβάζοντας Αθηνά αισθάνεσαι πόσο απέραντο χώρο καταλαμβάνει το άσκοπο στη ζωή σου και πόσο μια διαφορετική μέτρηση θα κατάφερνε να προσδώσει στα γεγονότα του βίου σου τη συντομία ονείρου.
ερευνασάτω
μεγαλάνορος  Ησυχίας το φαιδρόν φάος
Φτάσε να συλλαμβάνεις αισθήσεις όσες και τα μουστάκια της γάτας σου.
Μεγάλα πιθάρια όπως τα ξέρουμε, βαριές ξυλοδεσιές γυαλισμένες
με βερνίκι ελιάς και παλαιού καθρέφτη ξανθάδα.
Μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αλήθεια. Οι πιο μεγάλες
στιγμές στην ιστορία των εικαστικών τεχνών σημειώθηκαν διττώς
και κατ' αντινομίαν:
- Τη στιγμή που η καμπύλη γραμμή πήρε την απόφαση να μεταβληθεί σε ορθή γωνία και τετραγωνίστηκε ο υλικός κόσμος.
- Πολύ πριν το δισταγμό που προκαλεί η άνισος αναλογία των
πραγμάτων μια συνοικία ολόκληρη τοποθετήθηκε σ' ένα προαύλιο
σπιτιού μαζί με το κεφάλι της Θεοτόκου.
-Η πιο δροσερή και γεμάτη ζωντάνια παρουσία του φυτικού κόσμου αναδύθηκε απ' τους τάφους των Αιγυπτίων και των Ετρούσκων.
-Από την άκρα σοφία του Henri Matisse ως την άκρα αφέλεια του
Θεόφιλου Χατζημιχαήλ απέκτησε το πρώτο της μπλε η Μεσογειακή θάλασσα.
Όπως ο στάχυς μεταβάλλει τη σοφία του σε άρτο, έτσι κι ο ποιητής
την αφροσύνη του σε πικρόν υδράργυρον, αλλ' αγάπης.
Κι ένα δωμάτιο μ' επένδυση θωπείας που επαναλαμβάνεται.
Κοιμήσου καραμέλα μου για να σε πιπιλήσω.
Κείνες οι ξαφνικές λιακάδες μες στο καταχείμωνο δεν είναι παρά οι
προσπάθειες που κάνει ένα παραπλανημένο περσινό τζιτζίκι να ξαναβρεί τον προσεχή του Ιούλιο.
Αλλ' ο ήλιος τυγχάνει και αργυραμοιβός. Οπόταν, ευκαιρία να προβείς σε ανταλλαγές:
- Ένα ψιλόβροχο στην Αίγινα μ' ένα πέρασμα στα σκοτεινά της
Gît-le-Cœur
- Της Τζοκόντας το χαμόγελο με μια σκέτη καρέκλα του Braque
- Ένα μεγάλο ναυτικό φανάρι με την Aube του Rimbaud
- Ένα κομμάτι ακατέργαστης υπομονής με οποιοδήποτε ρυάκι βασιλικού κήπου.
Θαυμάσια που τρέχει ο ουρανός, αν κρίνεις απ' τα σύννεφα.
Σε απόσταση παραμένουν στα κλεφτά υπνάκου το καταμεσήμερο οι
πέτρες της Ολυμπίας· με λίγο χρυσομώβ στις τελειώσεις τους τείνουν να πάρουν κάτι από την καλύπτρα της Μεγαλόχαρης.
Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα.
Πέριξ, δεξιά κι αριστερά περιστεριών κι άλλων ψυχών ψεκάδων.
Αλλ' εμπρός μια χαμηλή εκκλησία μ' έναν Θεό πανύψηλο.
Με την προϋπόθεση ότι και οι έννοιες έχουν τη δική τους ύλη θα
'ταν επίτευγμα μέγα να φτάσει κανείς ως το Αγαθόν και να επιτύχει
τη διάσπαση του ατόμου του. Ο αέρας απ' την έκρηξη θα αρκούσε να
σαρώσει και φυλακές και νοσοκομεία.
Αν αντέξεις να φανείς αντί Ιώβ θ' ακυρώσεις αν όχι όλους τουλάχιστον τους αυτόχειρες των περιστάσεων. Για ν' αλλάξει το βάρος στο ζύγι της τυχαιότητας.
Κάποτε πρέπει και να παίρνει ανάσα ο άνεμος.
Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί πίσω απ' την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο αιώνες, ενίοτε.
Φθόγγοι Πομπηίας υποχθόνιοι μαζί με κατά καιρούς καταρρέουσες
λέξεις από τον Δάντη έως τον Ungaretti σ' ένα εικοσιτετραώρου
διαρκείας ηλιοβασίλεμα, παρισταμένης πάντοτε και της σελήνης,
γίνονται τα προσκόμματα στην απόφαση της ανθρωπότητας να θέσει
τέρμα στην ιστορία της.
Μες στον βαθύ ουρανό
Κάθε βουνό κι η υπογραφή του. 
Το νερό της ομοιότητας δεν άλλαξε, ούτε το δέρμα της ηλικίας. Ο
Ξενοφών τυγχάνει εξάδελφός μου και η μικρή Ασία ομοεθνής. Κατά
τ' άλλα, πραγματικά τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει και γράφω
ποιήματα ώστε να ερωτεύομαι σωστά.
Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά, που να μη ματώνει ποτέ η ευλάβεια.
Στις σαρανταεννέα ημέρες του χρόνου οι βερβένες του κήπου μου
έχουν πανσέληνο. Σβήνουν τα πάντα κι απομένουν αναμμένα μονάχα τα ερημοκλήσια. Είναι φορές που παρουσιάζονται άξαφνα, και
για λίγο μόνον, ρολόγια πανσέδων και κάμποσοι χαρτοπόλεμοι χαμομηλιών. Όλα τους ώσπου να εμφανιστεί στον αέρα το πρώτο κλεφτοφάναρο. Τότε είναι η στιγμή να προσμετρήσει κανείς πραγματικότητα.
Γενού φυτό τριών γενεών και συνάμα παρθένος.
Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο σου ποίημα. Κι είναι
οι δυο αυτές αγριμάδες που, αν συμπέσουν και κάνουν καινούριο
φεγγάρι, μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής η ιστορία του κόσμου.
Μια δεύτερη μέρα μέσα στην πρώτη διπλωμένη σε φάκελο φεύγει
συνεχώς για να τοποθετεί εν αγνοία σου μικρούς φλόκους στα γύρω
υψώματα και χρυσά συννεφάκια στην άκουα μαρίνα της μονίμου κατοικίας σου.
Α! να 'χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του
ρώγα να τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να 'ναι Μυρτώος ή και Καρπάθιος.
Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο!
Ν' ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους είναι μαγεία.
Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους.
Κι όσα η άμυαλη γραφή σου που υφαρπάζει
Από μια, σε αποδρομή, μεγάλη στενοχώρια· που
Του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε.
Κείνο το εν είδει ρόδου δώρο που δεν έκανα.
Πεύκα. Η λαμαρίνα η ασημιά
Το «μη» του ενός δακτύλου. Αργά τα μαλλιά
Κολυμπητά στον ήλιο. Και κατασυντριμμένη
Της οργής των αρχαίων καιρών η μαύρη σφήκα.
Στη βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι το τελευταίο μου όνειρο.
  ΤΗΣ ΛΕΠΡΑΣ ΠΡΩΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑ. ΣΩΡΕΥΕΙ
                          Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΤΑΙ
ΛΥΠΗΡΑ ΤΑ εγκόσμια. Και τα εκτός επίσης
Έλλειψη έχει ως φαίνεται από ζωντανούς ο Θεός και σ' ένα
μοναστήρι μικρό
Σαν σε ορνιθώνα μας έχει κλείσει μην και του φύγουμε. Αλλ'
Εμείς φεύγουμε. Λίγη τύρφη φθοράς καταλείποντας
Οι με τις εικασίες εξακολουθητικά διαιτώμενοι και ποτέ ναι
Λέγοντες άνθρωποι του ενός αιωνίου παρ' ολίγον
Ποιας εντούτοις παραδείσιας χρυσαλλίδας τα ίχνη στα χειρόγραφά
μας άλλο νόημα δίνει
Και στ' αμάργαρο ύδωρ μπλουμ ζουμπούλι στάζει
Παρόμοια κάτω απ' τους τουφεκισμούς ο εκτελεσμένος ή
Πίσω απ' τα φύλλα η θάλασσα
Περαστικές ραγδαίες φυλλίδες μετατοπίζουν το άγνωστο
Κυανότερο το κυανό γίνεται και μια τελεία γλάρου μένει επάνω του
Ράκη φαντασίας ο αιώνιος δήθεν. Κι ας αρκέσει ο μέσα μας ανθώνων Άθως
Όπου πηγή λαλεί και ο ελεύθερος που δεν μετα-
Γλωττίζεται. Ρείκια σφένταμα λουίζες πολυσύλλαβα της συντροφιάς μου
Αέρας μου χρειάζεται για να νυχθημερόν νυμφεύομαι.
                 
                                                       *
Φανού πρίγκιπας πριν την ώρα σου
Αλλιώς θα 'ναι αργά ως και για τον διωγμό σου.
Τα ορθογραφικά λάθη στη γεύση τα διορθώνεις με λίγο πετραδάκι
άμπωτης και πολύ νερό της λουίζας.
Καθ' οδόν βρίσκεις τον Οδυσσέα σου, και πάλι ζήτημα είναι. Θέλει
να κοιμάσαι μ' ανοιχτά πανιά και μ' ανεβασμένη την άγκυρά σου.
Εξαποθρησκευμένος ο χώρος όπου ακεραιώνεται η τελειότητα, θα
μπορούσε να ονομασθεί Παράδεισος. Με την ίδια έννοια που η μεταξύ τιμονιέρη και Ικτίνου ακριβής στιγμή θα μπορούσε να ονομασθεί δικαιοσύνη.
Για να τις φθάσει να λάμπουν ο χρυσοχόος τις λέξεις του, προηγουμένως τις βουτά στο φαρμάκι. Γι' αυτό καθετί πικρό γοητεύει. Όπως
η άγουρη ελιά και του Εμπεδοκλέους το ήτορ.
Πιο κοντός απ' τη λύπη του ο άνθρωπος.
Όμορφα δειλινά με κομμάτια Μυκήνες ως τον ουρανό και λαμπερά
υποσύννεφα.
Στις Κυκλάδες οι μικρές εκκλησίες αφθονούν και λάμπουν όπως τα
βότσαλα. Αλλού πουθενά χριστιανοί δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο ειδωλολάτρες. Και είναι με το μέρος τους ο Θεός.
Το πινέλο του ζοφερού δεν πιάνει ποτέ στο μαύρο
Χρειάζονται αλήθειες, ακόμη και για να πεις ψέματα.
Παρά λίγα σκαλοπάτια οι κουτοί των αισθήσεων θα μπορούσαν να
γεννήσουν σαν μικρό αγοράκι μιαν ολόκληρη άνοιξη.
Μην ακούτε τον Armstrong. Η μυρωδιά του φεγγαριού θα πρέπει να
είναι κάτι ανάμεσα παλαιό φιλί και αιθέριο έλαιο κυπαρισσώνων.
Οι ιδέες είναι σαν τα φαντάσματα, περνάς ανάμεσά τους κι αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν. Τις κλοτσάς, κι εκείνες δεν σαλεύουν! Εάν
δεν τους λείψεις εσύ, δεν πρόκειται να λείψουν ποτέ.
Η ελευθερία έχει δύο κοφτερές όψεις, όπως τα παλιά ξυραφάκια.

                                OIL SARDINEN!
Όπως και να το κάνεις, και από απόσταση πιάνεται η αλήθεια και σε
καιρούς πολέμου, προπαντός τότε, όπου τραβάς το σπίρτο σου στην
Basel και το βλέπεις ν' ανάβει στη Φραγκφούρτη. Πού να 'σαι τώρα,
φροϋλάιν Keller, που θα σ' έβλεπα σαν Αρχίλοχο αν είχα να συναντηθώ με αιγύπτιο ιερέα. Όλα πρέπει να τ' ακούει κανείς, άσχετα αν
ολίγα μόνον φτάνουν στο ους του Beethoven. Και ο πόλεμος, πόλεμος. Ίδια ηλιθιότητα θεωρώντας την ειρήνη τη δική τους μια ομάδα
επαναστατημένων, εάν όχι για τον ίδιο λόγο, για κάποιον παραπλήσιο -
την ασφυξία μπροστά σε μια σταματημένη εποχή-, νέων
όπως ο Hugo Ball, ο Richard Hülsenbeck, ο Hans Arp και ο Tristan
Tzara οργανώνουν στο Cabaret Voltaire της Ζυρίχης μερικές ταραχώδεις και εξωφρενικές βραδιές και διατυπώνουν αποφθέγματα όπως το
περίφημο εκείνο: τον αέρα να τον διπλώνετε και να τον τοποθετείτε
στην ντουλάπα σας, απαγγέλλοντας Όμηρο από την ανάποδη. Λίγο
δεν είναι. Και ν' αθανατίζει και να θανατώνει γίνεται η νεότητα. Είτε
την έχουν σε στρατώνες είτε σε καλλιμάρμαρα μέγαρα. Όπως καληώρα στο μεγάλο Kaiserhof με τους πυργίσκους, τις μαρμάρινες στοές
και τα ενδιάμεσα παρτέρια όλο γλυσίνες. Να δρέψω ένα χαμόγελο
από τη Lotte Begel, που λέει ότι μ' αγαπάει κι ας είμαι δώδεκα
χρονών! Γιατί όχι; Το μάθημα το 'χα μάθει: Ich bin nicht mehr klein.
Σωστός σίφουνας οι δεκάξι έλληνες σπουδαστές που δεν είχαν προ-
φτάσει την επιστράτευση και τώρα δεν ξέρουν τι να την κάνουν τη
ζωτική τους ορμή, αλλά δημιουργούν έναν αδικαιολόγητο θόρυβο
ανεβοκατεβαίνοντας συνεχώς τις πλατιές μαρμάρινες γυριστές σκάλες, βάζοντάς με πρώτο στη γραμμή και χειρονομώντας, προς μεγάλην έκπληξη των ολίγων συγκεντρωμένων στο ίδιο ξενοδοχείο Αμερικανών. Αδιάκοπα γυρνώντας και αδιάκοπα φωνάζοντας το
σύνθημα Oil Sardinen! Ανήκουστο! Oil Sardinen! Μία επιγραφή, ή
αλλιώς ένα κλειδάκι που μπορεί ν' ανοίξει τις σαρδέλες αλλά και τις
πραγματικότητες ενός καινούριου κόσμου που γεννιέται. Τόσο που
νιώθεις το καπάκι των γεγονότων έτοιμο να εκραγεί. Ρωτιέμαι κι εγώ
ο ίδιος! Δεν το έχω πληροφορηθεί ακόμη, εγώ με τα κοντά παντελόνια μου, αλλά όπου να 'ναι θα το μάθω, πως είναι αυτό το '23 που
εγγράφει στο Παρίσι όλα τα 23. Donner à voir! Όλες τις επιταγές θα
τις εξαργυρώσει η επόμενη εικοσιπενταετία! Τα μανιφέστα του
Breton, τα ποιήματα του Paul Éluard και του René Char, τους πίνακες
του Yves Tanguy και του Max Ernst, τις φωτογραφίες του Man Ray,
και πάει λέγοντας. Ίσως βρω το δωματιάκι όπου θα ζήσω με τις αγάπες μου και θα περάσω μια ζωήν ολόκληρη διατυπώνοντας, αναλύοντας και ερμηνεύοντας το δήθεν Oil Sardinen.
Ναι, αυτό είναι που ανακάλυψε η νεότητα εκείνη, κι ας μην το διάβασε ποτέ της σωστά, παρεχτός κι αν ήταν στον έρωτα κατά τύχην, και
που μήτε, δυστυχώς ή ευτυχώς, συνειδητοποίησε ποτέ της. Oil
Sardinen λοιπόν! Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία
του μαύρου. Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί
να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα. Oil Sardinen ως απαραίτητη καθημερινή προσθήκη στο πιπέρι, στο θυμό, στον έρωτα, προπαντός εκεί,
στις υλακές, στ' αποχωρητήρια. Oil Sardinen επειδή δεν το ανέχεται
κανείς να 'ναι απλώς κείνο που είναι. Επειδή απ' τα είκοσι στα τριάντα σου ο δρόμος είναι πολύ πιο μακρύς απ' ό,τι απ' τα τριάντα σου
στα ενενήντα σου. Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα
πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου.
Oil Sardinen επειδή στο εξοχικό του καθενός μας ενδημεί ένας εύρωστος αίγαγρος, που συντηρείται με τα όσπρια των ρεμβασμών μου.
Να διπλώνετε καλά τον αέρα στο ντουλάπι σας.
                                                     *
Εάν υποθέσουμε για μια στιγμή ότι όλα τα ευγενή μέταλλα και οι πολύτιμοι λίθοι μεταβληθούν σε απλό μόλυβδο, πού και σε ποια βάση
θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η έκδοση χαρτονομίσματος; Στις
ηθικές αξίες ή μήπως στα ειλικρινή αισθήματα; Τι θα μπορούσες να
προμηθευτείς με δύο κιλά Heidegger; Με λίγη καλοσύνη πόσα κεράσια; Στο θέμα της αντιπαροχής δεν ευτύχησε η ανθρωπότητα.
Εκείνο που μας χρειάζεται είναι ένας μινωικής ή και θηραϊκής περιόδου Mallarmé δακτυλιολίθων.
Μες στους πολλούς γάμους των αρωμάτων οι αιμομιξίες αφθονούν.
Δεν σημειώνεται όμως ποτέ διαζύγιο
Έχει κι ο νους Λιτόχωρο
Με διαβαστές πλαγιές κι εύφορα μπλε θαλάσσης.
Κάποτε νιώθω να 'μαι ανάμεσα σ' αυτούς που δε γνώρισα ποτέ.
Από τ' αποτυπώματα του ανέμου πάνω σου καταλαβαίνεις αν πέρασε
Κόρη με δυνατούς γλουτούς και συνείδηση διάφανη.
                      αίνιγμα παρθένον εξ αγριάν γνάθων
Με λίγα σπουργίτια, μία βρύση και κανέναν άνθρωπο, μ' αυτά μόνον,
γίνεται να φτιάξεις το μοναστήρι πασών των θεοτήτων.
Για να φτάσεις στον οργασμό δεν σου χρειάζεται Shakespeare.
Κάθε τόσο μου στέλνουν ένα μπουκετάκι με μισοσπασμένες λέξεις
δυο μακρινές ξαδέλφες μου από την εποχή της Σαπφώς. Τη μια τη λένε Αστρινή και την άλλη Λεμονέσσα..
Και καλό και κακό γίνεται να 'ναι το απροσδόκητο. Και το πριν μετά
σαν γίνει. Ας γίνει. Τα πάντα προσπαθώ προς χάριν του ένα. Ποδήλατο για τρεις. Ή τρεις για τον Βορρά του ανέγγιχτου.
Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες.
Ύστερα και τα πιο μικρά πουλάρια της λαγνείας μου θ' αναπηδήσουν.
Ελεατών ελληνικά και Μακεδόνων διττά Δία! Αναφέρονται στιχομυθίες, ψαύσεις ακρομηροφιλείς, ενεστώτες του ρήματος της δίψας.

ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΣΥΚΙΑ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ Ή ΣΤΗ ΣΙΚΙΝΟ
Επιλέγετε μία θέση πλάι σ' έναν χαλασμένο μαντρότοιχο που το
άνοιγμα του μπάζει αεράκι γιομάτο μνήμες του '21 και ψεκάδες θαλάσσης. Η παρουσία στη γειτονιά μιας αίγας θα ήταν ευκταία. Μερικές νύχτες τ' αφήνετε κάτω από τρία τέταρτα σελήνης και τριζόνια
μυριάδες. Με τα πρώτα του όρθρου και λίγη αδημονία πριν το δάγκωμα δοκιμάζετε αν διαστέλλονται τα ρουθούνια σας, και αφήνετε να
διαρρεύσει κάτι μενεξεδί με υγρόν ώχρας εωσότου νιώσετε το γάλα
της νέας ημέρας. Τότε απλώνετε το χέρι σας.
ΑΜΑΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ Ο ΠΑΡΑ
        ΠΟΤΑΜΟΣ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΚΙ ΑΡΓΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ
ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ ΧΩΡΟ ΜΑΣ στάσιμα τα νερά
Λιμνάζουν. Ωμές τρώνε τις αλήθειες οι άνθρωποι
Και κουκιά βγαίνουν τα θεοΰφαντα. Μείνε κοντά μου μύρτον του Αρχιλόχου
Είσαι της γης ο γόης και της Αίθρας ο κότινος
Αυτά που γράφω δεν «γίνονται» ούτε «παίζονται». Αλλά
Υπάρχουν στο ους του Διός εάν όχι στ' αζήτητα
Πένες χθεσινές πτέρυγες κυκλαμινίσκοι του αφελούς βιολέ
Στάχυς θα υπάρχει ακόμη σιτίζοντας τους πληθυσμούς. Αλλ' ο
Ένας όσο κι αν από μαΐστρο έμπλεος είναι στον ενεστώτα του καιρού λιμώττει
Παίζουν οι ευωδιές τυφλόμυγα και σαστίζει της νύχτας τ' αλογάκι
Μπρος, ας διαγράφουν οι Αντιγόνες και ας
Αντικατασταθούν δικαίως οι Κρέοντες όλοι
Αδιάκοπα να ευδοκιμεί ο ηδύοσμος ως νους μονογενής. Και οι λοιποί ερρέτωσαν.
ΥΓ. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και όσοι πέτυχαν απ' την
Κακοτυχία να επιστρέψουν δεν χαμογέλασαν ποτέ. Όπως
Δεν χαμογελούν ποτέ τους τα έντομα.
                                                       *
Όπως και να το κάνεις, ένα κομμάτι «πάντοτε» στον άνθρωπο θα υπάρχει.
Ελθεδέτε Κύνθια
                           πρόσμερο και αθιβαδίτες του έννερον
υφαλίσκου άλλωστε και τα ένδενδρα καιρός να περιβραχίσουνε
και ας φιλεί το κύμα και ας ευνοοιωνοεί ο αν άνεμος.
                    Επειδή και της βροχής
είναι σκέψη ο νους κι ελάσσονος χρυσού το πολύ πολύτιμο.
Καιρός του μάνια και του λεβαντείν.
Κάθε τόσο μου ξανάρχεται μία σύνθεση από γης ηλιοκαμένη για δύο
μπλε κολπίσκων κι ένα του μάκρους ώχρας ακρωτήριο.
Τράβα μόνος σου ο ίδιος κι όσο πιο δυνατά μπορείς το σχοινί που
ανεβάζει το καλαθάκι σου στα πιο εμπιστευτικά σου Μετέωρα.
Ως κι ο καημός εάν τον ταξιδεύεις χρειάζονται όκια.
Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει. Που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου.
Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε περάσει!
Επειδή και η φύσις δίγλωσση μοιάζει να είναι, και με τη λέξη θάνατος πεθαίνουν όλοι, αλλά στα ψέματα.
Ο καλύτερος αγωγός θερμότητας είναι η λύπη. Γι' αυτό βλέπεις να
καίνε κάθε μέρα οι καμινάδες, χωρίς να φαίνεται πουθενά καμιά φωτιά.
Των καλογέρων ελάχιστες ελιές κι η αγρυπνία.
Και δύο βυζαντινής τεχνοτροπίας εικόνες που δεν έπρεπε να παραλειφθούν:
    1. Κοίμησις του Γεωργίου Νόελ Γόρδον Μπάυρον, των ευζώνων Αγγέλων προσκυνούντων, εν Μεσολογγίω τη 19η Απριλίου 1824.
    2. Βαϊφόρος με την είσοδο του πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος κόμητος Ιωάννου Καποδιστρίου, των κωδώνων χαρμοσύνως ηχούντων και κροτουσών των ελλιμενισμένων ναυαρχίδων, εν Ναυπλίω τη 8η Ιανουαρίου 1828.
Ο τρόπος να μετράς σύνολα αστερισμών είναι απαράλλαχτος με τον
τρόπο που μετράς σύνολα λέξεων συν ένα. Αυτό το συν αποτελεί,
όσο μικρούτσικο και αν είναι, ακόμη και δισύλλαβο, τη μόνη μας
υπεροχή απέναντι στον απέραντο όγκο του υλικού κόσμου.
Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα
αισθήματα, και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι. Το εκ
του μη όντος ον λογαριάζει.
Να πετύχεις μονόλογο σε όλες τις διαλέκτους του τρεχούμενου νερού.
Σαν ποταμός εξ αίματος εξάδελφος του Ευξείνου.
Θα μπορούσε και ο ευγενούς καταγωγής Juan Grís να κυκλοφορεί πό-
τε πότε μ' ένα φευγάτο του Max Ernst φεγγάρι.
Αν έφτανε ο άνθρωπος να μεταστοιχειώσει την ορθή δίκη σε βερίκο-
κο ακμής, θ' αρκούσε για να κατεβεί μερικά σκαλοπάτια ο θάνατος.
Κάτι κόκκινο πριν απ' το αίμα
Μόλις φτασμένο απ' το παρ' ολίγον μέλλον.
τότε βάλλεται, τότ' επ' αμβρόταν χθόν' εραταί
ιών φόβαι, ρόδα τε κόμαισι μείγνυται

                            ΣΤΑ ΕΠΕΙΤΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ   
Από τα στιγμιότυπα που πρόφτασε να πάρει ο χρόνος και να εμφανίσει σε κατοπινούς αιώνες, επέτυχα να συγκεντρώσω μερικές μαθήτριες του Γυμνασίου της Σαπφώς:
-Εξακολουθεί να μετατοπίζεται σαν σκιά στο σεληνόφως της Λυδίας η Ατθίς, με ανασηκωμένο από το αριστερό πόδι το χιτώνα της.
- Με μια καρότσα φτάνει καλεσμένη απ' τη δούκισσα του Κεντ η Γυριννώ να πιει το τσάι της, ανυποψίαστη για το τι τεκταίνεται στη Μικρά Ασία.
- Ναυτόπαις η Γογγύλα δουλεύει σε κορβέτα αγκυροβολημένη στα
νερά των βραχονησίδων της Νύμου και άγαμος.
-Η τύχη της Ανακτορίας αγνοείται. Τα ως τώρα δεδομένα συγκλίνουν με την άποψη ότι έχει απολεσθεί από αβλεψία του τυπογράφου.
-Όσο για την Αριγνώτα υπάρχουν διαφωνίες. Σύμφωνα με μιαν
άποψη διέφυγε στην Αίγυπτο τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Κατ' άλλους επιβιοί και στις μέρες μας με το ψευδώνυμο Κυρά Παναγιά ή Μαρία.
                                                       * 
Να ταΐζεις την άνοιξη με απόσταγμα κυτίσου και βαθύ μπλε Veronese.
Αν είσαι γεννημένος για τα τέτοια, φύλαχ' τα. Δεν ήρθε η ώρα ακόμη. Κάτι σαν βρυχηθμών βροχή διατρέχει το διάστημα τελευτώντος του εικοστού αιώνος.
Και διαμάντι στα δύο φτάνει να κόψει ένα μαχαίρι, αρκεί να 'ναι από συμφέρον.
Για τα κακά σημάδια υπάρχουν τα καλά λημέρια. Να πιάνεις κάθε
ορτύκι από τη σκιά του ή στην ανάγκη να ζουπάς τα σκάγια στην παλάμη σου όπως κουκούτσια. Σ' ένα τέτοιο κυνήγι ο σκύλος σου να
'ναι από ευγενές μέταλλο.
Πήρε τα φύλλα κίτρινα ο αέρας βροχερές κιθάρες.
Μάργαρον ύδωρ.
Αν ο ύπνος σου είναι κατά το ένα τέταρτο Vermeer μη σε νοιάζει·
μετά μία ή δύο χιλιετίες θα σου φανερωθεί ολόκληρος.
Της ευτυχίας ισχύουν όλα τα κρατούμενα μείον
Που είναι αδύνατον να τα προσθαφαιρέσεις.
Και η τελειότητα ένας είναι Παράδεισος που δεν εγνωρίσαμε ποτέ.
Μόνο που την ιχνηλατούμε. Με κάτι αγριμόνια μικροσκοπικά ή χαδάκια γάτας κι αλλά πολλά ωραιούλια επιστρέφουμε και την ακινητούμε.
Κρίνα, γιούλια και μαγνόλιες σωρεύει ο θερίζων
Και ποτέ προσκομίζων πλούτη Κύριος.
Στα καταστήματα των νεοτερισμών τα έτοιμα ποιήματα στοιχίζουν
τρεις ή δέκα λέξεις φθηνότερα, όσες ακριβώς θα χρειαζόντουσαν για
να γίνει το ναι ίσως και το ίσως πάντα· χώρια εάν είσαι αγοραστής
Μαΐου σ' εκείνες τις κατά την περίσταση ομοβροντίες πάνω σε τάπητα χλόης, όπως φρέσκες παπαρούνες.
Κι ένα άστρο που σου κρύβεται, μην τύχει κι είσαι ο ιδιοκτήτης του.
Σύκα της ωρίμανσης στο βυθό του Αυγούστου και πουλιά μη μου
άπτου, σταλτά χωρίς καμιάν διεύθυνση.
Αν θες να ωτακουσθείς του ίδιου σου του εαυτού, φρόντισε να 'χεις
περάσει μια πλήρη ζωή μικρού Βοτανικού Κήπου.
Για κάτι πιθανόν καλύτερο, που εάν δεν έσωσε να βγει
Πάλι ο κόπος μαρτυριέται οποσακισούν.  

ΒΑΡΥ ΤΟ ΧΩΜΑ ΚΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ
                ΜΕΤΑΤΟΠΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΚΩΔΩΝΟΣΤΑΣΙΟ
ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑ τόσο πλάι παραπλανούν το θάνατο
Οι μπεγκόνιες του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών στενάζουν
Λίγο ακόμα και θα παίξουμε Παρασκευή για όργανο
Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη οπωροφόρων
Τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά μαζί
Μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα
                                                  Δυτικά της Λύπης
Ντανγκ ίσως και να σημαίνει εγώ ίσως εσύ. Στο ένα πόδι
Ξεκινήσαμε όλοι μας αλλά για δυο περπατηξιές. Μια του απάτητου όρθρου
Και μια του δίχως τέλους δειλινού της Οίας. Όπου σημαίνει
Μέσα μας συμπυκνωμένα ημερονύχτια δρουν τα πιο πολλά εν αγνοία μας
Και τι πράο το χόρτο τι τραχιά η σπασμένη άδικα πέτρα
Έτσι ο κόσμος ο Ελευθέριος ο Μάρτης ο Ιωσήφ η Άρτεμις ο Κήρυκος
Η Μελισσινή και τ' άγουρο εγγόνι της Βατάνας
Η ακή του χρόνου φτάνει έως τον Ήφαιστο.
Στο αγώνισμα των πέντε δυσκολιών έχασες τη μία για πάντα.
Σαν την απωλεσμένη καθ' οδόν μέλισσα που θυσιάζεται. Πλησιάζει
ο χρόνος και την τρώει με βουλιμία.
Το κατά λάθος λάθος μπορεί να σε οδηγήσει και σε αλλά επόμενα,
δεν σε επαναφέρει όμως στο σωστό ποτέ.
Η τρέχουσα ευφυΐα είναι μια ισορροπία ανάμεσα στο χείριστο και το βέλτιστο.
Η καταιγίδα που κατά καιρούς ξεσπά μ' αστραπόβροντα και μουγκρητά προς στιγμήν σε απόσταση από τη Βρετανία είναι η φύσις που
για λογαριασμό της ανθρωπότητας επίμονα ζητά να της επιστραφεί
το κεφάλι της Μαρίας Στιούαρτ.
Κοίτα να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της Ιστορίας, επειδή έτσι και
μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια.
Κάπου θα συνεχίζεται το είδωλο που έβλεπε στις διόπτρες του ο
Ναύαρχος Νέλσων. Μένει ωστόσο ακόμη απ' έξω μια κραυγή που
ξέφυγε απ' την ακατέργαστη ανθρωπότητα.
Κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί τι άσμα περιέχει ο θόρυβος προτού
μεταφραστεί σε κατάλευκο ατίθασο άτι.
Οι δυνάμεις που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα καρπούζι τον
Αύγουστο είναι κατά πολύ ανώτερες απ' τις άλλες που συντρέχουν
για να συντελεσθεί ένα κακούργημα σε οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου.
Κουράγιο χρειάζεται. Ανάμεσα στον δείκτη του χεριού σου και την
άκρη του τετραδίου σου απλώνεται τεραστίου μήκους έκταση που
έχεις να διανύσεις.
Αποτελώ ένα εύδρομον που συγκρούεται συνεχώς με το κοινό αίσθημα των μελετητών. Ποιος υποβαθμίζει τον άλλον θα φανεί κάποτε.
Για την ώρα χάνω πάντα από την έλλειψη στις μέρες μας καταλλήλων οργάνων ναυσιπλοΐας.
Στον Εύξεινο των δημητριακών άμε να ζέψεις θύελλες.

                        ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΤΡΙΤΗΣ
Αέτειος τύχη φυσάει κι ολοένα πιο φθοροποιά παρουσιάζονται τα
ερείπια. Εγώ τα βλέπω καινούρια με στολή αετού, μεγεθυμένα μες
στο μέλλον. Μια γυναίκα ξετυλίγει τον ήχο και τον στρώνει στο δάπεδο. Τα δύο πόδια που φαίνεται να προχωρούν προς τα πίσω εξακολουθούν να έρχονται καταπάνω μου. Ξάφνου ανάβουν τα φώτα και
βλέπεις την ηρωίδα του έργου με τα καθημερινά της.
Μυρίζει κλεισούρα εδώ μέσα. Φαίνεται πως ο μικρός του εικοσιεννέα είναι που σκηνοθέτησε την κλοπή. Στην αίθουσα του δικαστηρίου οι δύο γυναίκες από την πολλή προσπάθεια έγιναν τρεις. Ο αγκώνας της μιας είναι συνάμα και κρύπτη. Στο βάθος υπάρχει κι
ένας ανδριάς αορίστου εποχής έφιππος. Βουίζει κι ακούς τα γεγονότα να τρέχουν. Είναι χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Μα
δεν παρουσιάστηκε κανείς.
Κείνοι που κάναν την παρέλαση θα 'χουν κιόλας τώρα φτάσει στην
εκκλησία. Μια κυρία με σταματά και μου ζητάει λίγο νερό. Μια
άλλη με κοιτάζει απ' απέναντι. Φορά μια πλατιά κι ανάλαφρη ψάθα,
προσπαθώντας να χωρέσει μέσα της όλον τον ήλιο. Δίπλα της μια μισάνοιχτη πόρτα. Κι η θάλασσα. Μια ελαφριά τρικυμία όπου κυριαρχούν εναλλάξ τ' αρώματα της μπανάνας και της βιολέτας. Κλυδωνίζομαι κι επιμένω. Έχουνε δίκιο. Το μεγάλο μας όφελος είναι από τις
πολλές μικρές καταστροφές. Έτσι εξηγείται πως οι τοίχοι όλοι καινε και βγάζουν καπνούς, χωρίς να φαίνεται πουθενά φλόγα. Που σημαίνει ότι ο ήλιος ταξιδεύει, και όχι πάντοτε.
Ούτε ξέρει κανείς πως βρέθηκε εδώ. Διαθέτει μια πελώρια κινηματογραφική μηχανή και ίπταται. Με κάθε κλικ εκτινάσσει μικρά καθημερινά αντικείμενα, σφυρίχτρες, χτενάκια, μολύβια, βούρτσες. Μου
μπαίνει ο πειρασμός και πλησιάζω. Βάζω με το νου μου ένα παλιό
εγγλέζικο τραγούδι για την άνοιξη και περιμένω με δυσπιστία. Πρώτα αισθάνομαι να πέφτει χωρίς λόγο μια λεπτή βροχούλα, και σε λίγο βλέπω από ψηλά λουλούδια πολλά, σκόρπια, σε μπουκέτα, και σε
ολόκληρα στεφάνια. Σωστός κατακλυσμός. Την ίδια στιγμή που μήτε ακούς μήτε οσφραίνεσαι τίποτε· αλήθεια θα 'ναι, φαίνεται, και το
ύψος του Κρόνου και το βάθος του Τάμεση.
Αν δεν σου λείψει ένα κομμάτι ζωής, όνειρα μην περιμένεις. Του χαμού πάντοτε είναι ιδιοκτήτης ο καιρός, κι εμείς σχεδόν σοφοί αλλ'
ως γέροντες, που ο ύπνος μας μαθαίνει ολόκληρους απέξω. Μας αποστηθίζει. Το εικοσιτετράωρό μας είναι μια συνεχής ανάκριση. Είναι
χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Στην πραγματικότητα
όμως δεν υπάρχει τίποτε. Κάθε καθρέφτης έχει κι από 'να δικό του
είδωλο που, μόλις πάω να κοιταχτώ, με αλλοιώνει. Κατά λάθος μαθαίνει κανείς και μυστικά που περνούν γι' αλήθεια. Μολονότι τόσο
εκτεθειμένη στο φως δεν ξεβάφει.
Η παρέλαση ακόμη συνεχίζεται. Μπρος πάνε οι σαλπιγκτές και πίσω τους οι βαθμοφόροι με τα διακριτικά τους. Από το πλάι στη διαδρομή προφταίνουν να ιδρυθούν ζαχαροπλαστεία και ζυθοποιεία.
Σκέφτεσαι τι σπουδαίο θα ήταν να μπορούσε όλος ο τελευταίος πόλεμος να χωρούσε σ' αυτό το τετραγωνάκι. Τώρα οι πρώτοι θα έχουν
φτάσει κιόλας στη στροφή του δρόμου και θα πλησιάζουν στο λιμάνι. Με το που αρχίζει να σκοτεινιάζει, ο καφετζής της γωνιάς σκαρφαλώνει σ' ένα τραπέζι για να κρεμάσει ένα φαναράκι. Μόλο που δεν
έχει δεύτερη παράσταση απόψε. Ετοιμάζομαι να τρομάξω.
Ακούγεται μια βοή. Θα 'ναι τα γεγονότα που ολοένα τρέχουν. Μερικά παραχαραγμένα σαν χαρτονομίσματα. Ζητώ ν' αγοράσω αξιοπρέπεια σαν αυτή των ελεφάντων που απομακρύνονται για να πεθάνουν. Είναι μέρες τώρα που ανεβοκατεβαίνω σκαλιά χωρίς να βρίσκω το σπίτι μου. Θα πρέπει να γραφτεί και το τελευταίο κεφάλαιο
της ιστορίας για να δω αν ανήκω στη φυλή σας. Δε μου αρέσει. Όλα τελειώνουν κάποτε.
Ένας κλητήρας απλώνει τον τάπητα της δικαιοσύνης.
                                                       *
Και μετά που δάκρυσα είδα τα βουνά
Γινωμένα ιερά να βασιλεύουν
Πίσω από τον ήλιο.
Το θαύμα είναι πάντοτε μονογενές. Η παραμικρή προσθήκη ευφυΐας
Μαγιού το μεταβάλλει σε γεωμετρημένο λαχανόκηπο.
Οι πενταροδεκάρες της ατιμίας που μήτε τις παίρνεις είδηση αποτελούν εντούτοις, όπως το αντίστροφο ενός εράνου, την απώλεια του
μισού κεφαλαίου σου.
Φορβάδες θέλει το κριθάρι κι αναιδείς αναβάτες οι φορβάδες.
Αν καταφέρεις να βγάλεις Blake απ' τον Shelley και Shelley απ' τον
Blake έχεις ήδη γίνει η αρχή ενός νέου Vasco da Gama.
                    Αιολεύς έβαινε Δωρίαν κέλευθον ύμνων
Από τις παράνομες σχέσεις ανάμεσα στα άλογα του Paolo Uccello
και τα νούφαρα του Claude Monet πρέπει να γεννήθηκαν τα πιο καθαρόαιμα μονόχρωμα του Rothko, ή αλλιώς η απόλυτος ζωγραφική.
Άπαξ και φτάσει να θεωρείται αλάνθαστο ένα χρώμα, δεν υπόκειται
πλέον στην εξέλιξη, ακριβώς όπως ένας τέλειος στίχος. Μάθε
ν' αγοράζεις πάντοτε από την ίδια -όσο μεγάλη κι αν είναι- ποσότητα του ελαχίστου.
Κι αυτό που θα το λέω «αείπηγον», εννοώντας κάτι μικρά πατήματα
βρυσούλας κει που διάβηκε Όλυμπος.
Αν δεν έχεις κάνει έρωτα ποτέ σου με τα μαθηματικά, δε θα μπορέσεις ν' αποδείξεις ότι τα γραφτά σου τους μοιάζουν.
Είναι τόσο σχετικά τα μεγέθη, που αυτοκαταργούνται. Ένα ικανό
μυρμήγκι βαρύνει -σε απόλυτο αξία- περισσότερο από έναν μέτριο πρωθυπουργό.
Άσπρα κομματάκια σύννεφο έδειχναν
Τι λογής φυσάει στον κόσμο εκείνον.
Ο βήχας του Ιουστινιανού δεν έχει μεταφραστεί ακόμη. Εξού και
η δυσκολία να κατανοηθεί ως τις μέρες μας η δημιουργία του Βυζαντίου.
Και ως γη και ως ώρα, η μεσημβρία σημαίνει την ίδια σου την καμπάνα.
Τόσο το θέρος, τόσα τα πουλιά, και σε μέγα βάθος
Η πάντων και πασών Ελληνίς θάλασσα.

ΟΣΟ ΠΙΟ ΤΑΧΥΝΕΤΑΙ Η ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΓΗΣ
                    ΜΙΚΡΑΙΝΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟ ΣΥΝΟΛΟ
ΜΙΚΡΗ ΤΗ ΛΕΝ παρόλον που μ' αφειδείς πόταμους και βουνά
Ημιάγρια πυρός έμπλεα μοιάζει να είναι
Για μας τους άλλους η γαλάζια υδρόγειος. Χαϊδεμένο το άδικο
Αενάως ασχημονεί και οι πέτρες από ένστικτο
Προς κάτι τ' ορθογώνιο κατατείνουν. Ας δείξει πυγμή το
        οποιοδήποτε τριαντάφυλλο
Δεν είναι ποτέ του έξω απ' το παιχνίδι
Θα περάσουν χρόνοι πολλοί και ακόμη θα λυπάται που δεν
Του 'τυχε να γεννηθεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος
Όσο για μένα με τον ρου του πόταμου πηγαίνω και σε ξανθές ή
Μαύρες όχθες μήπως μ' αποθέσει. Κοιμάται μέσα μου
Μια μέρα που η μισή της δεν έσωσε να πήξει ακόμη
Τρίτη θα γίνει και Τετάρτη επίσης με πουλιών και βοτάνων
        εορτολόγια. Επειδή
Τρώγοντας από σένα τον ίδιο επιβιώνεις
Και η κάθε στιγμή την άλλη ωσάν να εκδικείται υπάρχει
Αργότερα θ' αρχίσουν των Παναθηναίων οι θεωρίες
Με ροδίτες βότρεις κάνιστρα κι ακριβά του Ζήνωνος ρήματα
Ευοί ο διάττων άνθρωπος ευάν ο νιόνυμφος της Μοίρας
Λίγο ακόμη και θα συνουσιαστούν ανδρεία και κάλλος.
Την άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις. Και ή πάς να παίξεις τρικυμία ή πνίγεσαι.
Με δυο κεράσια ιππαστί στ' αυτιά
Τελάλης του έαρος να συνεγείρω τ' αντανακλαστικά
Του ποτέ παλαιού La Bruyère
Μετέωρου του πελάγους προβαίνω.
Και στον ενεστώτα του αρέσει να ξενοπλαγιάζει ο έρωτας και στον
παρακείμενο. Με λίγο παραπάνω πιπέρι κατά την περίσταση.
Μια εξίσωση από κολοκύθια που βράζουν χωρίς κανέναν προορισμό
είναι η ζωή. Αμέτε να μετρηθείτε, αχθοφόροι του ονόματός σας.
Η σκέψη ξεβάφει, ο νους ποτέ.
Σ' ένα τετράγωνο αιγιαλού βότσαλο ροζ-βιολετί κίτρινα του κηρού
και άγριου πρασίνου τοποθετημένα με τάξη μαθηματική εξορκίζουν
την αταξία των νοημάτων, επαυξάνοντας το επιπλέον τρωτόν του τρωτού.

                                    ΜΠΟΛΕΝΑ  Ι
    1. Τόσον ωραία που δεν την έχει δει κανείς ποτέ του. Άλλωστε
με το πρώτο φως γίνεται άγαλμα με λευκά μάτια και μένει ανεπηρέαστη απ' τις εκρήξεις σε βαθύ φαράγγι πλάι σ' έναν σταματημένο υδρόμυλο.
    2. Μαθημένη στην ένδεια η πέτρα δεν ζήτα ούτε να φέρει πίσω τη
μέρα ούτε να την ωθήσει μπροστά.
    3. Σχεδόν είναι ίδιοι, φοράνε μεταλλικά κουμπιά και κράνη. Προχωρούν μες στο σκοτάδι, σπρώχνονται ανάκατα να μπουν: ο Φορλεόνι, ο Γκίζι, ο Καράγιωργας, ο Πρανπολίνο, ο Παππάς, ο Χαρώνης, ο Περτίνι, ο Ζώης, ο Μπουρνάζι. Για μισή ώρα τα παιδιά των αγγέλων
κρατώντας της αγαπημένης τους το χαμόγελο.
Από την τρέχουσα πραγματικότητα στην απώτατη προφταίνω να καταλάβω ποιος είμαι.
Η ίδρυση της προσωπικής σου πρεσβείας πλησίον των αλλοεθνών
πουλιών θα συντελούσε στη διεθνή συνεννόηση. Όχι τόσο μέσω των
κρωγμών όσο μέσω των σκιρτημάτων, που η έλλειψή τους στις ημέρες μας δημιουργεί τον κίνδυνο αληθινού λιμού.
Έχω πει τόσες πολλές αλήθειες, που μοιάζει με ψέματα.
έμοι δ' ολίγον δέδοται
θάμνος δρυός
· ου πενθέων δ'
έλαχαν, ου στασίων
Περιβρέχει με χόρτα τη μισοκαμένη γης που αφήσανε όσα δεν έσωσε ποτέ αδαμαντερά λόγια να γίνουν.

                                    ΜΠΟΛΕΝΑ II
    4. Μπολένα, Μπολένα, είσαι του κατά λάθος θανάτου το θύμα και
τ' αυριανό νεογέννητο. Σε τρέφει το γάλα των στρατιωτών και το δάκρυ των μαρτύρων.
    5. Η νεότητα μπορεί να εκτελεί των άλλων διαταγές, για δικό της
όμως λογαριασμό ένα και μόνον κράτος αναγνωρίζει.
    6. Τρέμει στην παγωνιά με χείλη μπλάβα και δεμένα τα χέρια
στον κορμό μιας ανύποπτης βελανιδιάς ο χθεσινός λοχίας. Τόσο
πληρώνεται στη γης αυτή η εκ γενετής πραγματικότητα.
    7. Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός.
Θέλει τουφέκι ο χρόνος, αν επιθυμεί να γίνεις μια σκέτη ανάμνηση.
Από το πορτοκαλί στο κόκκινο και από τον ίασμο στο γιασεμί το πως
προφέρεις δείχνει το πόσο αρέσκεσαι στην ύλη. Ένα ρω που τρως
και σου εμφανίζεται άγιος.
Άδικο κι ανεπίτρεπτο είναι οι Ταξίαρχοι της Μουσικής ή της Ζωγραφικής να περνούν τα σύνορα με τον ίδιο βαθμό, και οι ποιητές
υποβιβασμένοι στο βαθμό του λοχία. Εκτός κι αν η τέχνη του λόγου
σκοπίμως κρύπτεται από τις δυνάμεις της αντικατασκοπίας.

                    ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΓΝΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ 
Όσο κι αν μειώνω αυτά που σημειώνω
        πάντα κρατώ τον όνο
    Που θα με φέρει πίσω σ' όσα δεν
            έσωσε να λύσω.
Κάλλιο να δίνει της γαλήνης προσάναμμα κανείς μ' ένα σκέτο ελαιόδεντρο.
Το διαμάντι δεν είναι παρά το προϊόν της μακρόχρονης και πεισματικής προσπάθειας ορισμένων ανθρώπων ν' απαλείψουν το μαύρο μέρος της μοίρας τους. Eξού και είναι τόσο σπάνιο.
Τα ποτήρια του Mozart και του Haydn εγγίζονται τόσο πολύ που κινδυνεύουν να σπάσουν.
Όσο πιο κακός καμαρώνεις ότι γίνεσαι τόσο περισσότερα κιλά χάνεις από το βάρος της δοσμένης ευφυίας σου. Κουτή μέλισσα που με το κεντρί σου χάνεσαι.
Υπερεκχείλιση στη στεναχώρια πάει να πει αμολήστε τα σκυλιά.
Κάπου στον κόσμο των κλειδιών θα υπάρχει κάποια παρατεταμένη λύση.
Σε μιαν άλλη διάσταση την ώρα που εγώ κοιμούμαι ακούω από τον
κάτω όροφο τον εξάδελφο του νου μου ν' αφηγείται το πως τη βασιλεία των Περσών παρέλαβεν ο Δαρείος Υστάσπου. Πραγματικά,
όπου να 'ναι θα μπει ο υπηρέτης του, εκτός κι αν εγώ ξυπνήσω.
Και το ένα σ' άλλο απανωτά κοπάδια του ύπνου ροζ
Ή γκρι με βούλα. Τα για σφάξιμο.
Σε μεσιανό δάχτυλο ο ευφυής διακρίνεται και ο άτυχος.
Και συνήθως πλέον εύδρομος ο ενάντιος είναι.
Η ασχήμια δεν άφορα την δράση, όσο τη συμπεριφορά. Ένα βάναυσο σκούντημα τοποθετείται στον αντίποδα της Femme-Fleur του Picasso.
Η απόσταση ανάμεσα στο τίποτε και το ελάχιστο είναι κατά πολύ
μεγαλύτερη απ' ό,τι ανάμεσα στο ελάχιστο και το πολύ.
Φαντασία ψυγείου δεν μας χρειάζεται ούτε διαλογισμός καπνιστός.
Χρειάζεται να 'ναι η σκέψη σου πέστροφα και να μη φτάνει ποτέ της ως τη φωτιά.
Σε όλα τα δέντρα θα πρέπει να υπάρχει το όνομα κείνο που σε ένα
μόνον άπαξ εχάραξες.
Γιατί και ο έρως μια θαυματουργία είναι.
Τον κορυδαλλό τον ακούς μόνον όταν δεν τον βλέπεις, όπως την
έμπνευση τη βρίσκεις μόνον όταν δεν την κυνηγάς.
Της Κρήτης είναι και της Αττικής τα γονικά μου:
-Εάν τρως του παραθαλασσίου σου αμπελώνα ροδίτη κι είναι η
ίδια η Αφροδίτη που σε συντροφεύει, καταντά καθαρή αιμομειξία.
-Εάν το σταφύλι σου είναι μαύρο, σκόρπισε μικρές και μεγάλες
άρκτους στον ουρανό ή στη συνείδηση σου.
-Ένα πανέρι με καθαρή κέρινη σουλτανίνα θα βοηθούσε στον καιρό του να βγει διαφορετική απόφαση για τον Σωκράτη.
-Η φράουλα είναι της Τετάρτης με λιγάκι συννεφιά.
-Όσο για τα ροζακιά, είναι φρεγάτες για πορθμούς ευρύστερνους.

Το πλην του ενός με αγγίζει.
                                                 Που θα 'λεγε τινάς τις Πυθαγόρειος.
Και ζηλεύει σμαράγδι το πιο σπάνιο των παιδικών μου χρόνων δάκρυ.
Λιόφυτα λιωτά σε Ιούλιο και στριγκή μάγγανου ήχησις
Λάχεσιν έχει το νόημα του φωτός εκνοεμβρίσει.
Η απόδοση ενός πατρογονικού ελαιόδεντρου δεν είναι το λάδι του
αλλά το καθαρό νερό της σοφίας.
Εύφορες που 'ναι οι πεδιάδες και από δυνατό στάρι οπλισμένες, κάποτε μάλιστα πάνω στην ώρα που με ροζ και βιολετί ένα δεύτερο
νόημα το πρώτο παίρνει.

                    ΣΤΡΙΦΤΑ ΜΥΤΕΡΑ ΚΕΡΑΤΑ Η ΕΥΝΟΙΑ ΕΧΕΙ
          ΦΟΒΟΥ ΛΑΧΝΟΥΣ  ΚΙ  ΕΧΕ ΝΟΥ ΜΟΝΟΝ ΓΙ' ΑΓΑΠΗ
ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ ΕΙΧΕ Η ΤΥΧΗ ως φαίνεται
Και με χέρι μακρύτατο μεσοχείμωνα φτάνει ο Αύγουστος
Να μας αγγίζει. Αλλ' εμείς αλλού αποβλέπουμε
Κάνει πλώρη κι ας δαρτεί στην τρικυμία η πρώτη ζωή
Σ' ένα μεγάλης διαρκείας εναντίον έζησα μες στην ευμάρεια
Κυκλάδων χρυσοκύανων και πνοών Αιολίδας
Λείχοντας λέξεις κι άλλες των κλώνων συλλαβές διέφυγα
Κι από την Εσθονία ως το Ιράκ επήγα κι από το Ισραήλ έως
Την Κολομβία. Μόνος. Κι ως προς τα της χρείας ανένδυτος
Βρήκα βροχές κρυφές και νύχτες από γιούσουρι
Και νήμα δωρεάν του εάν και του όχι
Πού λοιπόν σε ποιου μαντείου τα μείον δωροδοκείται ακόμη τ' άγνωστο
Ποιας τρυγόνας άλμα ελευθερώνει κι ασημένιο ρίχνει
Μες στη νύχτα ιχθύν να σαλέψουν της θαλάσσης τα θήλεα
Καιρός να εικονιστούν τα είδωλα και στον ύπνο και πάνω μας
Είναι από τ' αποτυπώματά μας που θα υπάρξουν του έαρος οι επίγονοι
Κανείς άλλος δεν εξέρχεται σώος από τέτοιων αιώνων το άθροισμα.
Πολύεδρα του αδάμαντος εστέ η ζωή μας.
Ακόμη και στα βάθη ενός τρομακτικού θορύβου, ένας Ήφαιστος
εξακολουθεί να κοιμάται πιστεύοντας ότι με την αύριο αυτός είναι
που θα γεννήσει τον αληθινό θόρυβο.
Όπως η γεύση με τη μετατόπισή της από τον ουρανίσκο στην άκανθα του βλέμματος μεταβάλλει μια φράουλα, και δη con limone e
zucchero, σε κόρη δεκαοχτώ ετών και εικοσιδύο καρατίων, έτσι και
η σκέψη από απλός ερεθισμός κάποιου κέντρου του εγκεφάλου μεταβάλλεται σε θάλασσα ηδονικών αισθήσεων, που να ξετρελαθούνε
οι Θαλήδες όλοι του κόσμου.
Δεν είναι το φως που σε βοηθεί να διαβάσεις αλλά της πηγής του η σεξουαλική δύναμις.
Η ομορφιά μπορεί να πουλιέται. Στις τράπεζες όμως δεν κατατίθεται
ποτέ. Ο τόκος θα ήτανε μια φθορά επιπλέον στο υποτιθέμενο κεφάλαιο.
Στο μυαλό του καθενός περιμένει μια κότα.
κείνον, ος Ζεφύρου τε σιγάζει πνοάς
αιψηράς -οπόταν τε χειμώνος σθένει
φρίσσων Βαρέας επισπέρχη, πόντον τ' ωκύαλον
ριπαίσι ταράξη


                                         ΤΡΙΝÁΚΡΙΑ
Με λίγη ακόμη αφή και πολλήν όραση ο χάρτης ολοκληρώνεται. Κι
άξαφνα ντανγκ! Ο ήχος της καμπάνας που βουτάει ολόισια, διψασμένος θα 'λεγες για γνώριμα κι από καιρό χαμένα ύφαλα κει που
λευκάζουν ίσως ακόμη τα καμπύλα και γλιστερά μιας Αφροδίτης,
ν' ανεβάσει και να σκορπίσει στον αέρα πραγματικότητες παντοτινές, ει δυνατόν σ' ένα είδος μετάφρασης των Εβδομήκοντα· όπως ως
τώρα γινόταν με τον χρυσό του χαλκού που φύλαγαν για μας οι κώδωνες των ορθοδόξων, αν όχι και με την οξύτητα στη γεύση των καρπών της μεσημβρίας, ή με τις απόπνοιες της σταματημένης θάλασσας σ' εκείνα τα δειλινά που φτάνουν να μυρίσουν καρπούζι, κάπου
δυτικά της Αιολίδας. Από κάτι τέτοια είναι που πλάθονται οι αληθινές πατρίδες. Από τις μαγνητικές ιδιότητες που ακτινοβολεί ωσάν
ήλεκτρον η αγάπη κι επιλέγει κομμάτια ύλης που είναι στερεοποιημένες αισθήσεις για να ζήσει: αν όχι με το δοσμένο απλώς αλλά με
το φωτάκι που ανάβει στην άκρη των δαχτύλων μας κάθε φορά που
χτυπάμε πλήκτρα για να 'ρθουμε σε επαφή με τη γνωριμία ενός βαθύτερου κόσμου.
Η επιστροφή από την εξορία ορισμένων αγαπητών πραγμάτων και
η επανεμβάπτιση μέσα στον φυσικό τους χώρο συντάσσουν και τον
καταστατικό χάρτη ενός ετερογενούς κράτους. Ο απόηχος του ναϋδρίου που ξαναβρήκε το δρόμο του μέσα στα σύσκια δάση, ο αιφνιδιασμός πορτοκαλεώνων πέραν οιασδήποτε Λακωνίας ή Κρήτης με όλα τους τα επακόλουθα και η ανακυάνωση του πελάγους κατά μήκος Λέσβου, ευθύς που ξύπνησε κι αρχίνησε ν' αγριεύει, δανείζουν το ένα
στο άλλο ιδιότητες που ασκήθηκα να γυμνάζω και να προπονώ σ' όλη
τη διάρκεια της ζωής μου. Πορτοκαλί να 'ναι το μπλε και ελαιώδες το
πράσινο. Για να τραγουδάει τα βραδάκια η Ελπινίκη και να πλέκει
αιωνίως καταπιστευμένη στην τύχη της η μικρή Θέκλα.
Όλα να είναι άγουρα, όλα στην προπαραμονή τους. Ο παπάς στον
βασιλικό του, ο ξένος στο σπιτάκι του κηπουρού, και τ' απειράριθμα
μικροσκοπικά πουλάκια στη διαρκή έναρξη μιας καινούριας ημέρας.
Τι μικροψιλοψελλίσματα είναι αυτά, που λες και κάτω απ' τα δοκάρια με την ίδρυση κάθε νέας ημέρας επαληθεύεται το ελληνικό αλφάβητο. Επειδή εδώ, σ' αυτά τα μέρη, το παν ομιλεί, ο κισσός, η βρύση, το αγροκήπιο, και οι άκρες των τριών ακρωτηρίων, έτσι που οπως και να το κοιτάξεις καταλαβαίνεις ότι ce jardin donnait sur la
mer. Ένας κήπος όπου μου έπεσε ο λαχνός να μπω κι εγώ σπώντας
βέργες ανεμώδεις, όπως μπήκε ο Matisse με τα χρωματιστά χαρτιά, ο
Βενιζέλος με τα αντιτορπιλικά του, και ο Μακάριος με την ευστροφία του. Μιλώ για ένα επ' ακρωτηρίου ακρωτήριο, μοναδικό απ' όσο
γνωρίζω σε όλον τον κόσμο, και που ορίζει χωρίς καν ποτέ σου να το
έχεις παραδεχτεί μιαν εξουσία υπερπλήρη, που κάτω από άλλες συνθήκες θα 'χε η άνευ ανταμοιβής αγάπη απορρίψει.
Ναι, θα πεθάνουμε από μιαν άποψη όλοι μας. Αλλά όμως θα εξακολουθούμε να 'μαστε της ίδιας μας της ύλης ο συνεχής κι ατέρμονος όρθρος.
                                                       *
Ολίγου νου η βαθύοργη βροντή.
Κι ένα κουρέλι οσμής παλαιού σανού στο ράμφος πελεκάνου ανέμου.
Η εξ απροσεξίας ανορθογραφία στα νοήματα μπορεί κάποτε να βγάζει σε Martin Heidegger, όπως και στη μουσική σε Carl Maria von
Weber. Η εκ προμελέτης όμως μόνον στον Picasso και εναντίον
εκείνου του «όχι πάντοτε» που είπε κάποτε ο ίδιος.
Το πείσμα είναι υγεία. Είναι μια πρωινή γυμναστική που πρέπει να
την κάνουμε κάθε μέρα εάν θέλουμε να κρατήσουμε την επαφή μας
με το ζωντανό μέρος των πραγμάτων.
Στον αγώνα της μικρής ευτυχίας ευδοκιμούν κατεξοχήν οι μεταξεταστέοι. Με κανέλα και ζάχαρη ως και οι πτωχότεροι τη γνώσει επιβιώνουν κηφήνες.
Έχε το νου σου μην και χαθεί το δοχείο της φαντασίας σου.
Δε θα σου μείνει μήτε Αϊνστάιν μήτε άγιος Χαράλαμπος.
Σταγόνα τη σταγόνα ο χρόνος. Βρύση ποτέ
Υποχθόνιοι ψίθυροι όμως κατά καιρούς προ-
Πορεύονται των ημερών, κι ένας
Φεψάλυξ πυρ δίδει στων εγκόσμιων τ' άπτερα.
Από κίτρινο σε κίτρινο το μπλε σου ξεφεύγει σαν χαρταετός. Βάλε
μπρος τον άνεμό σου προτού χάσεις και τα προστάγματα της αυτοκρατορικής μοναξιάς σου.
Α, δώστε μου να φάω νεότητα σαν κρέας ωμό και ευρύστερνα τριαντάφυλλα για να θωπεύω.
Μεγάλα δέντρα της γενιάς του Εμπεδοκλέους.
Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ' ένα στεντόρειο μεσημέρι, γεμάτο από τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, να 'ρθει η ώρα που θα
δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις πίνεις δροσερό νερό, καφέδες, και τσιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα.
Αν είσαι άμοιρος της λατινικής σου χρειάζεται μια κούρα συνεχών
sine qua non, όπως αν είσαι κουφός των γεύσεων σου χρειάζεται δίαιτα με μουσική πικρής σοκολάτας.
Η φθήνια φτάνει κάποτε να στοιχίζει τόσο ακριβά, που ανάγκη πάσα
να γίνεις μέγας επιφυλλιδογράφος.
Από πραγματικότητα φτιάχνεσαι κατά λάθος και κανείς πλέον δεν
μπορεί να σου αλλάξει όνομα. Αυτό έχει σημασία. Επειδή τ' άλλα
σβήνουν και χάνονται σαν μέτρια ποιήματα.
Σε δύο μόνον πράγματα χρησιμεύουν οι λεγόμενοι συγγενείς: να πίνουν το λικέρ της γιορτής σου και τον καφέ της κηδείας σου.
Τρέφομαι απ' αυτά που οι άλλοι νηστεύουν για να σώσουν την ψυχή
τους. Χρειάζεται κάποτε να γίνεται παρά ένα φωνήεν αισθηματικό το στομάχι μας.
Να φωτογραφίζεις αν γίνεται τη στεναχώρια σου την ώρα που περνάει το τρένο κι αστραποβολούν τα παραθυράκια της.
Ενόσω δεν φτάνει να γίνει στενογραφία η ζωγραφική θα παραμείνει
απλώς μία δημοσιογραφία της εικόνας.
Χρειάζεται και να ντρέπονται μερικές συμπτώσεις. 
Θάμαρις ερημονίας η ομβρία και άτυπτος που ενδεώς τα πάντα βρώ-
σεται. Διακομιστί παν το ευ και το ουν επιδαψίλως προς με ύσγισε τα
ευσήμαντα. Πάλιον το βιείν. Έλα πολυγλυκιλιά μου, σεντόνισε τη
θλίψη σου, και τι χαρμός ν' ανθώνεις γύρω σου όλα τα!
Ύδωρ Κολονίας υπάρχει και εκ του φυσικού, αλλά για μας τους αδαείς της ευδαιμονίας απαιτούνται τρία πράγματα: παντελής απουσία
ψυχολογικών προβλημάτων, οξύ κίτρου 90° και αθωότητα νηπίου αιγάγρου. Προσοχή, το βάρος πέφτει όχι τόσο στη λέξη όσο στη χημεία και τα παράγωγα της.
                            ισοδένδρου τέκμαρ αιώνος λαχοίσα
Αν είναι κάλιον χρυσού ή περιστεριού πετάρισμα που καθορίζει
τους δείχτες του ωρολογίου σου, εξαρτάται από τας οφρύς του Διός.
Μια χορεύτρια που διετέλεσε χορτάρι στο έβγα του φεγγαριού με
μνημονεύει. Μου 'χει μείνει κάτι από την κίνηση των φυτών την ώρα του θανάτου.
ΟΣΟ Γ1Α ΤΕΛΟΣ ΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ ΕΠΑΙΡΟΝΤΑΙ
                      ΚΑΙ Η ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ
ΟΛΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ και οι τρύπες από το σφουγγάρι
Που υπήρξε τοίχωμα σπηλαίου και τώρα εκ των πλαγίων
Με πλησιάζει. Όμως το μάτι του βυθού καιρών άλλων στιγμιότυπα με  τα σημερινά συν-
Δυάζει. Έτσι που να μαθαίνεις μέλλον από πριν και δίχως γήρας  νεότητα
Πρίγκιπες των κυμάτων για χάρη ενός κακότυχου
Αναπηδήσατε. Θ' ακολουθήσουν γαίες με γιαλού γιασεμιά και
Γι' αλλού τρίτροχα. Ναι
Κάπου και για μας θα υπάρχει ένα ωραίο παράνομο
Σοφία σοφία του κόσμου τι μονόπτυχος είσαι ή με ναι
Ή με όχι τα λες όλα και τριγύρω σου συντηρείς τρικυμία
Περνάω αγρίμης και στα χείλη μου μόλις αγγίζουν
Διάττοντες μιας γεύσης μακρινής πίκρας και ταξιδιού ανέφικτου
Υπάρχουν ως και στο κενό γαζίες για τους αλιείς
και τους φιλέρημους. Ένας προς έναν όλοι μας περνούμε
Και από την καταστροφή και από της σωτηρίας το στέγαστρο
Κοίτα να συντομεύεσαι σαν χρυσαλλίδα επτάπτερος ω φίλε!
Οπόταν συναινούν και η γη και το ύδωρ μέσα σου.

ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ
     ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ Ο  ΘΑΝΑΤΟΣ

Και να! Μια ημικατεστραμμένη Θήρα που ως Νίσυρος επανακτίστηκε με γεράνια τεράστια και νερά κυλιόμενα παλαιάς Ιλιάδας κελαρύσματα. Όπου σημαίνει του βαρβάρου δεύτερη άνοιξη, νόμος δεν
γράφει, και πάσα του ηλίου ακταιωρός δεκτή, το άλκιμον ήμαρ και το
εξ όλων των χρωμάτων εν και πάλλευκον, το αχνάρι της μέλισσας
κει που δεν ετελειώσαμε ποτέ. Φιλιά που δόθηκαν κι άλλα που δεν.
Χαρέτωσαν.
                                                                        Ανθ' ημών η αγάπη.




ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (1960)

                                                                                             Στην Τζίνα Πολίτη

                         Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ
Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ
        απ' τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και
        η αύριο άγνωστη.
Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από
        το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη
Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα
        της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνια-
        στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε
Αλλιώς ωραία!
Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ' ένα θρόισμα, κι άλλα
        που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπα-
        ρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κε-
        φαλή της άναβαν. Και μία
Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί
Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι,
        δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται η ομορφιά
Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.
Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που
        έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς
        Ιεροδούλου, ζυγωματικά
Τεντωμένα στ' ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου.
«Μακριά απ' τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της
        μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο
        φως να 'ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα.
»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν' αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων
»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα
        στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι
»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»

                                          Η ΑΥΤΟΨΙΑ
Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να 'χει σταλάξει στα φύλλα
        της καρδίας του.
Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του 'χε αρπάξει τα σωθικά.
Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
        χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.
Οι φωνές των πουλιών, που 'χε σ' ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.
Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό
Που τ' αντίκρισε -είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του
        αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.
Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.
Και μονάχα στην κόγχη από τ' αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι
        πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το
        μαράζι του έρωτα και τη βοή του άνεμου.
Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ' αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε γυναίκα.
Θα 'χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.

                               Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
        τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα' φτανε
        να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν'αρπαχτεί  απ' το μέλλον,
        τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
        αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα.
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
        μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
        τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέσα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ' ανοιχτά για πάντα, κει
        που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
        πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.

                               Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
                                             (Παραλλαγή)
Μυρίζουν ακόμη λιβάνια, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
        τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα 'φτανε
        να πικράνει τον αέρα του Άδη
(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον,
        τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
        αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
        μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
        τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη κι αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέσα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν' αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους όνομα
Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ, μοναχά
        το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε τους καταρράχτες...
Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα, την
        είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα.
Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται σκληρά στα
        μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι
        ανεξήγητα μελανουργήσει
Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά του
        Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός.
Και η άχνα που ανεβαίνει απ' τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν πως δεν
        είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων.

                                          ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο
Χειμώνα ελάχιστε
 Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει
        πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

                               ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
                                                     ή
                                ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της: Μεσημέρι.
Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ' τον
        ωμό της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων.
Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το
        μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ' άγγιξε κι έτρεχα σαν
        τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ' αποστέγνωσε, κι έμεινα μόνος. Μόνος.
Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια
        να 'μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος του Ελέους!
Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορφή ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που
        σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλον αιώνα.
Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου 'δωκεν η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι άνθρωποι κι άνοιγα τις οργιές με βιάση να ξεδώσω μέσα της· να 'ταν αυτό που γύρευα; η αγνότητα;
Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα της μυρσίνης
        όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που
        έψαυε τα τριχωτά μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ
        μου», νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο
        των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ' αηδόνι.
Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περάσω, με το λίγο του όρκου στα δυο μάτια και τα δάχτυλα έξω απ' τη φθορά.
        Τέτοιες χρονιές -α ναι- θα 'ταν που εργαζόμουν να γίνει τόσο
        τρυφερό το απέραντο γαλάζιο!
Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά το αντίκριζα να
        με ατενίζει. Δίχως έλεος.
Κι ήταν αυτό η αγνότητα.
Όμορφη, κι απ' των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ' τον
        σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε
Που μ' έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς
        θεούς, αλλά βαρύς απ' ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου.
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών
        της: Μεσημέρι.

                                        Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ
Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους του μέλλοντος μου.
Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν' αρχίσει τώρα το ιερατικό της στάδιο, και σε μια Μονή Φωτός ν' ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή
        που ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ' ακρότατο δέντρο της γης.
Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα
        στην καταφρόνια, θα 'ρθουν -από το δυνατό του ευκαλύπτου
        οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν στης ασκητείας μου την Κιβωτό.
Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ' τα πουλιά το
        μόνο που μ' αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό της πίκρας
        λεξιλόγιο, δύο, καν τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη...
(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ' το ραμφί του
        σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια
        τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου
Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, ω Καιροί, δε συγχωρώ.)
Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη
Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ουράνιο
Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση
Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ' ανοίξουν, ένα ένα στα
        χείλη του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά
Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας
Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών
        ημέρα να μυρίσει
Και γυμνή ν' ανέβει το ρεύμα του Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος
Που μ' αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα στείλει το πουλί
Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να στάξει
Τρίλια της Παράδεισος!

                         ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ
ΚΥΡΙΑΚΗ-Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω: να γίνει αληθινή
        σαν δέντρο η ωραία Μυρτώ· και τ' αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια
        στα μάτια το δολοφόνο μου, για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πικρότατο μέλλον.
ΔΕΥΤΕΡΑ-Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει
        πως υπάρχω. Πριν ή μετά το βλέμμα που θα μ' απολιθώσει, το
        δεξί χέρι ψηλά κρατώντας έναν πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να
        ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.
ΤΡΙΤΗ-Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε μια παραλία πανέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες ραχοκοκαλιές θηρίων στα βράχια.
        Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας όρθια πάνω από τους ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θαλάσσης.
ΤΕΤΑΡΤΗ-Από την άλλη μεριά του Κεραυνού. Το καμένο χέρι που
        θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου.
ΠΕΜΠΤΗ-Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές από γεράνια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλιδιών στον ήλιο. Ένας τράγος μηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο
        καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ' από τα κέρατα.
        Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη του περιβολάρη, κι από την πολλή αγαλλίαση μια γλάστρα πέφτει και τσακίζεται.
        Α, να σώσω αυτόν τον ήχο!
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ- «Της Μεταμορφώσεως» των γυναικών που αγάπησα
        χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-λέ-νηηη! Κάθε χτύπος καμπάνας, κι από μια πασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως παράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλά σ' ένα μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι.
ΣΑΒΒΑΤΟ-Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες βλοσυροί και αμίλητοι: γι' αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα γύρω και το ραντίζουν με γαριφαλόνερο.
        Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απομαγνητίζουν το άπειρο!

 
ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ (1974)
ΠΡΩΤΗ ΣΕΙΡΑ
 ΨΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΔΩΤΟ
 ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί
Άνοιξη χνούδι περιστέρας
Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη
 Στ' ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία
 Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι
 Με τσιγγάνες που άρπαζε
 Σαν
 Χαρταετούς
 Ψηλά
 Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους
Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου
Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης
Άνοιξη σουσάμι αόρατο
 Από σύρμα που άξαφνα έσυρνε φωτιά
 Στη γωνιά του δρόμου με τις Καρυάτιδες
 Στρίβοντας
 Ένα τραμ
 Εστρίγκλιζε
 Στ' άδεια οικόπεδα η μασιά του ήλιου εσκάλιζε
 Την τσουκνίδα και το σαλιγκαρόχορτο
Άνοιξη μυρμηκιά της μέρας
Άνοιξη αίμα του βολβού
Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο
 Στων ωραίων γυναικών τα χέρια
 Όπου τύχει
 Ριπές
 Θάνατοι
 Εκατομμύρια σπερματοζωάρια
 Στων ωραίων γυναικών τα χέρια
 Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους

Άνοιξη τσίτι τσιτωμένο
Άνοιξη σφήκα του χεριού
Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε» «τέρας»

 Και το τέρας που γύριζε σαν τη λαντέρνα
 Μια παράξενη
 Άλλη
 Γειτονιά
 Και η χούφτα η βάναυση που ακαρτερούσε:
 Χάιντε η ριξιά να βρει το ζάρι της
 Κι η τζαμαρία το θαρραλέο λιθάρι της!
Άνοιξη κρύσταλλο και νίκελ
Άνοιξη παραπάτημα των κήπων
Άνοιξη «Μήνιν άειδε...»
 Θεά! Και τι σγουρά τα σκοτεινά τα μέρη!
 Και τα χείλη τι ζάχαρη βιολέτας!
 Και τι κηπάκι
 Τα λυτά
 Νωπά
 Μαλλιά
 Στην απαλή κοιλιά η ανάσα τι ταξίδι!
Άνοιξη μισοζαλισμένο ερείπιο
Άνοιξη κεφαλή Διός και πέλαγος
Άνοιξη Mercury Air Sedan
 Οι καμπάνες ανοίγανε μακριά
 Στο κενό του γλαυκού κάτω απ' τα βλέφαρα
 Μια ρουφήχτρα
 Που κατάπινε
 Άσπρα
 Πούπουλα
 Οι ορμόνες της μουριάς κυρίευαν τα ύψη

Άνοιξη μούρο αδάγκωτο
Άνοιξη βιδωτό φιλί
Άνοιξη χάσμα της λιποθυμίας

 Το ντουβάρι ορέγονταν κι αλλά καρφιά
 Στην ώχρα μέσα η μνήμη του Νοσοκομείου ξυπνούσε
 Το τραγούδι που άστραφτε από τις χρυσόμυγες
 Κι έφερνε
 Γύρους
 Χαμηλά
 Στην αυλή με το κόκκινο κι άσπρο πλακάκι
Άνοιξη βούισμα στους κροτάφους
Άνοιξη αμόνι και σφυρί
Άνοιξη πρόσθια καταβύθιση
 Κάποιος απ' τ' ανοιχτό παράθυρο έριχνε
 Λόγια που σπούσαν σαν αμύγδαλα
 Κάκτος
 Κάστωρ
 Κόνδωρ
 Ιέραξ
 Ενώ στ' αντικρινό το Παρθεναγωγείο

Άνοιξη 37 και 2
Άνοιξη Lone Amour και Liebe
Άνοιξη no nein και non!

 Τα κορίτσια δάγκωναν στη γομολάστιχα
 Και τινάζανε πίσω το κεφάλι
 Σαν
 Να τραβούσαν
 Έξω
 Του σφαγμένου πετεινού τα σπλάχνα
 Τα κομμάτια τα σπλάχνα μες στα δόντια τους
Άνοιξη δόντι λυσσαλέο
Άνοιξη φούξια του παροξυσμού
Άνοιξη αρτεσιανόν ηφαίστειο
 Κι άλλα κρυμμένα πίσω απ' το φεγγίτη
 Που πάλευαν τις ρόδινες κορδέλες
 Μια στιγμούλα μόνο
 Τα γυμνά στήθη
 Τα τρεμάμενα σπάρτα μες στους κάμπους
 Όπου ευφραίνονται οι ακρίδες
Άνοιξη σάλτο της ακρίδας
Άνοιξη μήτρα σκοτεινή
Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη
Στ' ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία
Μια κηλίδα
Μωβ
Πήγαιν'
Ερχότανε
Τα χυμένα νερά τα γυμνωμένα μέλη
Λάμπανε πίσω απ' το παντζούρι
Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας
Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη
Άνοιξη «αντίο αντίο παιδιά!»

1939
ΔΩΔΕΚΑ ΝΗΣΩΝ ΑΓΓΕΛΟΣ
Έρμης και χελιδονοδρόμος ποιος
Το πρωί με φοινικιάς Ροδίτισσας
Κλωνάρι τον αιθέρα καίοντας χύνεται
Πάνω από της Ανατολής την ορασιά
Στέγες κατάρτια δώματα καμπαναριά
Μ' ιριδόστιχτο πέδιλο μόλις
Αγγίζοντας
Ποιος - όταν μέσ' από του πόντου τις
Αμπελοβραγιές πηδώντας τα δελφινοκόριτσα
Βγάζουν κρυγιές φωνές αγριοπερίστερων
Πίσω απ' το ψάρι τ' αέρος το ακαμάκιστο
Και με την πελαγίδα ή τ' αρσινάκι στολίζουνε τα γαλάζια γένια του αϊ-Νικόλα
Του θαλασσάχραντου
Ραδινά τότε - ποιος της Χάλκης γιος
Το κολασμένο του «καμένου σπήλιου» λύνοντας
Κράτος ψηλά πηγαίνει τα τιμιότατα
Δώρα Θεού που οι χρόνοι δεν κατάλυσαν
Πάει πετάει - κι ο νους του αγάλλει σαν
Ήλιου αχτιδωσιά στης μνήμης των αρχαίων
Το χάλκωμα
Πάει πετάει - μα στις ψυχές χτυπά
Καμπάνα σηκωμού και αρνάδας λύτρωση
Βράχια που του νερού τα ξαναλέει ο αντίλαλος
Κοπάδια σπίτια που τα πάει Δάφνις γυμνός
Μαϊστραλίζουν οι μανταρινιές της Κάλυμνος
Κι ακούν μισάνοιχτα της Κάσος
Τα όστρακα

Θύρσου Σταυρού ή Σπαθιού
Της Καλοσύνης λάμπος και ύμνισμα!
Για να 'ναι το γλυκό χείλι του μέλλοντος
Πάντα στης νέας γερής κοπέλας το βυζί
Γάλα νυμφαίο μυθικό στάχυ μαζί
Πάτμος της πράξης και του ονείρου
Νίσυρος

Κως Λέρος Σύμη Αστροπαλιά
Κάρπαθος Τήλος Καστελόριζο...
Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας
Τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του
Άξαφνα νιώθεται άγγελος και Πανορμίτης του
Μυστικού που ξεχύνεται «χρυσέαις
Νιφάδεσσι»

Πάει ψηλά μ' ένα κηρύκειο φως
Πάνω από ρημοκλήσια και ανεμόμυλους
Μαντάτο ελευθεριάς ν' αντιχτυπήσει
Κατά των Αθηναίων το κάστρο που ριγά -
Ποιος με σπιλιάδας τάχος πάει γοργά
Και ξεδιπλώνει τη σημαία της αφρισμένης
Θάλασσας.
1946
 ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΙΚΑΣΣΟ
 Ι
Όπως όταν
 βάζουν φωτιά σ' ένα φιτίλι τρίχινο
Τρέχοντας υστέρα μακριά οι άνθρωποι των λατομείων
Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελοί
Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεματιές τα ψάθινα καπέλα τους
Όπως όταν
 ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει στα σκοτεινά
Μελαγχολικά η καρδιά του ερωτευμένου ανοίγει την Ασία της
Οι παπαρούνες μες στη λάμψη της χειροβομβίδας
Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές που ασάλευτα και τρομερά
 δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα
Φωνάζουν
Σημαίνουν
Η ζωή δεν είναι ερημητήριο
Η ζωή δεν αντέχει στη σιωπή
Με θερμοπίδακες και με χιονοστιβάδες πάει ψηλά ή κυλιέται χαμηλά
 και ψιθυρίζει λόγια αγάπης
Λόγια που ό,τι κι αν πουν δε λεν ποτέ τους ψέματα
Λόγια που ξεκινούν πουλιά και φτάνουν «πυρ αιθόμενον»
Γιατί δεν έχει δυο στοιχεία ο κόσμος - δε μοιράζεται
Παύλε Πικασσό - κι η χαρά με τη λύπη στο μέτωπο του ανθρώπου μοιάζουν
Juego de luna y arena - σμίγουν εκεί που ο ύπνος
Αφήνει να μιλούν τα σώματα - εκεί που ζωγραφίζεις
Το Θάνατο ή τον Έρωτα
Ίδια γυμνούς και ανυπεράσπιστους κάτω απ' τα τρομερά ρουθούνια του Βοριά
Γιατί έτσι μόνο
υπάρχεις.

Αλήθεια Πικασσό Παύλε υπάρχεις
Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε
Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας - αλλά συ γελάς
Μαύρα τείχη γύρω μας - αλλά συ μεμιάς
Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα
Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρρόξανθη κραυγή
Που μ' έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τ' αέρια τα υγρά
 και τα στερεά του κόσμου ετούτου
Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο
Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον
Να μην υπάρχει εχτρός
Πλάι πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι
Κι η ζωή αδερφέ μου ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων
Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά της
Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά μας...

 II

Έτσι μπαίνει το μαχαίρι στη σάρκα - κι η άχνα του ζεστού
 ψωμιού έτσι ανεβαίνει. Αλλά
Το τρίξιμο της αψηλής οξιάς
Στα βουνά που ο κεραυνός σεβάστηκε - αλλά και
Τα πλήθη στις πλατείες που τρικυμίζουν με μαντίλια κόκκινα
Πρωτομαγιά -
Τα μεγάλα μαύρα μάτια σου ζεστοβολούν τον κόσμο
Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ
 λαιμό τους οι αίγαγροι των βράχων
Αγερομπασιά -
Τα πλατιά μαλλιαρά στήθη σου σαν θειαφισμένο αμπέλι
Και το δεξί το χέρι σου έντομο μυθικό
Πάει κι έρχεται στ' άσπρα χαρτιά στο φως και στο σκοτάδι
Πάει κι έρχεται βουίζοντας
Και ξεσηκώνει χρώματα και σχήματα
Όχι μόνο απ' αυτά που βάζουν οι νοικοκυρές το Μέγα Σάββατο στα ράφια τους
Θύμησες φεγγαριού των αρρεβωνιασμένων
Όλο πούλιες χρυσές και ρόμβους ρόδινους
Αλλά κι απ' τ' άλλα που μπορεί να δει κανείς όταν τον πιάνει ένα βαθύ μεράκι
Μέσα στα καροτσάκια των παιδιών
Μέσα στις σούστες τις διπλές των ντελμπεντέρηδων
Μέσα στ' αυγά της χελώνας
Μέσα στις όχεντρες που δέρνονται με τη φωτιά
Ή ακόμα μες στα δάση των Ηπείρων τ' απέραντα
- Πέφτοντας η νύχτα -
Όταν οι μαύροι σταυροπόδι γύρω απ' τη φωτιά ψάλλουν όλοι μαζί
 το «αλληλούια» με τις φυσαρμόνικες...
Τι 'ναι αυτό λοιπόν που δεν καίγεται - τι 'ναι αυτό που αντέχει
Στα μεγάλα υψίπεδα του Έρωτα στα χαμένα μνημεία των Αζτέκων
Στο λειψό φεγγάρι στον γεμάτο ακανθοφόρο ήλιο - τι 'ναι αυτό που δε λέγεται
Όμως κάποτε σε στιγμές περίσσειας θεϊκής φανερώνεται
Πικασσό: με το θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο
Πικασσό: με το πείσμα που γυρνάει κατά τον Βορρά η μαγνητική βελόνα
Πικασσό: καθώς καίει ο χάλυβας μες στα χυτήρια
Πικασσό: καθώς χάνεται στα βάθη ένα θωρηκτό ανοικτής θαλάσσης
Πικασσό: μες στο ασύμμετρο της υπερρεαλιστικής χλωρίδας
Πικασσό: μες στο ευσύνοπτο της χιλιομετρικής πανίδας
Πικασσό: Παλόμα
Πικασσό: Ιπποκένταυρε
Πικασσό: Guernica

III

Νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη - και τον γόρδιο κόβει
δεσμό των πραγμάτων καθώς ξίφος η περήφανη καρδιά
Είναι σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος μόνο να το σκέφτεσαι
Τα στάχυα όταν λυγίζουνε τον ουρανό
Είναι η κοπέλα που κοιτάει μέσα στα μάτια τον αγαπημένο της
Είναι η γλυκιά κοπέλα που λέει «σ' αγαπώ»
Την ώρα που οι μεγάλες πολιτείες
Γυρίζοντας αργά πάνω στον άξονά τους
Δείχνουν τετράγωνα παράθυρα κακοφωτισμένα
Λείψανα παλιών ανθρώπων με τριγωνικά κεφάλια που στριφογυρίζουν το 'να μάτι τους
Κλίμακες μες στις κλίμακες διαδρόμους μες στους διαδρόμους
ΚΙΝΔΥΝΟΣ
ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ
Ο μισός αλογάνθρωπος ο απαγωγέας καλπάζει - κι η γυναίκα
 με τη γιγαντιαία πατούσα
Στον αέρα τεντώνει τα οριζόντια μπράτσα της
Έτη μετά Χριστόν πικρά
Παρά λίγη καρδιά θα 'ταν ο κόσμος άλλος
θα 'τανε άλλη του κόσμου η εκκλησιά
Όμως να! ο καλός Σαμαρείτης κλαίει λησμονημένος και στα πόδια
 του δένει ρίζα παμπάλαιη δρακοντιά

Την ώρα που εσύ θηρίο
Εσύ Παύλε Πικασσό
Πικασσό Παύλε που μες στ' αμάραντα μάτια σου
Χώρεσες όσα δεν μπόρεσε να χωρέσει ο Θεός μέσα σ' εκατομμύρια
στρέμματα φυτεμένης γης
Δουλεύεις το πινέλο σου σαν να τραγουδάς
Σαν να χαϊδεύεις λύκους ή σαν να καταπίνεις πυρκαγιές
Σαν να πλαγιάζεις νύχτα-μέρα με μια γυναίκα νυμφομανή
Σαν να πετάς πορτοκαλόφλουδες στη μέση ενός γλεντιού
Ενώ εσύ θυελλοχαϊδεμένε
Πικασσό Παύλε αρπάζεις το Θάνατο από τους καρπούς των χεριών
Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κι ευγενικό Μινώταυρο
Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι
Παίρνεις περνάς αφήνεις ξαναπιάνεις
Λουλούδια ζώα φιλιά ευωδιές κοπριές κοτρόνια και διαμάντια
Για να τα εξισώσεις όλα μέσα στο άπειρο καθώς η ίδια η κίνηση της
 γης που μας έφερε και που θα μας πάρει
Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα
Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου
Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν και που θα περάσουν.
1948
ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
 ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΩΔΗ
Τόσο μου ομόρφυνες τη δυστυχία - που ξέρω:
Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου.
Ήτανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δε γελιέμαι
Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά
Σ' έφερε μες στον κήπο του παλιού σπιτιού μας
Κρούοντας βότσαλα μες στο νερό ν' ακούσω
Πως σε λένε Σελάνα
και πως εσύ κρατείς
Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου.
Πως ανάσκελα θυμάμαι βγαίνοντας ο Ιούλιος
Μέσ' από τις μαγνόλιες του Παραδείσου
Σ' έβλεπα να κατεβαίνεις κει που έλαμπε η χαβούζα
Και μυγάκια πάνου από τα σαπισμένα φύλλα
Μυριάδες φωσφόριζες! Πως μετέωρα όλα! Και βαθύς
Ο θόρυβος της ρόδας μες στη νύχτα...
Ή φορές που μου έφερνες την κουκουβάγια
Ως μέσα στη μοναχική μου κάμαρα
Σηκώνοντας σκιές από τα έπιπλα
Να με τρομάξεις. Όμως τι θα πει νεκρός δεν ήξερα

Τι θα πει Καιρός τι Οπτασία
Τι το ασήμωμα της Παναγίας επάνω στα νερά
Τα μεγάλα ιερογλυφικά στην όψη σου
Η Αγάπη κι ο Θάνατος - να πω δεν ήξερα...

Κι ήμουν τόσο θλιμμένος! Μόνο που ήταν νύχτα
Μόνο που έσταζαν τα φύλλα μόνο που ανεξήγητα
Είχα μες στη Μητέρα κατεβεί
Της ηχώς το βάθος το άπατο
Και το μαύρο κομμάτι που αποσπούσε
Από μέσα μου κι έριχνε μες στο πηγάδι
Και το χώμα που έθρυβε κάτω απ' το πέλμα μου
Σαν παγόνι φουσκώνοντας το δεντρολίβανο
Μόνο που αδημονούσαν μόνο που πίεζαν το στήθος μου
Ένιωθα ν' αναβλύζουν δάκρυα...
Μακριά στα σπίτια με την ασημένια στέγη
Τ' άλλα παιδιά τ' ανέβαζε η φωνή
Τ' ανέβαζε η φωνή τους με τη φυσαρμόνικα
Μόνος εγώ στα σκαλοπάτια σαν διωγμένος έκλαιγα
Και σε παρακαλούσα: πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου
Και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα!
 *
Όχι που ήμουν άτυχος - θέλω να πω
Που τα χρόνια επάνω μου δεν έπιαναν σαν το νερό
Και τα λόγια μου μέσα στο φως πηδώντας
Όμοια ψάρια να φτάσουν λαχταρίζανε
Μες στον άλλο ουρανό - Μα που πια κανείς κανείς
Ν' αναγνώσει δε γνώριζε Παράδεισο

Παλιά θαλασσινή Σελήνη μου μόνο σε Σένα θα το πω
Γιατί μου ομόρφυνες τη δυστυχία - και ξέρω:

Το παλιό μου σπίτι ακόμη κατοικώ
Και στα ίδια τριξίματα τρομάζω
Και τις νύχτες πάλι βγαίνοντας ο Ιούλιος
Τυλιγμένος τη μαύρη πρασινάδα σου παραμιλώ
Έφυγαν έφυγαν ένας αέρας οι άνθρωποι
Στους βαθείς κρυφούς κυπαρισσώνες
Έν' αργό ανατρίχιασμα η συρτή που η Νύχτα
Μες στα φύλλα τραβάει όλο σπιθίσματα

Όμως πού το «χάρμα»; Πού η «νέα ζωή»;
Αλλά μάρτυς ήμουνα όταν στα τρίτα ύψη
Ένα ένα ξυπνούσαν τα λιόφυτα του αέρος
Κι ο μισός εμένα έξω απ' τον Καιρό
Την κοιλάδα που μόκρυψεν ο Θάνατος
Πάλι ν' αντικρίσω. Τον σαπφείρινο γύρω μου Ζωδιακό.

Έτσι μακριά στη γη. Ροές της θάλασσας
Και βασκανείες του καπνού των κήπων. Αλλά τι
Κόπος ο ποιητής με τ' αδειανά του χείλη
Ολοένα πίσω από τη θλίψη του: το Ανείπωτο.
Πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου
Και παρηγόρησε με που γεννήθηκα.

Ότι τόσο ελαφρύ στα φρύγανα το πάτημα ήταν
Τόσο μπλάβα τα λουλούδια. Τόσο η στάλα των ματιών
Ωραία μετά που η ευτυχία χάθηκε
Μακριά μες στα θαλασσινά χαράματα
Το φιλί που εκράτησα όσο το αστέρι μου έσχιζε
Την πλαγιά του Αυγούστου τόσο καθαρό
Τόσο πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη
Τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί
Με το πόδι εμπρός που ολοένα παν
Παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα!
1953
 ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
Θ' ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός
Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις
Μέσ' απ' τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι' αυτό
Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος
Εμάς τους γύφτους άσε μας
Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις»
Τι δε νογάμε από γιορτή
Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμμα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει
Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς
Μακριά σου πιο κι απ' το Α του Κενταύρου
«Ως εν τινι φρουρά εσμέν»
Μαργωμένοι μες στο χρόνο
Κι από τραγούδι αμάθητοι
Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ'
Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα
Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ' είδανε της Πρεμετής
Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος
Τι κι αν ο κόσμος μάταιος
Έχεις μιλήσει ελληνικά
Ως «εις τον έπειτα χρόνον»
Κι από την ομιλία σου ακόμη
Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι
Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε
Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου.
1955
 ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ
 ΓΙΑ ΤΟΝ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡ1ΑΚΟ-ΓΚΙΚΑ

Τόσο μόνον
Όσο χρειάζεται για να λειάνει ένα χαλίκι ο ρόχθος
Ή ν' αποτυπωθεί χαράματα το ψύχος τ' ουρανού
Στο δέρμα ενός μενεξεδένιου σύκου

Κι εκεί
Μακριά στην πούντα του Καιρού
Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι

Τόσο μόνον κι εκεί: ευδοκιμεί το Αόρατο!

Αλλ' εμείς το χτίζουμε άλλ' εμείς το κηπεύουμε
Αλλ' εμείς νύχτα μέρα το ιστορούμε

Και συχνά την ώρα που απ' τη λέπρα της ηπείρου
Ξεχωρίζει ανεβαίνοντας
Θεομητορική

Γη με το φρύδι δριμύ και την άκανθα του ήλιου

Σαν σε όνειρο μέσα πάλι εμείς του προσφέρουμε
Ποιος το λίθο ποιος τη δρόσο ποιος το ουράνιο κονίαμα

Ω γαιώδη άνθρωπε

Ιδές που ο τοκετός της νύχτας έφερε
Κυανό και κιννάβαρι πορφύρα και ώχρα

Στείλε το βλέμμα σου ψηλά καθώς μια σκέψη οξεία
Να διασχίσει το εμπόλεμο στερέωμα
Και πες εμείς οι ασύμμετροι πως είμαστε

Τ' αχνάρια που άφησαν -και που ακολούθησες-
Η άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο πενθοφόρος.
1958
 MOZART : ROMANCE
ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ ΑΡ. 20, KV 466
Όμορφη λυπητερή ζωή
Πιάνο μακρινό υποχθόνιο
Το κεφάλι μου ακουμπάει στον Πόλο
Και τα χόρτα με κυριεύουν
Γάγγη κρυφέ της νύχτας πού με παίρνεις;
Από μαύρους καπνούς βλέπω δορκάδες
Μες στο ασήμι να τρέχουν να τρέχουν
Και δε ζω και δεν έχω πεθάνει
Ούτε ο έρωτας ούτε κι η δόξα
Ούτε τ' όνειρο ούτε δεν ήταν
Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι
Κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει.
1960
 ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ
 Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
 ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΛΑΙ
Να 'ταν η στενοχώρια να γεννούσε καν ένα πουλί σκισιματιά που
θα τραβούσε πάνου ως κάτου μες στου μέσα κόσμου τη μαυρίλα
κι αψιθιά με τι δριμύτη απ' τα βουνά της Κρήτης θ' άναβε μες
στον Άδη σαν αηδονολαλιά
Πόρπη ασημένια Ελένη
Βρέξε βασιλικό τα χέρια σου να δροσιστώ σαν να 'χω μες στα χάδια
σου διαβάσει τις επιστολές του Παύλου
(Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή)
Πήραν τους τρεις ανέμους οι βοσκοί κι εσύ τον τέταρτο τραβάς και
φέγγεσαι που να θωρώ πίσω απ' το σώμα σου να τρέχουν όρη και
νησιά του γραίγου όλα τα ερημόλογα και τα κατσούλια της αυλής
όπου μεγάλωσες παραδεισένια
Ελένη χώρα του Ήδυπνου
Που λέω αλήθεια πόσο πρέπει να υπόφερε ο ουράνιος κηπουρός για
να 'βγει τέτοια μέντα η ομορφιά σου
(Φώναζε στην αυλή
ψι-ψι ψι-ψι
κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει
ψι-ψι ψι-ψι
την αστραπή τους τη χρυσή)
Κι όπως παντού νυχτώνει κάποτε όμως (ίδια μες στην αγάπη) ένα
φωσάκι καταμόναχο φωνάζει «εγώ» «εγώ» κι ούτε τ' ακούει κανένας μόνο μια θύμηση ανεβαίνει σαν λευκή μορφή καταθαλάσσης γυρισμένη έτσι κι εσένα
Σελήνη Ελένη αναβρυτή
Κάποιου το δάκρυ που δεν έδειξες τη σκοτεινή καρδιά θα τιμωρεί
και δεν αντέχει κοίτα στο λιγούλι γιασεμί της νύχτας όλο το δαιμονολόγι
(Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
και μυστικέ μου Αποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί).

1962

Ο ΦΥΛΛΟΜΑΝΤΗΣ
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ
Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων
Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια
Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω
Πόρτες παράθυρα ανοιχτά
Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας
Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·

Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη
Τρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν
Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας
Από βάθη ζωής αναστραμμένης
Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών
Εκεί που ακινητεί ο Καιρός
Κι η Σελήνη με τ' αλλοιωμένο μάγουλο
Απελπιστικά σιμώνει το δικό μου·
Ένα θρόισμα σαν από χαμένης
Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:
«Μη». Κι υστέρα πάλι «Μη» «Μωρό μου»
«Τι σου 'μελλε» «Μια μέρα θα το θυμηθείς»
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά»
«Εγώ που σ' αγαπώ» «Πες πάντα» «Πάντα».
Κι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου
Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού
Σβηστό απανθρακωμένο
Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου
Ανεβαίνει απ' της ψυχής τ' απόνερα ένα
Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι
Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα
Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού
Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία
Σαν τραγούδι οπού κρύφθηκε μήπως το δεις
Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι -
Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου
Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο
Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ
Μέσ' απ' τη χλώρη του βυθού και πάλι
Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα
Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα
Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου:
«Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά
Σου 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά»
«Σου 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά».
Κι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα·
Βατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια
Μόνος άλλ' όχι μόνος· όπως πάντα·
Όπως τότε νέος που προχωρούσα
Με κενή τη θέση στα δεξιά μου
Και ψηλά μ' ακολουθούσε ο Βέγας
Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος.
1965
ΑΙΩΝΟΣ ΕΙΔΩΛΟΝ
Τι σβηστήρας άραγες να υπάρχει
Για τη μέσα μας ασκήμια, τι να μετα-
Στοιχειώνει τόσων χρόνων σκλαβιά, Καίσαρες, εσείς
Από τον άλλο κόσμο, μετανοημένοι, πέστε μας
Ποιο φύλλο, ποιο πουλί, ποιος κήπος μες στη θάλασσα
Σπώντας του Μαΐου τα κύματα, να ισοσταθμίσει γίνεται
Τον πόνο
Τον σωματικό
Που αν ένας μόνον τον υφίσταται, όλοι μας φωνάζουμε:
Ως πότε, ως πότε
Ατραπούς πήρα και πάλι εμπρός τους βγήκα:
Κρέοντες κι Αντιγόνες Ηλέκτρες κι Αίγισθοι
Καθείς μ' ένα φεγγάρι στρογγυλό στο χέρι
Τη δική του νύχτα.
Ζούνε ακόμη, ζούνε, οδεύουν και ολοφύρονται.
Ως κι εκείνος ο λησμονημένος τάχατες απ' όλους
Βασιλιάς της Ασίνης, ως κι εκείνος ανεβαίνει, να τος
Με σφαμένους κι ανέσφαχτους πίσω του
Το λόφο, πάγχρυσος
Προς τι; Προς τι;
Πολιό πέλαγο κι εσείς ακρόπρωρα μελανά στον αέρα
Πιο ψηλά, πιο ψηλά
Δώσετέ μου τη δύναμη
Ν' αφαιρέσω απ' τους μάντεις το δεινό μέλλον
Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω.
Εγώ, που από τον Ήρωα να γυρίσω πίσω εδέησε
Και να κάνω δρόμο μακρύ, αποθαρρημένος
Εωσότου τέλος, του καιούμενου από μόνου του
Μια κραυγή ζωντανή περισώσω:
Φτάνει πια, φτάνει πια

Τρέμει τρέμει μακριά, σε απόσταση χιλιάδων μύρων
Το είδωλον του αιώνος
Μες στης πίκρας τον άργυρο, λάμπει.
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει, παιδιά
Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει . Όστις γαρ
Εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς
Έζησε, το γνωρίζει: ευθεία, μπροστά, και τραγουδώντας μόνον
Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι
Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι
Στο φως, στο φως, στο φως.
1968
ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
 ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
 Ι
Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη λύπη του
Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου
Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον
είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα
Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώπους κι έβγανε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε τον
Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε
Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο
Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει
Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν
και να φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ' ώρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί
Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.
II
Θεέ μου και τώρα τι Που 'χε με χίλιους να παλέψει χώρια με τη
μοναξιά του ποιος αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι
Που όλα του τα 'χαν πάρει Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το
τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι
Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη θάλασσα...)
Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ' ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις
του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο
χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως
Και αντίκρυ σ' όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες
μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του
«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε
μες στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη
Και αμέσως ένιωσε ξεκινημένη από μακριά η στερνή χλωμάδα
να τον κυριεύει.
III
Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ' τα γεράνια
Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι' άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα
Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα
φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών
σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια
Του 'φερναν Ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ' αρχαία και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε
Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα
μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα
Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του άσπαστη κειτάμενος
 Αυτός
 ο τελευταίος Έλληνας!
1969
 VILLA NATACHA
Ι
Έχω κάτι να πω διάφανο κι ακατάληπτο
Σαν κελαηδητό σε ώρα πολέμου.
Εδώ, σε μια γωνιά που κάθισα
Να καπνίσω το πρώτο ελεύθερο τσιγάρο μου
Αδέξιος μες στην ευτυχία, τρέμοντας
Μήπως σπάσω ένα λουλούδι, θίξω κάποιο πουλί
Και σε δύσκολη θέση, εξαιτίας μου, βρεθεί ο Θεός

Κι όμως όλα μου υπακούουν
Και οι όρθιες καλαμιές και το γερτό καμπαναριό
Και του κήπου το στερέωμα όλο
Αντικαθρεφτισμένο μες στο νου μου
Ένα ένα ονόματα που ηχούν
Παράξενα μέσα στην ξένη γλώσσα: Phlox, Aster, Cytise
Élgantine, Pervenche, Colchique
Alise, Frésia, Pivoine, Myoporone 
Muguet, Bleuet
Saxifrage
Iris, Clochette, Myosotis
Primevère, Aubérine, Tubéreuse
Pâquerette, Ancolie, και τα σχήματα όλα
Καθαρογραμμένα μες στα φρούτα: ο κύκλος, το τετράγωνο
Το τρίγωνο και ο ρόμβος
Όπως τα βλέπουν τα πουλιά, να γίνει απλός ο κόσμος
Ένα σχέδιο Πικασσό
Με γυναίκα, παιδάκι και ιπποκένταυρο.

Λέω: κι αυτό θα' ρθει. Και τ' άλλο θα περάσει.
Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι
Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα
Όμως
Ακριβώς
Προς
Την αντίθετη κατεύθυνση
Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει.
Ονειρεύομαι μιαν επανάσταση από το μέρος του κακού και των πολέμων σαν αυτή που έκανε από το μέρος του σκιόφωτος και των αποχρώσεων ο Matisse.
 II
Όμως εκεί που δύο φίλοι
Μιλούν ή και σωπαίνουν - προπαντός τότε -
Τρίτο τίποτα δε χωρεί 
 Κι όπως οι φίλοι, φαίνεται
Και οι θάλασσες από μακριά επικοινωνούνε
Φτάνει λίγος αέρας, μια σταλιά τριμμένης
Μες στα δάχτυλα, σκούρας, λυγαριάς και να:
Το κύμα; Είναι αυτό;
Είναι αυτό που σου μιλάει στον ενικό και λέει
«Μη με ξεχνάς» «Μη με ξεχνάς»; Είναι η Ανακτορία;
Ή μήπως όχι; Μήπως το νερό μόνον που τρέχει
Νύχτα - μέρα στης Αγίας Παρασκευής το εκκλησάκι;
Να ξεχάσεις τι; Ποιος; Τίποτα δεν ξέρουμε.
Όπως αποβραδίς που κάτι σου έσπασε
Μια φιλία παλαιή, μια θύμηση από φάρφουρο
Ξανά πόσο άδικα ήξερες να κρίνεις
Βλέπεις τώρα που ξημέρωσε
Κι έχεις πικρό, πριν από τον καφέ, το στόμα
Χειρονομώντας άσκοπα, μιας άλλης,
Ποιος το ξέρει, ζωής, κάνεις ηχώ κι είναι απ' αυτό που
(Ή μπορεί κι απ' τη σκέψη
Κάποτε τόσο δυνατή, που προεξέχει)
Αντικρύ σου, μεμιάς, πάνου ως κάτου ο καθρέφτης ραγίζεται.
Λέω: τη μια στιγμή, τη μόνη που
Εάν φτάνει δε γνωρίζεις
Τα Γραμμένα ραγίζονται
Και αυτός που δίνει, παίρνει. Επειδή εάν όχι τότε θα
Πρέπει και ο θάνατος να θανατώνεται και η φθορά
Να φθείρεται και το μικρό
Τριανταφυλλί που κάποτε
Στην παλάμη σου κράτησες, βότσαλο και αυτό
Κάπου, χιλιετηρίδες μακριά, ν' ανασυντίθεται.
Με σοφία και θάρρος. Picasso και Laurens. Να πατήσουμε
πάνω στην Ψυχολογία, στην Πολιτική, στην Κοινωνιολογία,
ηλιοκαμένοι μ' ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο.
III
Άνθρωπε, άθελά σου
Κακέ - παρ' ολίγο η τύχη σου άλλη.
Σ' ένα, έστω, λουλούδι αντίκρυ αν ήξερες
Να πολιτεύεσαι
Σωστά, θα τα 'χες όλα. Επειδή απ' τα λίγα, μερικές φορές
Κι από το ένα - έτσι ο έρωτας -
Γνωρίζουμε τα υπόλοιπα. Μόνο το πλήθος να:
Στο χείλος των πραγμάτων στέκει
Όλα τα θέλει και τα παίρνει και δεν του μένει τίποτα.

Κιόλας έφτασε το απόγεμα
Γαλήνιο σαν της Μυτιλήνης ή μιας ζωγραφιάς
Του Θεοφίλου, ως πέρα το Èze, το Cap - Estel,
Κόλποι όπου σιάχνει αγκαλιές ο αέρας
Μία διαφάνεια τόση
Που τα βουνά τ' αγγίζεις και τον άνθρωπο εξακολουθείς να βλέπεις
Που πέρασε ώρες πριν
Αδιάφορος, μα τώρα πρέπει να έφτασε.

Λέω: ναι, πρέπει να έχουν φτάσει
Ο πόλεμος στο τέρμα του, και ο Τύραννος στην πτώση του
Και ο φόβος του έρωτα μπρος στη γυμνή γυναίκα.
Έχουνε φτάσει, έχουνε φτάσει και μόνο εμείς δε βλέπουμε
Παρά ψαύοντας ολοένα πέφτουμε στα φαντάσματα πάνου.
Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς
Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ' τους απέξω.
Επειδή και ο Αφανής, παρών αισθάνομαι πως είναι
Ο μόνος που τον ονομάζω Πρίγκιπα, όταν
Ήρεμα το σπίτι
Αγκυροβολημένο μες στο ηλιοβασίλεμα
Βγάνει άγνωστες λάμψεις
Και σαν από έφοδο, μια σκέψη
Εκεί που για τ' άλλου τραβούσαμε αναπάντεχα μας κυριεύει.
1969
ΕΛΥΤΟΝΗΣΟΣ
 ΚΟΙΝΩΣ ΕΛΥΤΟΝΗΣΙ

Φέγγαν οι αλατόπετρες και στη μεγάλη
Αλαλησιά του μεσημεριανού πελάγου τίποτα. Μόνον δώσ' του ο άνεμος
Δώσ' του με το ράντιστρο. Και δύο ή τρία πουλιά
Δυνατά κι ελεύθερα σαν ευτυχίες.
Έτσι για να 'χω ζήσει αντίθετα
Στα ερχόμενα και να μην έχω
Λάβει τίποτα ευτυχώς
Παρεχτός από τα χέρια μου όλα
Τώρα πάλι ακουγόμουν
Καταμόνας όπως ο ασκητής
Προτού ανεβεί απ' τα σπλάχνα του μια Νέα Καμένη
Δεξιά βουτούσε ο βράχος κι από τ' άλλο μέρος υψωνε κεφάλι να παλέψει ο αγρίμης
Μπουρμπούλες νερό στα φαγωμένα πόδια του όλο και τρίφτανε άχνη
Σπούσε πέτρες ο ήλιος και ψηλά κρώζαν οι άγγελοι

Χιλιετηρίδες υστέρα
Που το νερό αναπήδησε
Να γίνει κατοικήσιμη ως και η πίκρα
Φαίνονται ακόμα κοίτα
Χαμηλά βουνά ξωκλήσια φάροι
Περασμένα τωρινά μου
Από το μέρος το άγνωστο. Και τώρα;
Στρίβοντας τ' ακρωτήρι σειρές κατεβατές
Τ' αμπέλια μ' ένα γαλαξία πρασίνων του παλιού καιρού. Και πάσπαλη
Φερμένη απ' τις λευκές Μαρίες των κυμάτων
Διακόσια μέτρα φάρδος ολοένα Παράδεισος

Πώς να 'ναι τώρα οι άνθρωποι; Άραγες
Να φοβούνται ακόμη; Στους αγρούς τους γερτούς
Να ελπίζουνε άλλον ουρανό;
Κερασιές να υπάρχουνε;
Και ποια τώρα να κάνει
Στον ασβέστη επάνω με τις ζωγραφιές
Αγία το θαύμα της;
Το Θεό τον έπιανες μες στον αέρα
Μύριζε μέλισσα και χθεσινή βροχή βουνού
Μια στιγμή τραγουδώντας από δίπλα σου περνούσε κείνη που είχες δει
Στον κήπο με τις αυταπάτες και όμως ούτε που άγγιζες

Αλλού. Είναι αλλού
Που το θαύμα το αέναο γίνεται
Πάνω από το Μεγάλο Κάστρο
Το χέρι αυτό που θα γυρίσει
Στους καιρούς πίσω τ' άχρηστα
Θ' ανοίξει σαν ηλίανθος
Και δρομείς με την ελληνική λαλιά θα παν το μήνυμα
Οργιές από του λόφου τα ύψη αχούσαν τα ερημόνησα
Μακριά στα βάθη σαν βαρύ θηρίο η Ασία κοιμόταν
Ένα κορίτσι μόλις κομμένο απ' τη βερβένα
Σάλευε στ' αεράκι και το πόδι του έλαμπε
Όπως οι λέξεις όταν κάνει αιθρία
Μία στην άλλη δίνονται
Νιωσμένο φανερώνεται
Το κορίτσι που κρατεί ένα κάνιστρο
Γεμάτο μ' αχινούς και βιολέτες θαλάσσης
Λες: είναι αυτές οι αγάπες σου
Μ' ευωδιά και μ' αγκάθι
Παλεμένο στ' άγρια το πυργί των δώδεκα μηνών γυρνούσε
Στους καιρούς κόντρα κι άκουγες τα ευ των δέντρων να ευστοχούν
Περαστικός ένας μικρός Ιούλιος μοίραζε
Τους Νόμους: ο καθείς και η λυγαριά του διαλαλούσε
Κι η μέρα που απελπίστηκες
Επιστρεμμένη σαν ηχώ αλλ' απέραντη
Και οι λύπες οι μικρές
Με το κρυφό τους κόκκινο λουλούδι
Σκιές τρεμάμενες άπιαστα φυλλώματα
Των ουρανών επάνω στο νερό
Που ο νους μόνον εγγίζει
Σήμαιναν οι καμπάνες της Αγίας Παρασκευής ανήμερα
Και κομμάτια κομμάτια τα τετράγωνα μεγάλα σπίτια
Τα 'παιρνε το μπουγάζι. Τρεις ώρες πιο ψηλά
Μ' ανοιχτό πανί τα καΐκια ρυμουλκούσαν τις στέγες
Και ας μην ένιωσε ποτέ κανείς
Του μέλλοντος αρχαιολόγος
Και των επουρανίων
Πόσα δάκρυα χύθηκαν. Όμως μάταια όχι.
Επειδή τα δάκρυα είναι κι αυτά
Πατρίδα που δε χάνεται
Κει που γυάλισαν κάποτε ύστερα η αλήθεια ήρθε.

1971

 ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ
 ΠΑ ΕΝΑΝ ΟΡΘΡΟ ΣΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡ1Ο ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΥ
Ξύπνησες Αδάμ και ξαναρχίζει ο κόσμος
Φύλλωμα κισσού στον ασβέστη περνάν
Τρεμάμενα τα κύματα μυριάδες σκιάσματα
Μες στ' Απίστευτο μετρήσου και πες
Πόσο πιάνει ο σταυρός και πόσο η Πλατυτέρα
Της ψυχής σου που ανάφτηκε χρυσός αέρας
Αϊτέ Θαλασσών των ουρανών δελφίνι
Ζωή μου γλαυκή που σε μιαν αστραπή
Τα 'πες όλα και τα 'καψες τα 'πες όλα και τα 'κρυψες
Εναντίον μου να μεγαλώνουν είδα
Κορυφές του Αραράτ κι ακατάληπτες γλώσσες
Όμως μόνος προχώρησα κι ούτ' ένα δάκρυ
Δόλωμα κρυφό στη βοή των κυμάτων
Ρίχνω κι αγρικώ σαν λεόντων φωνές
Τις φορές οπού αδίκησα τις φορές οπού απάτησα
Μου κατάφαγαν σπείρες μελισσών
Το λιγνό μου κορμί και τη μιλιά μου πήραν
Θεές κωδωνοκρούοντας πέλαγα μαύρα
Να πενθώ για τι; Ποιος αυτός που προστάζει;
Ποιανού μαχητή χαμένου στο σωρό
Άθελά του το ίνδαλμα να ξανάρχεται μέσα μου;
Τρεις και τέσσερις φορές έγειρε ο νους μου
Με λοξά τα φτερά πουλιού της τρικυμίας
Κι υστέρα πάλι τίποτα τίποτα πάλι
Έχε γεια Βοριά μελαψέ σγουρομάλλη
Που κρυφά κρατείς από κάτω της γης
Το ένα μου αηδόνισμα τα πολλά μου αμαρτήματα
Εννεάστερο τέρας φωτεινό
Ταξιδεύει ψηλά και στην ψυχή μου ρίχνει
Τόπους τόπους τα γράμματα κι ούτε μια λέξη
Τίποτα να πω πια δε γίνεται άλλο
Μοναχά φυσώ και πέπλα παλαιά
Για τους άλλους αόρατα μπρος στα μάτια μου ανοίγονται
Ανυπόταχτο σκαρφαλωμένο γίδι
Στα ύψη μασά των αιώνων τα φύλλα
Όπως πριν που γεννήθηκα κι όπως κατόπιν
Εμπρός προσκυνώ σε την Ανθοκρατούσα
Μαβιά που κοιτάς και τα πέρα βουνά
Ωσάν της Αναλήψεως καταδιάφανα χάνονται
Ατελεύτητα λευκό το κελί
Σαν σταγόνα νερού καθαρού μες στον ήλιο
Με πηγαίνει κι ολόγυμνος το θαύμα λέω.
1972






ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ  (1982)

Ο ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ

1. Ίσως

αν εξαιρέσουμε τους Αναχωρητές
να 'μαι ο τελευταίος παίκτης
που ασκεί τα δικαιώματά του
οίηση
τι πάει να πει
κέρδος δεν καταλαβαίνω
ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός
και αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο

ρεύμα
τι νερό
κυανό με σπίθες
πέρ' απ' το φράγμα του ήχου των Σειρήνων
να μου κάνει νόημα
πηδώντας

έλα
κάπου

συντελεσμένη κείται η Τελειότητα
κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι

                                    ο Vivaldi ο Mozart
                                    ενώτια παμφανόωντα

την ώρα που τ' αντανακλά η στροφή της κεφαλής

η πραγματικότητα
                   δεν ενδιαφέρεται
ποιος νέμεται το μέρος το φθαρτό
και ποιος το άλλο

τα βέλη προς τα κάτω και τα βέλη προς τα επάνω
δε συναντήθηκαν ποτέ

ο κήπος βλέπει

ακούει τους ήχους απ' τα χρώματα
τους ιριδισμούς που ένα χάδι
αφήνει
πάνω στο σώμα το γυμνό την ώρα
που το τραβούν μυριάδες νήματα
ψηλά
μαίνονται τα μηνύματα
          τι να το κάνεις
          δε νογά κανείς

μένουμε σαν ασυρματοφόρα
παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες
                  απελπιστικά παλεύοντας τα κύματα
                  να βρούνε δέκτη
                  δέσμες ήχων μουσικής
                                  ηλεκτρονικής
που τους λύθηκε η πόρπη
και πέφτουν μ' άλλους διάττοντες
βαθιά μέσα στη νύχτα κει που μόλις

                                    η καμπύλη της γης διακρίνεται.

2.                  Τι θα γίνει λοιπόν όταν
    κάποτε λήξουν οι κοινωνικοί αγώνες όταν οι εφευρέσεις
    αυτοαχρηστευθούν τα αιτήματα όλα ικανοποιηθούν
                       κενό
            που μέσα του θα πέσουν (και καλώς να πέσουν)
           όσοι γυρίζουν τον τροχό για τον Τροχό
                       θάμβος

                      οι άλλοι εμείς
θ' αρχινίσουμε να ζούμε μυημένοι στα σανσκριτικά του σώματος
ουσιαστικά και μεταφορικά μιλώντας

όπως θέλω να πω ζωγράφιζεν ο Piero
della Francesca ή κατουρούσε o Arthrur Rimbaud
πάντοτε με τη συγκατάθεση των ηλιοτροπίων
                  (να μωρέ Ποίηση)
αλλά τότε ακόμα υπήρχανε
τριανταφυλλιές με σημασία θρησκευτική
                       αλληλούια

                       η Κυρία των Αγγέλων
με χρυσό αλεξίπτωτο
         κατέβαινε ως το μαξιλάρι σου
                      Υιέ μου πλάγιαζε κοντά σου
η απέραντη πεδιάδα
        φυσημένες δεξιά οι τουλίπες όλες
αριστερά ο αέρας
        χρωμοθέτης αλάνθαστος

                        ο κήπος βλέπει
ανάγκη να μετατρεπόμαστε κάθε στιγμή σε εικόνα
Tout la mer et tout le ciel pour un seul
victoire d' enfance

          μ' αλλά λόγια κάτι ελάχιστο αλλά και
          σημαντικό τόσο που
η μαγεία να κινεί το χέρι μας και να το ερμηνεύει
καταπώς οι σκιές αλλάζουν θέση

                        λες
έχουν πάρει κιόλας το μερίδιο του Θεού
                         ίδια σ' άλλους καιρούς οι Όσιοι.

3. Τα πανύψηλα όρη
           ας πούμε οι Άνδεις
                       έχουνε το αντίστοιχό τους
                       μέσα μας (όπως το Σύμπαν
                       υποτίθεται
                       κάποιο άλλο από αντιύλη)
           όπου όταν προχωρούμε προς την κορυφή τους
           αραιώνει κι εκεί ο αέρας
                        τόσο που λιποθυμάς

τα ανθρώπινα όργανα δεν αντέχουνε τόση καθαρότητα

ένας Vermeer κάποτε το κατάφερε αλλ'
                        εστηρίχθηκε στο χρώμα

                        η γραφή σταματά

θέλει να τρως το ψαροκόκαλο και να πετάς το ψάρι
                       δύναμη

εάν ποτέ σου ακινητούσε η φλόγα μες στα δάχτυλα
                                     με μια κλίση προς τα επάνω

θα μας πάρει εκείνος που μετακινεί τους πληθυσμούς

                       ο κήπος βλέπει

στα νερά τα πράσινα της Ατλαντίδος
               βουτάν Λίβυες
               αναδύεται Κόρη
               Θηρασία
τεντωμένο το χέρι της δείχνει την απόσταση
που μας χωρίζει από τον τρόπο να 'μαστε όλοι μας
               άγγελοι με φύλο.

4.                                  Εάν είχε δίκιο ή όχι
   ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα
               το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια
               και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη
δένοντας τον ήλιο
               μαζί μ' άλλα λουλούδια στα μαλλιά της

                      εκατό μύρια σήματα
                      ζήτα ήτα ωμέγα

               που εάν και δεν σου αρμόσουν λέξη
                       αύριο
                       θα 'ναι χθες για πάντα

                       μιλώ φιλοσοφία

              στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα
              που επαναλαμβάνει αέναα την Οδύσσεια

η μισή Ναυσικά συνεχίζεται απ' τα κύματα
και τους αντικατοπτρισμούς ως πέρα
                      στα παράλια της Μικρασίας
                      κει που κάποτε ο Ηράκλειτος
                      οιάκισε τον Κεραυνό
                      (δεν πρόκειται για λάθος)

σ' ένα δεύτερο επίπεδο θα ξαναγίνουν πόλεμοι
δίχως να σκοτώνεται κανείς
               αποθέματα θανάτου υπάρχουνε αρκετά

                       ο κήπος βλέπει

               βάνει μπρος την αντίστροφη μέτρηση

                        μαρασμός
                        ακμή
                        ξύπνημα

              ένα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη
              άρθρο μελλοντικού Συντάγματος.

5.  Έ τι! Απ' αυτούς που σίγουρα μια μέρα
     θα υπερισχύσουν έχω
     δόξα να 'χει ο Θεός απαλλαγεί
                       μη σώσουν
                       και μου απλώσουν χέρι
               θα υπάρξουν πάντοτε δύο ή τρεις
               γενναίοι να βλέπουνε τον κόσμο
               χωρίς σκοπιμότητα

γήρας είναι η Ιστορία
και το φρούτο ανάμεσα στα δόντια νεότης
ένα μόνο χαμόγελο -εάν είναι από πηγή - νικά

                       και ο κήπος βλέπει

δίνει ώθηση άξαφνη
                στα μισά της ψυχής να μας προφτάσει.

6. Α μονάχα να 'ξερα
μιαν ελευθερία πραγματική
που να μπορώ να την υμνώ χωρίς
                       να φαίνομαι αφελής ή φαρισαίος

                       όπως ακριβώς ο αθώος
                       να μπορούσα να δω
                       πίσω απ' τον Τύραννο τον ουρανό
με αταραξία να συνεχίζεται ως
                       τ' αντίπερα βουνά
                       τις πίσω θάλασσες
μία διαφάνεια
                που να διαπερνά τη γέννησή μου
                μητέρα και πατέρα και βλοσυρούς προγόνους

                        οτοτοτοί
που 'λεγε κι ο γερο-Αισχύλος
                ας τρομάξουμε μήπως και ξυπνήσει
                μέσα μας η γαλήνη κι η ανάγκη της
                απλώσει κάμπο - σχηματίσει επάνω στα νερά
                         νέα γη

ο κήπος βλέπει

τούφες τούφες μαργαρίτες
                εύφλεκτες λευκές ιδέες
                και πουλιά της θάλασσας
                        μία μεγαλόνησος
                        ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση
                        με σειρά τετραπλούς φοίνικες
                αλλά καμία
ταραχή σαν ιστορία όπου τα γεγονότα σβήστηκαν
κι έμεινε στα επίπεδα των βασιλέων

                         μόνη
                         μία
                         Κόρη
                γυαλιστερή σαν όστρακο
να κατεβαίνει φέρνοντας τον άνεμο
                         σ' ένα πανέρι.

7.                      Ο κήπος βλέπει
   πριν ακόμα γίνουν
   αυτά που αισθάνομαι ν' αφήνουν μιαν ανεπαίσθητη γραμμή

                          όπως τις ώρες
του θανάτου ανάλαφρα τα όρη
απαλά τα χόρτα λείχοντας τα γιγαντιαία πόδια μου

η φθορά του χρόνου εντέλει θα στραφεί εναντίον του
είναι από μέντα κι από λόγια του Ιωάννου
                η ποίηση
                φυσάει

έτσι το νερό στη φούχτα
πίνετε προχωρείτε
               συναντάτε το άλσος το περίφημο του Κολωνού
               ακολουθείτε τον Οιδίποδα
                           δροσιά
                           γαλήνη
                           αηδόνια
ξάφνου ξημερώματα
               ο πετεινός επάνω στους ανεμοδείχτες
               είσ' εσύ μέσα στην εκκλησία
               το τέμπλο υπέροχο με τις ροδιές

η Κόρη βηματίζοντας στο κύμα
                   ελαφρός πουνέντες
                                      φυσάει

              το χέρι σου αντιγράφει
                            τ' Ασύλληπτα.


ΤΟ ΑΜΥΓΔΑΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Τι γίνεται άμα
              στράφτει στην πέρα χώρα του μνημονικού
              και αντανακλά σκηνές που μέλλει να συμβούν
              σε χρόνο ανύποπτο

ένα κοριτσάκι τρέχοντας
άκρη άκρη του γιαλού
ν' ανασηκώσει το τραπεζομάντιλο της θάλασσας (Dalí)

              και το άλλο πίσω από το τσέρκι του
              στο μάκρος ενός δρόμου μελαγχολικού (De Chirico)

                             ένα τρίτο ανάγερτο στον καναπέ
                             με τα σκέλη ανοιχτά (Balthus)

το αμύγδαλο του κόσμου
              είναι βαθιά κρυμμένο
                             και παραμένει αδάγκωτο

μυριάδες δυνατότητες φρικιούν
γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε
                                    οι ηλίθιοι

δεν καταλάβαμε ποτέ πως σκέπτονται τα περιστέρια
δυο σπιθαμές πάνω από το κεφάλι μας
                                   παίζεται αυτό που χάσαμε ήδη

πριν υπάρξει
             το σώμα τούτο που είμαι
                            προηγήθηκε μια θάλασσα
             γεμάτη από μικρά λευκά κυλιόμενα
             φωνήεντα που κρούονται: άλφα έψιλον ιώτα

θα 'λεγες από τότε ακόμη
στη στάση που είχα πριν μες στη Μητέρα κατεβώ
             φώναζα μ' όλη μου τη δύναμη
                             αεί αεί αεί

μα ποτέ κανείς δε θέλησε να με πιστέψει.

2. Α ναι παρά τη θέληση μου
    έγινε ο κόσμος έτσι που
             γράφω σαν να 'χω αποσχιστεί απ' τη μοίρα μου

    το αμύγδαλο του κόσμου
                            είναι πικρό και δεν
γίνεται να το βρεις παρεχτός αν
                κοιμηθείς μισός έξω απ' τον ύπνο

                            μεγεθύνονται το σπίτια
τρομερές γυναίκες απέχοντας απ' το
λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ' τη λάμψη της
             παν μοιράζοντας τις άχνες
             δω κι εκεί τ' ουρανού
             οι οπές
             παραπλανούν το θάνατο
τις νύχτες
             που μιλάω σαν ν' ανασκαλεύω αστερισμούς
στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται
             η όψη που θα μου έδινε
             ο Θεός εάν ήξερε
             πόσο η γη στ' αλήθεια μου στοιχίζει
σε απόγνωση
             σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»
                          σε κυπαρίσσια
                          αιωνόβια σαν ποιήματα
             που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.

3. Έλα τώρα
             δεν πα' να μην αρέσεις
                          το παν είναι η ρότα σου
    κόντρα στην κοινωνία τούτη
                          την ανασχετικήν ηλιθιότητα
             σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα
             τόμου τα χτενίσεις
                          θαύμα

έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ
μου εαυτέ καιρός
              να προφέρεις με δέος τα λόγια
              που αρμόζουν στην περίσταση
              και δη τα ωραία και τ' απαγορευμένα
ποίηση
              πού μα πού λοιπόν
              δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της;
                          κάτι το δίχως άλλο
                          πρέπει με τρόπο να 'χει αφαιρεθεί
                          από την υδρόγειο
για ν' ασθμαίνει τόσο
              να χλωμιάζει
                          και το πένθος ν' απλώνεται

άδικα των αδίκων
              το αμύγδαλο του κόσμου
                          πάλλει μες στα φυλλώματα
του Παραδείσου ερήμην
πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ
                          από κάποιο τέλειο επίτευγμα
                          ώσπου τέλος μου απομένουν
               δύο ή τρεις ορθές κολόνες
               και στους τοίχους μια νωπογραφία
θα 'λεγες Κρητομινωική (εάν στο αναμεταξύ
δεν μου είχαν απαλείψει
τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες)
                σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι
                ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου
                όπως άλλωστε και οι στίχοι αυτοί:

                          μία έκλειψη ολική
την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ' Αστεροσκοπεία.

4. Όλα να τα 'χεις
                πάντα κάτι λείπει
                          αρκεί να μη συντελεσθεί το Ακέραιο
                          και η Τύχη νιώθει ευτυχής

                τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση
                τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα
διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν
                          μία μία στον Άδη
όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου
που το παν σκυφτές παρθένες

                          χρειάζεται
να 'μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ
               από 'να σ' άλλον άνθρωπο
                         η αγάπη
μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού
               ντινγκ
               λάμψη
               θρύψαλα

θυμηθείτε τη Maria Alcaforado
και τον Noël Bouton de Chamily
τη Jettchen και τον Heinrich von Kleist
τον φίλο μας Βλαδίμηρο και την περίφημη Λιλή

                         που να πάρ' η ευχή
               βρέθηκε πάντα να ζητάμε
               ίσα ίσα εκείνο που δε γίνεται

ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά
                         σε απόσταση ψυχής ερημικής
                         θάλλει φαίνεται ακόμη
το αμύγδαλο του κόσμου
                         άμε δάκρυ μου άμε
                         πάρε τους δρόμους τ' ουρανού
               για σένα η αγρυπνία ετούτη.

5. (Ακόμα ένα τσιγάρο        
                που να βαστάει ωσότου ξεψυχήσουμε
                          δυο - τρία λεπτά ζωή
                με στιγμές αλήθεια υπέροχες
                αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε

κι εσύ πικρέ που το 'βαλες γινάτι
να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου
                                  
και σου απόμεινε το χέρι
                          γράφοντας κάτι ποιήματα
                λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου

                           ποιος ποτέ κατάλαβε
τα δειλινά που τ' άντεχες μην και δακρύσεις;
                 υπάρχει ένας προδότης μέσα σου
                 που η ώρα του θα 'ρθει να τιμωρηθεί

                           ω φίλοι
αν κάποιος από μας αμάρτησε
πρέπει να 'ναι ο Θεός
                           χαλάλι του
ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται
               να ' μαστε άνθρωποι σωστοί
               σε μια ταράτσα πάνου από τη θάλασσα
                           κοίταξε:
σπαν τ' αστέρια ένα ένα
               και το ύστερο πάει φωσάκι του τσιγάρου σου
κι εκείνο σώνεται
               πάτα το χάμου
                            αντίο.)

6. Θεέ μου
               αν η αλήθεια γίνεται
               κάποτε μουσική που τρώει την ύλη
               πρέπει να 'μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός
απ' όλα τα όντα
που βομβούν επάνου στον πλανήτη
άκου
               ο άνθρωπος είναι σαν να 'ρχεται απ' αλλού
               γι' αυτό και ηχεί παράτονα
               μ' ένα θυμητικό κατακερματισμένο άλλ'
εφεκτικό στα θαύματα

ίσως και να 'χω λάθος ίσως και να 'ναι που
                           δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση
ολομόναχος
               κρέμομαι
                           από τους καιρούς του Ηράκλειτου
όπως το αμύγδαλο τον κόσμου
               από 'ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου
               αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του
               που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου να:
               καπότες η στιγμή φτάνει

τα νερά γύρω του γίνονται
                           αγλαά
                           ψυχρά
                           τριανταφυλλένια
μισοκλείνει τα βλέφαρα
                           είναι που η αντανάκλαση
                           όλο κάλλος απόλυτο
δείχνει με ποιoν προσώρας είχε
                           άθελά του συνάντηση εμπιστευτική.

7.                        Μπρος λοιπόν
               λησμονήσετέ με αν κοτάτε -

οι σαύρες των μνημείων αγνοούν και γλύπτες και αρχιτέκτονες

               τρεις μετά τα μεσάνυχτα
               είναι σαν να 'χω γεννηθεί χρόνους μετά
               που οι άνθρωποι διακρίνονταν στην πάλη και στο
                       εμπόριο

αξιωματικά ζω πέραν από το σημείο που βρίσκομαι
                           άλλωστε
συνεχίζοντας ίσια τη μητέρα μου
θα με συναντήσετε και μετά θάνατον

                           (είναι να μην ασχημονήσεις ειδεμή
εμφανίζεται στα σύννεφα - όπως επάνω στο χαρτάκι
               ουρώντας
                           το σάκχαρο του διαβητικού -
ένας μαύρος κέλης με το πόδι εμπρός:
                           η ματαιοδοξία
                           και το μέσα της ανέφικτο)
πού; ποιον; πότε;
                           ζητήσετε και ευρήσετε

                           τη μικρή Κυνηγέτιδα
που απάγει το αμύγδαλο του κόσμου

ψηλά στα όρη και ίπταται
σ' έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν
                           αλήθεια
χρήματα εκεί διόλου δεν υπάρχουν

η ζωή νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο

στέκω και θεωρώ τα κύματα
ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς
                           ποτέ του υπήρξε.

AD LIBIDUM
1. Είμαι άλφα χρονών κι Ευρωπαίος έως τη μέση
                           των Άλπεων ή των Πυρηναίων
                           το χιόνι μήτε που άγγιξα ποτέ

δεν υπάρχει ούτ' ένας που να μ' εκπροσωπεί
πόλεμος και ειρήνη μ' έφαγαν από τις δύο μεριές
ό,τι απομένει αντέχει ακόμη
                           ως πότε
                           φίλοι

θα σηκώνουμε το αφορεσμένο παρελθόν
γιομάτο βασιλιάδες και υπηκόους
                           προσωπικά
                           νιώθω σαν αποπλανημένο κυπαρίσσι

που δεν του 'μεινε καν μια πλάκα τάφου
μόνον άδεια οικόπεδα κοτρόνια μάντρες
κι ο απαρηγόρητος βοριάς
χτυπώντας πέρα στα ψηλά τα τείχη των εργοστασίων

               έγκλειστοι όλοι μας εκεί δουλεύουμε όπως
               άλλοτε μέσα στην Ιστορία
                           τα
                           Επερχόμενα

χρόνια χυμένα θα 'λεγες ακάθαρτο πετρέλαιο
που του βάλανε φωτιά
                           βοήθεια

               Rintrah roars and shakes
               his fires in the burden' d air

δύστυχο καταμόναχο ένα μου
                           τι θ' απογίνεις
θα σε φάνε από το πλάι πέντε-εξ μηδενικά
                           και πάει τετέλεσται

να τηνε από τώρα κιόλας
               ντύνεται Μοίρα η Εξουσία και σου σφυράει
                        Ad Libitum.

2. Ξέρω
               δε θα μου το συγχωρέσει ο χρόνος
               που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ ή εκείνος

προτείνω τη ζωή με την κάννη στον κρόταφο
                           και περιμένω

σβήνονται οι μάχες οι μεγάλες της Ισσού της Πραισθλαύας
                           του Αούστερλιτς
ευτυχώς δεν έχει μνήμη ο γύρω αέρας
                           επιμένει να μυρίζει ρόδο
                           και να σε τιμωρεί
                           την ώρα που πανάθλιος πεθαίνεις

έτοιμος στη σειρά πίσω απ' τους άλλους
για τον έλεγχο των διαβατηρίων
μ' έναν σάκο αεροπορικό στον ώμο
                           γέρνεις λίγο απ' το 'να μέρος
                           το μέρος της φθοράς

σε γλυκό χαμηλόφωνο τόνο ακούς μετά το καμπανάκι
«αναχώρησις υπ' αριθμ. 330 πτήσις της Panamerican
δια Ριάντ Καράτσι Νέο Δελχί Χογκ-Κογκ»

               αναλογίζεσαι τα όριά σου
               πάντοτε μέσα στο κοπάδι
               που τ' οδηγεί μια συνοδός εδάφους
               αδιάφορη εντελώς για την προσωπική σου τύχη

ενώ στο βάθος μια κινούμενη φευγαλέα οροσειρά
εξακολουθητικά σου δίνει την εντύπωση ότι ταξιδεύεις

               περνάν μπρος απ' τα μάτια σου
               του Κάτω Κόσμου τ' αγροκτήματα
               με τις μαύρες φράουλες και τ' ασύμμετρα ορχεοειδή

                           τους κρωγμούς των ορνέων
                           και την πλήρη απολίθωση

όπου μέλλει να ενταχθείς

                           συ ο μικρός
                           να τα βάλεις με τα φυσικά φαινόμενα
                           μεγεθυμένος μόνο από τη σκέψη
               (σάμπως θα 'παυε ποτέ της
               ν' αθροίζει φως μια λεύκα
               επειδή από νου σου συ της το αφαιρούσες)

συ σι έλασσον
συ σι έλασσον

               ελάχιστο κομμάτι μουσικής που αντέχει
               ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα

                           να δίνει σήμα και να κυματίζει

 Ad Libitum.

3. Πάει καιρός που δεν έχω πει μια λέξη
               σαν να μ' αγνόησαν τα γεγονότα
               ή και το αντίστροφο

φαινόμενο φαίνεται στάθηκα
γι' αυτούς που ακούν τη νύχτα
               πως μια πένα γρατσουνίζει
               όμοια γάτος επάνου στην κλειστή
                                πόρτα του Άγνωστου

οι φύλακες
               ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά
               personae turpes όπως λεν στα Νομικά
                           και η τέχνη sine re

αν έτεινε αποκλειστικά να υποκατασταθεί στο εκάστοτε
               φυλασσόμενο ιερό
               πρόσωπο ή κι εξανδραποδισμένο σύνολο

είναι που μια ζωήν ολόκληρη
έξω απ' τα τείχη κυνηγάω φωνές
συγκεκριμένα: μία φωνή

               που ελευθερώνεται σαν κόρη ωραία και βάλνεται
               να τρέχει
                           με τους μικρούς γλουτούς και τα μεγάλα
                           ξέπλεκα μαλλιά
                           νερά του Ιορδάνη

χυμένα επάνου στον νυχτερινό ουρανό

                            Ad Libitum.

4.                        Έτσι συμβαίνει
                           να παραστρατίζω κάποτε
για το καλό μου
               έτυχε κι έχανα το νήμα
               της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος

                           ποιος να συνεχίσει

μέσα σ' επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι
               εξού στο μέτωπό μας
               το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε
ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάνατο

                           εννοείτε κείνο που εννοώ

κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε
τις νύχτες τις γλυκές όταν το γιασεμί σ' εξουθενώνει
κι από νερά τρεχούμενα
               κάπου
               κάποιο αξήγητο ανατρίχιασμα
                           δίνει ώθηση στα χόρτα
θα 'λεγες ανεβαίνει από μια κινητή
κλίμακα κι ολοένα καταπάνω σου
               μεγαλώνει να: η θεά Φυτώ με το τεράστιο τούμπανο
               κι οι ξυπόλυτες δούλες με το μαλλί τους δάδα
μπουμ το πόδι αριστερά μπουμ το πόδι δεξιά
                           η φιλότης το νείκος
                           η φιλότης το νείκος

               η παλιά ευρυθμία

σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ' τη θάλασσα
το σπίτι με τα τρία του τόξα
κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τ' άδεια τους ακρόκλωνα
                           σαλεύοντας στον ύπνο μου
                           τον άνεμο τον βόρειο

                Ad Libitum.

5. Είναι γεγονός
    έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιο
               διό και δεν φοβάμαι να μιλήσω
               να μη λύσω το αίνιγμα
               που ευχήθηκαν κι οι εχθροί μου κάποτε

αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό
               καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα
                           όλονα τον εαυτό σου έχοντας
                           μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο
απ' αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ
τι σόι πολιτισμένοι θα 'μασταν
               αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα στην
               Κιμμερία τη δύσμοιρη
               που κατάντησε στα χρόνια μας
               να θεωρείται λέει κι αξιοζήλευτη

όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα
σε φορέα της ελληνικής αξιοπρέπεια
                           έστεργε απλώς να συμπονεί:
Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε
                           ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι
ουδέ ποτ' αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν... αλλ'
                           επί νυξ ολοή
                           τέταται δειλοίσι βροτοίσι

                           το λοιπόν
για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε;
αμέ για ηλιοτρόπια; για Ελένες;

                           μόλο που
από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά
λάμποντα της Ραβέννας άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί
να εξαποστέλλεται άμεσα

όπως κείνο το κάτι επιπλέον κι ασύλληπτο
που για μια στιγμή ο γηραιός αλιέας
                                    αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ' αλησμονάει πάει στην Αγορά κι απ' το πανέρι του
                 άχνα χρυσή εξακολουθεί ν' ανέρχεται
                           η ποίηση ανέρχεται

                          άλλη μια φορά
χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε
                          να εμπνέεσαι άντε

 Ad Libitum.

6. Φίλησέ με θάλασσα προτού σε χάσω

               απ' τα μάτια μου πέρασε μια χώρα
               βράχων μ' αψηλά τεράστια μοναστήρια
               και μικρούς δοκίμους μοναχούς όπως εγώ
τακτικά κομίζοντας κλώνους ροδιάς
                           κοριτσιών εσώρουχα διάφανα
κι άλλα της τελετουργίας άχραντα
                           λόγια όπως «βοριάς»
                           ή «θέρος» ή και «αέτωμα»
στον όρθρο
                   επάνου είναι που αναλογίζομαι
                           πόσο ελάχιστα είμαστε
                           πραγματικοί
και η σφαίρα μας
               μία μηχανή όπου καμιά
               βίδα κανείς μοχλός κανένα
               έμβολο δεν εβρέθηκε στη θέση του
                           εν τοσούτω
λειτουργεί και οι μυριάδες
βόνασοι κερασφόροι που είμαστε
               κουτουλώντας παγαίνουμε όπου λάχει

                           να φανεί το ευλογημένο χέρι
                           όπως μες στις χρυσές εικόνες

ανεξήγητα μετακινούνται οι θάμνοι
               πνοή νιώθω να με παίρνει
               ελαφρά στο νερό
                           υπογράφω και χάνομαι

                Ad Libitum.

7. Και ιδού το τελικό συμπέρασμα: να 'σαι ο αριστοκράτης αλλ'
               από την ανάποδη
               του λευκού σιδερωμένου σου μανικετιού
να «κάνεις συμφωνίες με τον Άγιον»
                           που λέει κι ο Μακρυγιάννης
                           ξέροντας
να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα
               είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν
               με τρόπο δόλιο να μ' εξουθενώσουν

                           τι να πει κανείς

εωσότου γίνουμε άνθρωποι που να μη μας ανιά η υγεία
θα ταξιδεύει παραπλανητικά μέσα στο διάστημα
κάποια μη χτυπημένη από κανέναν Ομορφιά

                           είδωλο που ακόμη

ξέρει να διατηρεί το ύφος του ελαιόδεντρου
                           ανάμεσα στους Σκύθες
               και θα μας επιστραφεί
               σαν ωραία ηχώ από τη Μεσόγειο
               μυρίζοντας ακόμη πελαγίσιο γίδι

ο ένας για τον άλλονα Οδυσσέα
                    πάνω σε μια σχεδία
                               αιώνες τώρα

φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας

               είναι που πλέον δε νογάει κανένας
               τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού
               πως κι από που ακουμπάει τ' ωμέγα στο άλφα
               ποιος εντέλει αποσυνδέει τον Χρόνο

                            Ad Libitum.

ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε
               όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω
                     η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο.