Άπαντα Οδυσσέα Ελύτη νο 2




Οδυσσέας Ελύτης


Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ  (1971)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο ΗΛΙΟΣ
ΑΝΕΜΟΙ
ΚΟΡΙΤΣΙ
ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
    ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ
    κατηφοράει στο Ταίναρο
Φωτιά 'ναι το πηγούνι του
    χρυσάφι το πιρούνι του.
             Ο ΗΛΙΟΣ
Ε σεις στεριές και θάλασσες
    τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούτε τα χαμπέρια μου
    μέσα στα μεσημέρια μου
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
    μόνον ετούτον αγαπώ!»
Από τη μέση του εγκρεμού
    στη μέση του άλλου πελάγου
κόκκινα κίτρινα σπαρτά
    νερά πράσινα κι άπατα
«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ
    μόνον ετούτον αγαπώ!»
Με τα μικρά χαμίνια του
    καβάλα στα δελφίνια του

με τις κοπέλες τις γυμνές
    που καίγονται στις αμμουδιές

με τους λοξάτους πετεινούς
    και με τα κουκουρίκου τους!
            ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Εμείς ψωμί δεν έχουμε
    και τέτοια δεν κατέχουμε
Χρόνους πολλούς μας πολεμάν
    κι ανάσα δεν επήραμαν.
             ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Φύγανε τα πουλιά γι' αλλού
    μα εγώ στο κύμα του γιαλού

θεμέλιωσα το σπιτικό
    να τ' αποσώσω δεν μπορώ.
             ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
Τέσσερις μήνες χτίζουμε
    και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και κάθε γινωμένη ελιά
    στοιχίζει και μια φαμελιά.
            ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
Όνειρο πόκανα κρυφά
    για τα παιδιά π' ανάθρεφα
Ποιος το 'λεγε πως θε να μου
    τα στείλουνε του σκοτωμού.
            ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ
Άλλος εβγήκε απ' τα βουνά
    κι άλλος απ' τα πλεούμενα

με το πουκάμισο χακί
    κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.
            ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε
    το φως το κόκκινο έριξε
Πήραν να καίγονται οι κορφές
    κι όλες οι πάνω γειτονιές.
             Ο ΗΛΙΟΣ
Ωρ' τι 'ναι τούτ' η αποκοτιά
    βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά
Πουνέντε και Λεβάντε μου
    ένα ραπόρτο κάντε μου.
             ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Θέλω καράβια σπρώχνω     θέλω σταματώ
    Τα δυο βουνά χωρίζω     και τα περπατώ
Μες στις αγάπες μπαίνω     και ζαλίζομαι
    κι από τα μυστικά τους     αντραλίζομαι
Σ' όλους το παραγγέλνω     σ' όλους το μηνώ
    Τρώγεται ο νους του ανθρώπου     μόνο αλίμονο.
             ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ
Ανάθεμα την ώρα     ποιος ορίζει εδώ
    το ανάποδο βαφτίζει     και το λέει σωστό

Του αδύναμου το δίκιο    μήτε λέει ποτέ
    βγαίνει τη νύχτα μέρα    και τ' ορκίζεται

Όπου μεγάλη πόρτα    πίσω της αυτός
    κάνεις να την ανοίξεις    γίνεται άφαντος.
             ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά
    που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο
    κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει     Τρίτη πολεμά
    Τετάρτη γονατίζει     Πέμπτη ξεψυχά.
             ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι
    Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί
Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα
    Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά
Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν
    Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!
             ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Παράπονα κι αθιβολές
    γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

Γιόμα βράδυ μεσάνυχτα
    κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ' αλώνια και στις εμπατές
    ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί
    στων αστεριών τη χόβολη

και τους μικρούς αγγέλους σταμ
    ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

Καημέ που πάρα εβάρυνες
    τον κόσμο δεν εμάρανες

Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου
    οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ
    για λόγου τραγουδά ολονώ.
             ΚΟΡΙΤΣΙ
Δύο συ και τρία γω
    πράσινο πεντόβολο

μπαίνω μέσα στον μπαξέ
    γεια σου κύριε Μενεξέ

Σιντριβάνι και νερό
    και χαμένο μου όνειρο

Τζίντζιρας τζιντζίρισε
    το ροδάνι γύρισε

Χοπ αν κάνω δεξιά
    πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά
    πάνω στη βατομουριά

Το 'να χέρι μου κρατεί
    μέλισσα θεόρατη

τ' άλλο στον αέρα πιάνει
    πεταλούδα που δαγκάνει.
      ΧΟΡΟΣ
Βότσαλο μέσα στα νερά
    του κοριτσιού η αποθυμιά

Κύκλοι και πως ανοίγουνε
    και με τα σένα σμίγουνε

ψηλά στη γλάστρα του βουνού
    χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Ήλιε μου και τρισήλιε μου
    ένα σου λόγο στείλε μου.
             ΑΝΕΜΟΙ
Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε
    νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι  Ικαριά
    Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά
    πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά
    Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά
    κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.
             Ο ΗΛΙΟΣ
Όμορφη και παράξενη πατρίδα
    Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια    πιάνει φτερωτά
    Στήνει στη γη καράβι     κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα     ξενιτεύεται
    Μένει στους πέντε δρόμους     αντρειεύεται

Κάνει να πάρει πέτρα     τηνε παρατά
    Κάνει να τη σκαλίσει     βγάνει θάματα

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι     πιάνει ωκεανούς
    Ξεσηκωμούς γυρεύει     θέλει τύραννους

Πέντε μεγάλους βγάνει     πάνω τους βαρεί
    Να λείψουν απ' τη μέση     τους δοξολογεί.
             ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
    να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος

λίγο φαΐ λίγο κρασί
    Χριστούγεννα κι Ανάσταση

κι όπου φωλιάσει και σταθεί
    κανείς να μην του φτάνει εκεί

Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα
    τονε ξυπνάν χαράματα

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
    του τρώνε και το λίγο βίος

κι από το στόμα την μπουκιά
    πάνω στην ώρα τη γλυκιά

του τηνε παίρνουνε κι αυτή
    Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!
             ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
    γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ»
Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί
    γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.
            ΑΦΗΓΗΤΗΣ
Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας
    ο πετροπαιχνιδιάτορας

λίγο το στόμα του άνοιξε
    κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

Τα δέντρα κελαηδήσανε
    τα ζωντανά σουνίσανε

κι οι άνεμοι χρωματιστούς
    γεμίσανε χαρταετούς.

             Ο ΗΛΙΟΣ
Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω
    παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι
    πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι

Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι
    βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι

Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε
    γύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκε

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά
    το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά

Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα
    έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα 'χω απλέρωτα

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα
    του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα
Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά
    κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα

Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς
    τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη
    που 'δωσε το σκοτάδι    φως για να το πιει

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου
    Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται
    Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό
    σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση
    όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή
    δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα
    δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί
    νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα
    πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός
    να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται»
    όλα του κόσμου τ' άδικα     ξε-χά-νο-νται.

             ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ
                      Τραγούδι

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
    κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
    φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο
    κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς
    βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ
    τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
    χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε

Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε
    μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
    παντοτινό     τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!







ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978)
ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ
Η παρουσία
Η Μαρία Νεφέλη λέει
Και ο Αντιφωνητής
1 ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
1. ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
2. Η ΝΕΦΕΛΗ
2. Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ
3. ΠΑΤΜΟΣ
3. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ
4. Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ
5. THROUGH THE MIRROR
5. Η ΑΙΓΗΙΣ
6. ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ
6. ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
7. Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
7. Η ΕΛΕΝΗ
Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης
Ο Αντιφωνητής λέει
Και η Μαρία Νεφέλη
1. PAX SAN TROPEZANA
1. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ
2. ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ
2. ΚΑΘΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ
3. Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
3. Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
4. EAU DE VERVEINE
4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ
5. Η ΑΝΩ ΤΑΡΚΥΝΙΑ
5. ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ
6. ΥΜΝΟΣ ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
6. ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ
7. Η ΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
7. Ο ΑΓΙΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΣΙΖΗΣ
Το τραγούδι του ποιητή
Η Μαρία Νεφέλη λέει
Και ο Αντιφωνητής
1. ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ
1. Η ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ
2. ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
2. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΙΘΕΙ
3. Ο ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟΣ ΒΙΟΣ
3. Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
4. ΣΠΟΥΔΗ ΓΥΜΝΟΥ
5. ELECTRA BAR
5. Η ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ
6. DJEDA
6. ICE SEHE DICH
7. Ο ΣΤΑΛΙΝ
7. Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Το αιώνιο στοίχημα


Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ
ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ε', 39.1
                   Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Μ.Ν. Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά
          σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά
         κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα
         τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.

  Α.   Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο   κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι άλλου - που μόνο αυτή τ' ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι  να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα.  Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν - ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το        παράκανα. Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και    τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει...

  Α.   «Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτάδες;» -έτσι μου 'λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.

Μ.Ν. Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

  Α.   Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα. Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν. Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την ιδία πέτρα. Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα.

  Α.   Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν. Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

  Α.   Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί. Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι αξία!

Μ.Ν. Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.

  Α.   Ποιος να σ' αφήσει;

Μ.Ν. Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.
         
  Α.   Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.

Μ.Ν. Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα
κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα...

  Α.   Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα. Και μαζί μ' αυτήν και τ' όνομά της.

Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέ σα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...

  Α.   Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.

Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

  Α.   Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.

Μ.Ν. Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά., θα περνάνε στοδρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες. Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.

  Α.   Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω, μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι ασημένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά. Θα φάνουν οι δρόμοι πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση. Και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους. Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές επάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Μ.Ν. Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαιμονικά του κόσμου τούτου. Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την έχω κυλήσει στο πάτωμα. Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ούτ' ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγματά μας και να το λησμονήσουμε. Ποιος ακούει; Ποιος άκουσε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας;  Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι    ξέρουν, τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλίπες. Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα κι από κολύμπι..  Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!

  Α    Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Μ.Ν. Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα
 μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα!

                                Α'
Η Μαρία Νεφέλη λέει:

                         ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Ροές της θάλασσας κι εσείς
των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου!
απ' τα νερά της νύχτας τ' ουρανού κοιτάξετε
πως ανεβαίνω
αμφίκυρτη
σαν τη νέα Σελήνη
και σταλάζοντας αίματα.

Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο
μεσημέρι δεν έχει πια κανείς·
σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.
Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων
και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες
και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.
Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab
και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti
τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο
το σαρακοφαγωμένο απ' τα παράσιτα·
θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo
τη γυναίκα του Ibou-Ibou
και τα παραμορφωμένα τέκνα τους
τα μανιταρόσκυλα
τον Cingua Banga και την Iguana Brescus
Μη φοβάσαι
με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης
θα σε οδηγήσω
και θα σου χιμήξω·
τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου

Και ο Αντιφωνητής:
                   ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
Ό,τι να δεις - καλώς το βλέπεις
αρκεί να 'ναι: Αναγγελία.
Το ελάχιστο νέφος ουριοδρομώντας η Σελήνη
των δέντρων ο αλιγάτορας
και η σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη
με το πατ-πατ το μακρινό της γκαζομηχανής
αν ο κόσμος μια για πάντα ειπώθηκε: Αναγγελία.
Ποίηση ω Αγία μου - συγχώρεσέ με
αλλ' ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλην όχθη·
οτιδήποτε θα 'ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν.
Κι αν απάνω μου μείνει ανεξάλειπτη
κάθε λαίλαπα σαν εγκαυστική
θα' ρθει το πλήρωμα των ημερών
βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου.

Εξόν κι αν μήτε αυτός υπάρχει
αν στα βάθη μέσα των ωκεανών
βυθίζοντας οι μέρες οι ξανθές πήραν μαζί τους
μια για πάντα το είδωλο
το Φωτόδεντρο
με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχίστες
και τους Μήνες ολόγυρα στις μύτες των ποδιών
συλλέγοντας μες στην ποδιά τους
κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων.
Είναι που οι άνθρωποι δεν το θελήσανε ειδαλλιώς...


Η Μαρία Νεφέλη λέει:

η αλήθεια. -έτσι δε λένε;- είναι οδυνηρή
κι έχει ανάγκη, να ξέρεις, απ' το αίμα σου
έχει ανάγκη απ' τις λαβωματιές σου·
απ' αυτές και μόνον θα περάσει -εάν περάσει
καπότες η ζωή που μάταια έψαχνες
με το σφύριγμα του άνεμου και τα ξωτικά
και τις κόρες με τους ήλιους επάνω στα ποδήλατα...

Μπρος! Ανοίξου! Φύγε!
Δίχως ρόπαλο και δίχως σπήλαιο
μες στους εξαγριωμένους βροντόσαυρους
κοίταξε να βολευτείς μονάχος σου
να εφεύρεις μια γλώσσα ίσως τσιρίζοντας:
ί ι ι ι ι.
Τότε που θ' ακούσεις πάλι πάλι να σου τραγουδώ
να σου τραγουδώ τις νύχτες πάνω στο ξυλόφωνο:
«Μες στο δάσος πήγα ντράγκου-ντρούγκου
μ' έφαγαν τα δέντρα ντρούγκου-ντρου
μ' έκαναν κομμάτια, ντράγκου-ντρούγκου
μ' έριξαν στα όρνια ντρούγκου-ντρου».
Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει.
Και ο Αντιφωνητής:
Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι
μες στους θησαυρούς μένω κενός.
Ω αντίο Παράδεισοι και αζήτητες δωρεές
φεύγω πάω κατευθείαν επάνω μου
εκεί μακριά που βρίσκομαι.
Ήρθε η στιγμή. Μαρία Νεφέλη
πάρε το χέρι μου - σε ακολουθώ·
και το άλλο υψώνω -ιδές- με την παλάμη
αναστραμμένη ανοίγοντας τα δάχτυλα
ένα ουράνιο άνθος:
«Ύβρις» όπως θα λέγαμε ή και «Αστήρ»
Ύβρις- Αστήρ Ύβρις-Αστήρ
ιδού το στίγμα φίλοι
πρέπει να κρατήσουμε την επαφή.
Μη μου γελάτε την τόση αδεξιότητα
κι είναι το ξέρετ' ενάντιος ο καιρός.
Τέτοιαν εύστοχη δείξε αδεξιότητα
                                και να: ο Θεός!
Η Μαρία Νεφέλη λέει:

                        Η ΝΕΦΕΛΗ
Μέρα τη μέρα ζω - που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».
Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης
Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο
και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο.

Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός διαιρέτης»
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ
ο Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι
        σβήσου με γενναιοδωρία.
Και ο Αντιφωνητής:
                        Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ
Α τι ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης
να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου
να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι τίποτε

Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα
έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις
νομισματοκοπείο και να το κλείνεις
ν' απολύεις όλο το προσωπικό
να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς
εντελώς δική σου.
Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα
κρεμασμένοι απ' τα τηλέφωνά τους
παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι
ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα
καταμουντζουρωμένος αλλ' ευκίνητος
σαν καπνοδοχοκαθαριστής
κατεβαίνεις απ' τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις
μια δική σου λευκή παραλία
χωρίς λεφτά
γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ' αστέρια
και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα...
Είναι διγαμία ν' αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
                         ΠΑΤΜΟΣ
Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος·
από ζώντας με τις δαχτυλιές του επάνω μας
ημιάγριοι το μαλλί αναστατωμένο σκύβουμε
χειρονομώντας πάνω σ' ακατανόητες άρπες. Αλλ'
ο κόσμος φεύγει...
Αϊ αϊ δυο φορές τ' ωραίο δε γίνεται
δε γίνεται η αγάπη.
Κρίμας κρίμας κόσμε
σ' εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί
·
και κανείς κανείς δεν έλαχε
δεν έλαχε ν' ακούσει ακόμη
καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών
καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης
 ονειρεύτηκα
Εκεί εκεί να πάω σ' ένα νησί πετραδερό
που ο ήλιος το λοξοπατάει σαν κάβουρας
κι όλος τρεμάμενος ο πόντος ακούει κι αποκρίνεται.
Πάνοπλη με δεκάξι αποσκευές με sleeping bags και χάρτες
πλαστικούς σάκους κοντάμετρα και τηλεοπτικούς φακούς
κιβώτια με φιάλες μεταλλικό νερό
κίνησα -δεύτερη φορά- και τίποτα.
Κιόλας η ώρα εννιά στο μόλο της Μυκόνου
έσβηνα μες στα ούζα και στα εγγλέζικα
θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού όπου όλα
τα πράγματα βαραίνουν δυο φορές το βάρος τους
Και ο Αντιφωνητής:
                        Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
Στενός ο δρόμος - τον πλατύ δε γνώρισα ποτέ
ανίσως κι ήταν μια φορά μονάχα
τότες που σε φυλούσα κι άκουα θάλασσα...

Κι είναι από τότες λέω - είναι η ίδια η θάλασσα
φτάνοντας μες στον ύπνο μου που 'φαγε τη σκληρή την πέτρα
κι άνοιξε τ' αχανή διαστήματα. Λόγια που έμαθα
σαν περάσματα ψαριών πράσινα
με γαλάζια κιμωλία χαρακωμένα
παραμιλητά που ξυπνητός ξεμάθαινα
και πάλι κολυμπώντας ένιωθα κι ερμήνευα
Ιωάννης των ερώτων μπρούμυτα
στις κουβέρτες κρεβατιού επαρχιακού ξενοδοχείου
με το γλόμπο γυμνό στην άκρη από το σύρμα
και τη μαύρη κατσαρίδα σταματημένη πάνω απ' το νιπτήρα.
Προς τι προς τι να 'σαι άνθρωπος
ο βαθμός της πολυτέλειας μες στο ζωικό βασίλειο
τι μπορεί να σημαίνει
εξόν κι αν έχεις ώτα ακούειν
μη φoβού α μέλλεις πάσχειν.
Εγώ δεν εφοβήθηκα
εγώ διόλου ταπεινά όμως υπόμεινα
εγώ το θάνατο είδα τρεις φορές
εγώ με διώξανε απ' τις πόρτες έξω.
Αν έχεις ώτα ακούειν. Εγώ άκουσα
βουή σαν από πελαγίσιον κόχυλα
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ενώ τεντώνεται από τ' άστρα ο λώρος
να κοπεί και χάνεσαι...
Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς
πάνω σ' ένα κρεβάτι που το ζέσταναν οι ράχες άλλων
βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά
του άνεμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα.
Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω
από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια
σιγά σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν
μωβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν
με στοργή σκύβοντας τα 'πλενα ένα ένα
προσεχτικά προπάντων στα σημεία που έβλεπα
να 'χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου.
Ώσπου τα μάζεψα όλα στην ποδιά μου
δίχως να βηματίσω προχωρούσα
φυσούσε η μουσική και μ' έσπρωχνε
κομμάτια θάλασσες εδώ - κομμάτια θάλασσες πιο πέρα.
Θε μου που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα
που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι
άδειος ο ουρανός άδειο το σώμα
και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη
μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τ' αγκάθια της
ένας ακόμη που δε γίνεται ποτέ να πιάσεις
θηλυκός αχινός.
Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι·
πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου
πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή.
Λύση της συνεχείας του δέρματος
Και ο Αντιφωνητής:
και στρέφοντας μέσα στο φως άξαφνα είδα
τέσσερα μελαψά στην όψη αγόρια
οπού φυσούσαν κι έσπρωχναν έσπρωχναν κι έφερναν
κομμάτι γης φτενό ζωσμένο στην ξερολιθιά
όλο όλο εφτά ελαιόδεντρα
κι  ανάμεσό τους γέροντας έμοιαζε βοσκός
το πόδι του ξυπόλυτο πάνω στην πέτρα.

«Εγώ είμαι» μου είπε «μη φοβάσαι
κείνα που 'ναι γραφτό να πάθεις.»
Και το χέρι το δεξί τεντώνοντας
μου 'δειξε μες στην απαλάμη του τα εφτά βαθιά χαράκια:
«Τούτες είναι οι θλίψες οι μεγάλες
και αυτές θα γραφτούν στο πρόσωπό σου
όμως εγώ θα σου τις σβήσω με το ίδιο ετούτο χέρι
που τις έφερε».

Και μεμιάς πίσω απ' το χέρι του είδα - φάνηκε
συρφετός πολλών αλαλιασμένων από τρόμο ανθρώπων
οπού φώναζαν κι έτρεχαν έτρεχαν κι έσκουζαν
«Ιδού έρχεται ο Αβαδδών ιδού έρχεται ο Απολλύων».
Ένιωσα ταραχή μεγάλη, και όργητα
με κυρίεψε. Αλλ' ο ίδιος συνέχισε:
«Κείνος που αδίκησε ας αδικήσει ακόμη. Κι ο βρομιάρης
ας βρομίσει περισσότερο. Κι ο δίκαιος
πιο δίκαιος ας είναι». Κι επειδή αναστέναξα
με γαλήνη απέραντη άπλωσε το χέρι
αργά πάνω στο πρόσωπο μου
κι ήταν γλυκύ σαν μέλι αλλά πικράθηκαν τα σωθικά μου.
«Δει σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς και έθνεσι
και γλώσσαις και βασιλεύσι πολλοίς»
είπε· και βγάζοντας λευκές φωτιές έσμιξε με τον ήλιο.
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
η αιχμή λύση της συνεχείας του κόσμου.
Εδώθε ο χαμός - εκείθε η σωτηρία.
Εδώθε το mercurochrome το tensoplast
εκείθε το θηρίο λυμαίνοντας τις ερημιές
ουρλιάζοντας δαγκώνοντας
σούρνοντας μέσα στους καπνούς τον ήλιο.
Όταν ακούς αέρα
        είναι η Γαλήνη που βρικολάκιασε.

                   ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ
Φοβηθείτε
        αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου·

ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας
ακινητήσετέ το: αυτό που δίπλα μας
ολοένα μ' απίθανες χειρονομίες δρα:
                                                           το Ασύλληπτο!    

α' δύο χέρια ωραία γυναίκας (ή και αντρός) που να 'χουν εξοικειωθεί
        με τ' αγριοπερίστερα
β' ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να 'ναι από ρεύμα ηλεκτρικό
        και ανύποπτα πουλιά
γ' μία κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια επικαιρότητα
δ' το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης.
Θα 'χετε καταλάβει βέβαια τι εννοώ.
και ο Αντιφωνητής:
Τέτοιο το πρώτο μου όνειρο που ακόμη
ναν το χωρίσω απ' τις φωνές της θάλασσας
και να το σώσω καθαρό δε γίνεται.
Δε γίνεται μέσα στα λόγια τ' όνειρο.
Το ψέμα μου είναι τόσο αληθινό
που ακόμη καιν τα χείλη μου.
Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ' τη Γη ποτέ σου
     δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της.
                   Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ
Καίνε τα χείλη μου και η λύπη λάμπει
σταγόνα καθαρού νερού πάνω απ' τα βάραθρα
τα σκοτεινά γεμάτα χόρτα· μόνο η ψυχή
αναμμένη σαν παλιά εκκλησία
                                  δείχνει ότι θα πεθάνουμε άνοιξη....

Ντιγκ-ντιγκ το χαμομήλι: κουράστηκα να ελπίζω
ντιγκ-ντιγκ το μολοχάνθι: βαρέθηκα ν' ανησυχώ
ντιγκ-ντιγκ: τέτοιος ανέκαθεν
ο άνθρωπος
                    και να μην το γνωρίζω!
Εκείνα τα πατήματα στα ξερά φύλλα
μουκανώντας το βόιδι του Καιρού
η πελασγική τοιχοποιία σ' όλο το μάκρος της ζωής μου
πλάι πλάι να την περπατώ
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι' αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι
και ζούμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα, Όμως
Das Reine Κυρίες και Κύριοι
kann sich nur darstellen im Unreinen
und versuchst Du das Edle zu geben
ohne Gemeines
so wird es als das Allerunnatürlichste
λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί
τα Επάνω Μονοπάτια.
Και κάτι πρέπει να ήξερε.
Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!
                   THROUGH THE MIRROR
Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.
Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου
απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.
Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
Και ο Αντιφωνητής:
εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!

Όλα μία σταγόνα
ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα·
μία λύπη διάφανη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό
με απέραντη ορατότητα
όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται
γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός
και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα.
Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα.
Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.
                   Η ΑΙΓΗΙΣ
Δεν ξέρω που· δεν είναι στ' όνειρο
δεν είναι σε καιρούς παλιούς ίσως ούτε στη γης αυτή
αλλά και αν είναι
                            τρεις κλίμακες πιο πάνω
απ' όσα γίνεται να σοφιστεί το μαύρο δάχτυλο του ανθρώπου
η χώρα όπου κανένας πλέον δεν κατοικεί
εξακολουθεί να υπάρχει.

Εν αγνοία μας εκεί το Δίκαιο
διατυπωμένο στη γλώσσα των πουλιών

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
σε μια συνοικία μακρινή με σπίτια δίπατα κλειστά
κάτω από την επιφάνεια του νερού όπου γέρνω
σαν σε καθρέφτη και κοιτάζομαι
ώρες πολλές πως να περάσω μέσα
                                                         να περάσω από
την άλλην όψη των πραγμάτων
με το ελικτικό μαλλί μου ξετυλίγοντας
κύκλους διαδοχικά
να κατεβώ και τους εφτά ουρανούς εωσότου

η αντανάκλαση
των αγγέλων μ' αρπάξει
ο Γιάννης η Άννα ο Νίκος με πελώριες
φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου
μετεωρισμένοι αρχίσουν σιγανά
μια ψαλμωδία και ανοίξουν πάλι τα παράθυρα
επικοινωνήσουν οι ανθοπώλες με τεράστιες ανεμώνες
περασμένες στ' αυτιά τους σαν ακουστικά·

σήματα-λέξεις μυστηριώδεις
«Αστεροβαδών» «Ιδιολάθης» «Μίκυον» - οπού σημαίνει
έχει συντελεσθεί το θέλημά σας, κι η φωνή της γης
επαληθεύεται ήδη στα λουλούδια. Όπου να 'ναι θα φανεί
στον πλήρη κόσμο τον ολόιδιον της αντιύλης
όπως μας λένε οι επιστήμονες-και που είναι το αίσθημα
γινόμενο απτό
                       μια συναυλία που εδέησε να μεταβληθεί σε κήπο.

Κι εγώ που 'μουν πλασμένη για να κυνηγάω το θαύμα
σ' ένα ύψωμα επιβλητικό σαν το Εσκοριάλ
τώρα ν' ανακαλύπτω τι;
                                      το μαρτύριο του αγίου Μαυρικίου

Και ο Αντιφωνητής:
αναπαράγεται ολοένα ξεχειλίζοντας από τα τείχη
σπιθοβολώντας από μια σ' άλλη συνείδηση
κενή από σώμα καθώς κύμα
ερτζιανό μη βρίσκοντας κεραία να το δεχτεί αλλά όμως
μεταφέροντας το μήνυμα το θείο
την αμβροσίοδμη μουσική

και αυτή συντελεσμένη
σ' όλους των ήχων τους συνδυασμούς από τα κρεμαστά νερά
πέφτοντας έως τα ξημερώματα «δυνάμει»
όπως θα λέγαμε υπάρχουν εκεί
από ίασπι και ορείχαλκο
μπλε κοβαλτίου τερακότα και ώχρα τα έργα τέχνης όλα
που θα μπορούσε ο άνθρωπος με μόχθο
αφάνταστο ν' αποσπάσει από το Πλήρες και Άφθαρτο αλλ'
αδύνατον.
                         Τάχα να μην
είχα κάποτε κι εγώ ανεβεί
κείνα τα σκαλοπάτια του ατελεύτητου καλοκαιριού
μιαν αψηλή βουνίσια θάλασσα
να μην είχα για χάρη του Βασιλέα Ευήνορα
φορέσει το μανδύα τον κυανό
να δικάσω τους άλλους και απ' αυτούς να δικαστώ
την κάθετη ώρα του μεσονυκτίου...

Ζούνε ακόμη ζούνε μέσα μου
μια για πάντα ιδωμένοι
από ψηλά οι αγροί χαρακωμένοι ευθείς σαν πίνακες του Mondrian
οι περίβολοι της εκκλησίας με τα κορίτσια ολόγυμνα
κρατώντας μύρτα

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
ο όποιος ξανάζησε στις μέρες μας υπό άλλο ένδυμα
πάλι και πάλι χιλιάδες φορές.
Οι εξέχοντες επίσημοι με τα χρυσά στους ώμους
και τα μαύρα τους όργανα
σε δυσώδη καγκελοφραγμένα υπόγεια πάλι και πάλι.
Ο συγγραφέας που κρύβει τα χειρόγραφα του -πού;-από ποιον;-
ποιος είναι αυτός-ποια είναι αυτή που τη λέμε ανώτερη
δύναμη ελέω Θεού ή ελέω τεθωρακισμένων
                                                                          Ω
μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη
στον μέσα κόσμο του καθρέφτη εκεί που βηματίζω
ψάχνοντας την αληθινή μου μέρα
·
που κρατώ και ανοίγω σαν ομπρέλα παλαιή τη θάλασσα
πάνω από το κεφάλι μου
λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.

Παιδιά κι αγγόνια της απάρνησης
                                είναι όλα τους μπάσταρδα.

                   ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ
Τι 'ναι αυτό που μπερδεύεται μες στα μαλλιά μου
σαν τη νυχτερίδα και τινάζω με τρόμο το κεφάλι μου·
άλλοτε σαν δίχτυ αόρατο ριχμένο από μακριά
με τραβάει κι αδύνατον να του ξεφύγω·
πιάνει τη σκέψη μου όπως ακούω πως πιάνουν οι παγίδες τα πουλιά
σταματώ να σκέφτομαι και μ' αφήνει·
τρέχω στους καθρέφτες και δε βλέπω τίποτε.
Και ο Αντιφωνητής:
και το τύμπανο το τύμπανο
«ήλιος-νερό» «ήλιος-νερό»
καθώς οι νόμοι της βαρύτητας έχοντας ατονήσει πλέον
ο νους τραβούσε τα πουλιά κι όλο το δεντροκόμι τ' ουρανού
ως τα ύψη.
Αυτά.
         Και τώρα μόνον
ό,τι διασώζεται μες στις προλήψεις
ό,τι από το πρωτόγαιο το ασκίαστο
ξορκίζουμε τις νύχτες όρθιοι κατάντικρυ
της ταραγμένης θάλασσας ξέμπαρκοι ναυτικοί
που εχάσαμε το θείο ναυάγιο για πάντα.
Φτασμένες οι προλήψεις σε μια καθαρότητα μαθηματική
        θα μας βοηθούσανε να κατανοήσουμε τη βαθύτερη δομή του κόσμου.
                    ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ
Τώρα θα τεντώσω τ' ανοιχτά μου μπράτσα
και στα ρεύματα μέσα που θα σχηματίσω
δίχως να σιμώσεις θα φανείς
Ίρις Μαρία Νεφέλη
πράσινη στα μεγάλα καταστήματα των νεωτερισμών
μενεξεδιά στα υπόγεια καφενεία
κόκκινη στις κηδείες των φτωχών
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Αλλού είναι ο θάνατος.
Κεραυνός οιακίζει.
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε
το χτένι μες στο χέρι σας θ' ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα
κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή
των ιστών όπου ο χρόνος
όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.
Αλλού είναι ο θάνατος.
Μη μ' αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ.
Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.

Δεν έχω συγγενείς
                               απ' όλη μου τη ζωή
προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.
Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.
Η Λύπη ομορφαίνει
                            επειδή της μοιάζουμε.
Και ο Αντιφωνητής:
και γαλάζια στον ύπνο των νηπίων·
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με το νυχτικό στον άνεμο
ιπταμένη και αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα της Leonora Finni
χρυσαλλίδα του ύπνου μου.
Tra un fioro colto e l' altro donato
l' imesprimibile nulla.
Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο
σ' ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο·
είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες
η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος·
η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου
και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν απελπισία
σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί
και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια
Ίρις Μαρία Νεφέλη
με τη γοητεία του πισινού σου όταν
καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ' ένα ξυράφι.
Ο τρομοκράτης
                        είναι ο άξεστος των θαυμάτων.

Η Μαρία Νεφέλη λέει:  
                   Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Τουλάχιστον αν ζούσαμε από την ανάποδη
να τα βλέπαμε όλα ίσια: Μπα. Η αναποδιά
έχει μια μονιμότητα πεισματική
·
αποτελεί όπως λέμε τον κανόνα.
Όπου σημαίνει ότι αν καταφέρνουμε να ζούμε
βέβαια ζούμε από τις εξαιρέσεις.
Προσποιούμαστε ότι δε συμβαίνει τίποτε
ακριβώς για να συμβεί επιτέλους κάτι
έξω και πάνω από τη χλεύη.
Ένα κεράσι την ώρα που χειμάζονται
μέσα του όλες οι αθλιότητες
και αυτό στο πείσμα τους καθάριο παντοδύναμο
άψογο λάμπει δείχνοντας
ποια θα μπορούσε να 'ταν η υπεροχή του ανθρώπου.
Η σταγόνα το αίμα κάθε Απρίλιο
δωρεάν και για όλους.
Δυστυχείς εμπροσθοφυλακές και ανάστροφοι
οδηγοί των βαρέων αρμάτων τ' ουρανού
ως και τα σύννεφα είναι ναρκοθετημένα
το νου σας: από μας η άνοιξη εξαρτάται.
Να ξαναδώσουμε στα πόδια μας το χώμα.
Το πράσινο στο πράσινο τον άνθρωπο του Νεάντερταλ
στον άνθρωπο του Νεάντερταλ. Δεν ωφελούν πια οι μυώνες
θέλει αγάπη θηριώδη
θέλει πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες.
Και ο Αντιφωνητής:
                    Η ΕΛΕΝΗ

Η Μαρία Νεφέλη αναμφισβήτητα
είναι κορίτσι οξύ
αληθινή απειλή του μέλλοντος·
κάποτε λάμπει σαν μαχαίρι
και μια σταγόνα αίμα επάνω της
έχει την ίδια σημασία που είχε άλλοτε
το Λάμδα της Ιλιάδας.

Η Μαρία Νεφέλη πάει μπροστά
λυτρωμένη από την απεχθή έννοια του αιώνιου κύκλου.
Και μόνο με την ύπαρξή της
αποτελειώνει τους μισούς ανθρώπους.
Η Μαρία Νεφέλη ζει στους αντίποδες της Ηθικής
είναι όλο ήθος.
Όταν λέει «θα κοιμηθώ μ' αυτόν»
εννοεί ότι θα σκοτώσει ακόμη μια φορά την Ιστορία.
Πρέπει να δει κανείς τι ενθουσιασμός που πιάνει τότε τα πουλιά.
Έξαλλου με τον τρόπο της
διαιωνίζει τη φύση της ελιάς.
Γίνεται ανάλογα με τη στιγμή
πότε ασημένια πότε βαθυκύανη.
Γι' αυτό και οι αντίπαλοι ολοένα
εκστρατεύουν - κοιτάξετε:
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη
και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός
Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.
Μακριά μέσα στ' απώτατα βάθη του Αμνού
                                   ο πόλεμος συνεχίζεται.
Και ο Αντιφωνητής:
άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες
πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια
Κάθε καιρός κι η Ελένη του.
Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι
                                                        κι ευφραίνεται.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΦΕΛΗΣ
«Κρίμας το κορίτσι» λένε
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ' απορατάν!
Μες στα σύννεφα βολτάρω
σαν την όμορφη αστραπή
κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω
γίνεται βροχή.
Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ' τις δυο μεριές·
το πρωί που δε μιλιέμαι
βρίζω Παναγιές
και το βράδυ οπού κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού
λες και κονταροχτυπιέμαι
ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου.
Τη χαρά δεν τη γνωρίζω
και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω
πάνω απ' τον γκρεμό.
                                 Β'
Ο Αντιφωνητής λέει:
                        PAX SAN TROPEZANA
Τι βουβάλα που 'χει γίνει τώρα τελευταία η γη!
Πορπατάει στα τέσσερα και ρουθουνίζει από χαρά
ντέεε οξ!
Δόξα να 'χουν οι καθεστωτικοί πατέρες
ειρήνη βασιλεύει
ζώα μικρά μετά μεγάλων εκεί πλοία διαπορεύονται...

Βυζιά βαμμένα παντελόνια δίχρωμα
ψάθες υπερμεγέθεις όλων των ειδών
οικόσημα πλουσίων πριγκίπων υποψηφίων μαζοχιστών
συγγραφείς εξ αποστάσεως
ηθοποιοί των εικοσιτεσσάρων ωρών
ουρούν στη θάλασσα κι εκβάλλουνε μικρές κραυγές
μειξοευρωπαϊστί:
ου-ου ου-ου!

Ψηλά στον ουρανό κενά μαύρα
χαίνουν και η ώσμωση
των ψυχών αφήνει να ξεχύνεται πυκνόρρευστος καπνός.
Κάποτε διαφαίνεται το βλέμμα ενός αγίου
άγριον όσο ποτέ
«δεν έχει σημασία η σημασία είναι αλλού»
χρωματιστά πασπατευτά παν πλήθη
με μισόκλειστα μάτια μπουσουλώντας
ντέεε οξ!
Pax
Pax San Tropezana
ειρήνη βασιλεύει.

Και η Μαρία Νεφέλη:
                   Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ
Αχ δεν είναι αυτός πλανήτης
όλο κότες και πρόβατα
και βλακώδεις άλλες κύπτουσες υπάρξεις.
Άκρη-άκρη του Σύμπαντος ο αμελητέος
με τους τόσους δα ωκεανίσκους του
με τα Ιμαλαϊάκια του
με τα τέσσερα δις των απτεροδιπόδων του
μαχόμενων αέναα υπέρ βωμών και εστιών
πετρελαιοπηγών και άλλων πλουτοφόρων περιοχών.
Δεν είναι αυτός πλανήτης
στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια
έκθετος σε βροχές μετεωριτών
σε σκέψεις φιλοσόφων
σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία
(τη δική μας πάντοτε -ποτέ των άλλων).
Ένα σκάκι για κόρακες εξασκημένους
να κερδίζουν πάντοτε και από τις δύο πλευρές
«μαύρα πουλιά» που λεν «μαύρα μαντάτα».
Όχι όχι δεν είναι αυτός πλανήτης
μάλλον είναι μία πλάνη ήτις οδηγεί πολύ μακριά
στον Δία στον Χριστό στον Βούδα στον Μωάμεθ
που εδέησε κάποτε κι εκείνοι
ν' ατονήσουν ώστε όλοι εμείς
από μια κεκτημένη απλώς ταχύτητα
να μένουμε στη στάση του προσκυνημένου.
Η αντίστροφη μέτρηση ως τον τέλειο πλήρη αφανισμό.
Το μόνο πράγμα που θα μείνει ανέπαφο
Ο Αντιφωνητής λέει:
Μειξοευρωπαϊστί τα πάντα λέγονται
γίνονται ξεγίνονται
μ' ευκολίες με δόσεις.
Καιρός των ανταλλακτικών:
σπάει λάστιχο-βάζεις λάστιχο
χάνεις Jimmy-βρίσκεις Bob.
C' est très pratique που 'λεγε κι η Annette
η ωραία σερβιτόρισσα του Tahiti.
Της είχανε υπογράψει δεκαεννέα εραστές τα στήθη της
μαζί με τον τόπο της καταγωγής τους
μια μικρή τρυφερή γεωγραφία.
Όμως θαρρώ στο βάθος ήταν ομοφυλόφιλη.
Τρώγε την πρόοδο
        και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της.
                   ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ
Πέσαν στον ύπνο οι βλάστημοι και να: βρήκε το θάρρος
το φεγγάρι μας να ξεμυτίσει. Μίλησε πάλι το βουνό
ιερές ακατανόητες έλξεις
από φύλλο σε φύλλο
το ελαφάκι του νερού και η κάππαρη.
Με το πλάι σταματημένα και αποκοιμισμένα
τ' αλόγα πανύψηλα
και κάτου ως πέρα η μισή κοιλάδα στ' άσπρα.
Θάρρος. Τώρα. Είναι η στιγμή
Και η Μαρία Νεφέλη:
είναι η εκδίκηση.
Το σίδερο και η πέτρα έχουν τον τρόπο τους
θα μας καταβάλουν
και θα περάσουμε μια νέα λίθινη εποχή
θα τρομοκρατηθούμε ανάμεσα στους εξαγριωμένους βροντόσαυρους·
τότε ίσως νοσταλγήσουμε
την ακρίβεια και την τελειότητα
ενός ρολογιού Patek Philippe..

Ε σεις Κύριοι της Τεχνοκρατίας
λίγο πιο δεξιά παρακαλώ:
κρατήστε μου μια θέση στο Α του Κενταύρου
και πάλι βλέπουμε.

Δυστυχώς και η Γη
                               με δικά μας έξοδα γυρίζει.
  
                   ΚΑΘΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ
Κάθε φεγγάρι ομολογεί και μες στα δέντρα κρύβεται μην
         και το καταλάβεις·
έχεις ανακατώσει τόσο τους καιρούς που μήτε ο ίδιος ξέρεις
         από που το μήνυμα θα λάβεις.

Εσύ 'σαι ο ένας απ' αυτούς που του 'δωσαν χαρτί μεγάλο
        για να γράψει και δεν έστερξε την πένα του να πιάσει·
που του 'ρθε η τύχη σαν λακκάκι μες στο μάγουλο και που
       δεν είπε μπάρεμ να χαμογελάσει.

Ο Αντιφωνητής λέει:
να βγεις Θεέ μου από την αφάνεια.
Σε λουτήρες μέσα με πλακάκια λεία ωραίες γυναίκες
γέρνοντας μες στους υδρατμούς
σημειώνουν την απόκλιση: ο πλανήτης φεύγει.
Θα φανεί το κέλυφος γεμάτο τρύπες
μαύρες και αστραπές και αργά
θα γυρίσει ο άνθρωπος από το μέσα μέρος
εωσότου ολότελα χαθεί.
Θάρρος. Τώρα.
Την ηδονή να σώσω καν Θεέ μου.
Δώσε μου το εγχειρίδιο.

Είναι αγένεια
            να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα.

                    Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Δεν σκαμπάζω γρυ από προπατορικά αμαρτήματα
και άλλα των Δυτικών εφευρήματα.
Όμως αλήθεια εκεί μακριά
στη δροσιά των πρώτων ημερών
πριν από το καλύβι της μητέρας μας
τι ωραία που ήταν!
Τα λευκά των αγγέλων σαν να τα θυμάμαι
κλείναν μπροστά μα τ' άφηναν ξεκούμπωτα
ίδια κορίτσια με ποδιές απ' αυτά που δουλεύουνε
στα κομμωτήρια
θαύμα -και όλα τα γεράνια
Και η Μαρία Νεφέλη:
Εσύ 'σαι αυτός που του 'ριξαν το δίχτυ μέσα στο λουτρό να τον
σκοτώσουν μα κρατάει μες στο βασίλειό του ακόμη
·
που σπρώχνει την αγάπη απ' το παράθυρο κι υστέρα κλαίγεται
και λέει ότι τον αδικούν οι νόμοι.
Κάθε φεγγάρι ομολογεί κι εσύ κάνεις πως τάχα δεν καταλαβαίνεις.
Ξέρεις ότι φορείς τον ήλιο -και ότι πριν εκείνο κατεβεί εσύανεβαίνεις.
 Δίνε δωρεάν το χρόνο
                     αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια.

                    Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλό μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιό μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν -ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά που άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά

Ο Αντιφωνητής λέει:
σ' ένα μακρύ πεζούλι ασβεστωμένο
γυρισμένα στον άνεμο έβλεπες ν' αλέθουνε
ασταμάτητα τη μαύρη ψίχα του ήλιου.

Μέρες νωπές στην όμπρα και στη σιένα
που 'μοιαζε το νησί μ' ένα Λασήθι απέραντο
ελαφρύ και απιθωμένο μόλις
πάνω σε μια θαμπωτική θρυψαλιασμένη θάλασσα.

Το 'να πόδι πάνου στ' άλλο
στην αμμουδιά που ρίγωνε ο αέρας
όλο σπίθα χρυσή απ' τους φτερνιστήρες
να καλπάζουν έβλεπα θυμάμαι
κορίτσια του σιρόκου με δροσερούς γλουτούς
ξετυλίγοντας ένα μαλλί από κύτισο·
κι η καρδιά μου αντίκρυ στα γυμνά βουνά
ντούκου ντούκου αντηχούσε καθώς μπενζινοκάικο.
Ήτανε στον καιρό του Φύλλου του Γυαλιστερού
όπου βασίλευαν ο Σάθης κι η Μηριόνη.
Τις νύχτες είχα νόημα - το 'δινα σ' όλα τ' αηδόνια
κι ήταν ο ύπνος ο γλυκός γιομάτος μισοφέγγαρα
ρυάκια σε ντο μείζονα για βιόλα ντ' αμόρε.
Ήτανε μαργαρίτες που τις έτρωγες
κι άλλες που ανάβανε μες στο σκοτάδι σαν βεγγαλικά·
μουγκρίζανε οι αφάνες κι έκαναν τον έρωτα·
κάτω απ' τα πόδια σου περνούσανε άστρα
σαν κοπάδια ψαριών και το μπουγάζι
μπλε βαθύ προχωρούσε στα σπλάχνα σου -
τι ωραία που ήταν!
Και η Μαρία Νεφέλη:
σαν εφηβαία -φοβόμουνα και μου άρεσε
ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...

Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «Δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
'Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια ·
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικάπ.
'Ήταν θυμάμαι «Η Αννέτα με τα σάνταλα»
«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε  Μάης δε θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και άλλα)
το ξαναλέω- δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το 'χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατό του με άκρα προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε το σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι που αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ —δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας

Ο Αντιφωνητής λέει:
Οι άγγελοι με πειράζανε· πολλές φορές
συναγμένοι γύρω μου ρωτούσανε:
«τι έστιν πόνος;» και «τι νόσος;» και διόλου δεν ήξερα.
Δεν ήξερα δεν είχα καν ποτέ μου ακούσει για
το Δέντρο απ' όπου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο.
Λοιπόν; Ήταν αλήθεια ο θάνατος; Όχι αυτός- ο άλλος
που θα 'ρθει με το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; Ήταν αλήθεια
το άδικο; Η μανία των εθνών; Και ο μόχθος νύχτα-μέρα;

Στην ευνή των βοτάνων βύζαινα τη λουίζα
κι οι Αρχάγγελοι όλοι Μιχαήλ Γαβριήλ
Ουριήλ Ραφαήλ
Γαβουδελών Ακήρ Αρφουγιτόνος
Βελουχός Ζαβουλεών γελούσανε σαλεύοντας
τις χρυσές τους κεφαλές καθώς αραποσίτια·
ξέροντας πως ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός
που έφτιαξαν με το νου τους οι άνθρωποι

Και το μεγάλο ψέμα τους το Δέντρο δεν υπήρχε.

Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς
             ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.

Και η Μαρία Νεφέλη:
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ' έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν -απιστεύτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

Κι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία
                                    και σ' όλα τα μεγέθη της.
Ο Αντιφωνητής λέει:
                        EAU DE VERVEINE
Είπα: καθαρός είμαι
πλυμένος με το απόσταγμα βερβένας
90 βαθμών εκ γενετής
Έλλην εν μέσω των αγρίων.
«Δίχα στεναγμών και φόβου»
Θ' αποσπάσω το λευκό σημάδι μου
και θα το κατευθύνω
με ταχύτητα ψυχής
προς τον αόρατο κόρυμβο.

Το άπειρο υπάρχει για μας
      όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.

                   Η ΑΝΩ ΤΑΡΚΥΝΙΑ
Εμείς που ζούμε αναρτημένοι
μες στη σκόνη αιώνων
σ' ένα μακρύ και ανιαρό Palazzo Pitti
άψογοι στην προοπτική και στις αναλογίες
με την άσπρη γυαλάδα στο γιακά
και την ελιά στο μάγουλο
τρώμε κοιμούμαστε κυκλοφορούμε
άψογα σκιοφωτισμένοι
σχεδόν κάτω απ' τη γη·

Και η Μαρία Νεφέλη:
                   ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ
Και προσθέτω: η σκιά σας
είναι σύμβουλος κακός
·
βαδίζετε πάντοτε
κάτω από τον κατακόρυφο ήλιο.
«Άνευ ορίων άνευ όρων»
Επειδή Κυρίες και Κύριοι
κείνο που μας προσάπτουνε τα χελιδόνια
-η άνοιξη που δεν φέραμε -
είναι ακριβώς η αγνότητα μας.
Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο.

                   ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ
                                                                Αχ
και πως να μη φοβάμαι τα έντομα!
Που 'ναι κάτι ζουζούνια και μας μοιάζουνε
κάτι ανθρώπακλοι ώσαμε κει πάνου
μ' ανοιχτά ντουλάπια που μασάνε και τρώνε
με πατούσες πελώριες
που δε θέλει πολύ για να σ' αποτε-λειώσουνε
                Δυο-τρεις οργιές κάτω απ' το χώμα
Ο Αντιφωνητής λέει:
καιρός να ρίξουμε τα τείχη
θέλω να πω ν' ανοίξουμε στην οροφή
το πέρασμα που θα μας επιτρέψει
μέσ' απ' την ίδια γη για μια στιγμή ν' ανέβουμε
ως τη δροσιά των τάφων!
Ω Ταρκυνία οι νεκροί που ευφραίνονται
στον ήλιο των αλόγων και στων αυλών τον αέρα
θα μας διδάξουν την αδιάσπαστη συνέχεια
εκεί! στα τρίτα ύψη! με τα ηνία της άνοιξης
στα δάχτυλα Τρωίλοι και Αχιλλείς
αντιμέτωποι -και μυριάδες
ανάμεσά τους δύο δαφνόκουκα
στικτά λόγια Θεών καταπράσινα.
Έτσι κάποτε από μιας παρθένας γέννα
πολύ πριν τη Μαρία ξεχύθηκαν οι άνεμοι
χρωματιστοί και τα νέα πουλάκια οι πίποι
όλων των λογιών έφτασαν απαλά
στις τεράστιες γαλάζιες καμπανούλες
άφοβα να καθίσουν. Είναι αυτές που τώρα
ταλαντεύονται σιμά σε δέντρα
με τεράστιους φιόγκους ροζ επάνω στα κλαδιά
ενώ περνά γυμνός με το κεραμιδί κορμί του
ο Αυλητής
το 'να πόδι μπροστά -και ανοίγουνε τα πέπλα
οι ψυχές οι φρέσκες πεταλούδες.

Αλλ' ιδού τι μ' όλ' αυτά εννοώ
που εμείς οι ζωντανοί ανάμεσα σε δύο κινδύνους
ούτε καν ενδιαφέροντες οι ηλίθιοι λησμονούμε:
Και η Μαρία Νεφέλη:
το δικό μου το άλλοθι. Δεν το προδίδω.
Δε θα στέρξω ποτέ μου να μιλήσω για
τις απέραντες κάμαρες με το σανίδι που έτριζε
κάθε που το πατούσε ο άγιος Συμεών
αγριεμένος κι άφηνε πάνου στο λαβομάνο
τις τρεις μαύρες του πέτρες: μια για τον έξω κόσμο
μια για τον μέσα· την τρίτη για τον άλλον τον αόρατο

Σκέψου, αλήθεια
δεν έχω διαφορά μεγάλη από τη Sophie von Kühn·
μ' αρέσουνε κι εμένα τα πετρώματα
                                   οι καρώ μπέρτες τα λουλούδια
ως και η φυματίωση εάν υπήρχε ακόμη
τρόπος να πεθαίνεις και να σ' ενταφιάζουνε πριγκιπικά
στρατεύματα της νύχτας με τη λόγχη εφ' όπλου
επειδή κλαίω ακόμη στα κρυφά
καταπιάνομαι ακόμη με όνειρα
καιρών τ' ουρανού σκοτεινών
τόσο που αν πας εκείνη τη στιγμή να μ' αγκαλιάσεις
πασαλείβεσαι άστρα

                                                Σ' έναν λάκκο του χρόνου

κει που περπατάς ανύποπτα
ξάφνου νιώθεις γύρω σου τα σπίτια σπάνε
και μια μυρωδιά παππού και θείου
και φωσφόρου ξεχύνεται
να σ' αρπάξει απ' το λαιμό και να σ' εγκοσμιώσει
                                            Ως κι εκεί αναβρύζει ουρανός
Ο Αντιφωνητής λέει: 
δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι απ' το βουνό
δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος
λανθασμένες είναι όλες οι αποστάσεις
που μας δίνει το μάτι και άδικα πιστεύω
καυχησιολογούμε λέγοντας
«ο κόσμος είναι αυτός».

Ο κόσμος είναι αυτός
ο καπνός που κυνηγάει τον σκύλο
το φυτό που ορθώνεται και τρέχει με τη μουσική
τα παιδιά που ζωγραφίζουν τοίχους
και ανοίγουν την ομπρέλα τους ίδιοι αρχαίοι Αιολείς
ν' αναληφθούν συμπαρασύροντας το πιο παρθένο μέρος
των πραγμάτων. Η σύνθεση
απ' όλ' αυτά.
                    Μια ζωή πλήρης εντέλει.

Piero della Francesca ύστερε άγγελε
της γης αυτής - κρατήσου!

Είναι μες στην ευλάβεια που θα γυμνωθούμε.

Η επαύριο της ζωής μας θα 'ναι πάλι ζωή
μεταφερμένη στην Άνω Ταρκυνία.
Μπρος. Δώσε το σήμα. Δεν θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες.

Θα πρέπει να δημιουργούμε αντισώματα
      και για την Ευθύνη.

Και η Μαρία Νεφέλη:

κάτι σαν χάραμα πολύ μακρινό
μια θάλασσα κυλιόμενη άσπρη
και πάντοτε από την ανάστροφη σαν σε διόπτρες μέσα
μικροσκοπική να τρέχω εγώ
σ' όλο το μήκος απ' τα μαύρα τείχη των εργοστασίων
όπου καίει μια υψικάμινος και το άγαλμα
του Giorgio de Chirico ανεπαίσθητα μετακινείται
                                                   Κι εγώ να μην κατέχω
τίποτα.
Ένα φύσημα όλοι μας και η φύσις μήτε που σαλεύει
                                                                        Τίποτα!
Το λοιπόν το πήρ' απόφαση:
ν' απομονώσω κάποιο σκίρτημα
στην τύχη και να το τρισμεγεθύνω
από πείσμα κυρίως ή εάν όχι κι από μια
διάθεση να δω τι γίνεται άμα
πας κόντρα στα λεφτά κόντρα στον άνεμο
κόντρα στη σιγουριά κόντρα στην αγωνία
·
πάντοτε ανάμεσα Κυρία και Κόρη
πάντοτε ανάμεσα Ευημερία και Θάνατο.
Από φυσικού της η μαυρίλα
                  πρέπει να 'ναι και κλεπταποδόχος.
Ο Αντιφωνητής λέει:
                    ΥΜΝΟΣ ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Τώρα σ' αγαπώ σε δυο διαστάσεις
σαν φιγούρα ετρουσκική
σαν σημάδι του Klee που υπήρξε ψάρι
προχωρείς δωδεκαφωνική
εκνευριστική
αστραπιαία
ωραία
μ' ένα κύμα Καραϊβικής στο πτυχωτό φουστάνι σου
με βαριές γαλάζιες χάντρες της οδού Πανδρόσου
γύρω στο λαιμό σου.
Πρόσωπο υδάτινο είδωλο
φτασμένο σαν το φως
άστρου που χάθηκε
πριν αιώνες.
Τότε ακούω νερά και σε καταλαβαίνω.
Ας μην έχεις ιδέαν εσύ
(ποτέ ο Σηματωρός δεν έχει γνώση της αποστολής του)
και παρακολουθώ πίσω από τη χλωμάδα του μεϊκάπ
τον απέραντο δρόμο που ακολούθησα
για να σου μιλήσω έτσι
Voie Lactée ô sœur lumineuse
Τη μόνη μοίρα που δεν θέλησα
Θε μου - αυτήν επωμίστηκα.
Στην κακή μοιρασιά πάντοτε ο Θεός ζημιώνεται.
Και η Μαρία Νεφέλη:
                        ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ
Προσέξετε πολύ την αποσπασ-
ματικότητα της καθημερινής μου ζωής
και τη φαινομενική της ασυνέπεια.
Που αποβλέπει
και με τι σκοπούς απώτερους πάει ν αναπτυχθεί
και ν' αποκτήσει νόημα βαθύτερο.
Ζήτα ν' αποθαρρύνει τις έρευνες των επιστημόνων
προς όφελος πιστεύω της αυθεντικότητας του ανθρωπίνου δράματος.

Πάνω σ' αυτό
                     en las purpúreas horas
δεν δέχομαι καμιάν υποχώρηση.

Μου είναι αδύνατον να δω τον εαυτό μου αλλιώς
παρά σαν σύνθεση αντιαφηγηματική
χωρίς ιστορική συνείδηση
χωρίς εμβάθυνση τύπου ψυχολογικού
πράγμα που θα' κανε την καθημερινή ζωή μου
ανιαρή σαν μυθιστόρημα
θνησιγενή σαν έργο του κινηματογράφου
αρνητική σαν χιουμοριστικό ανέκδοτο
αδιάφορη σαν έργο ζωγραφικής της Αναγεννήσεως
επιβλαβή σαν ενέργεια πολιτική και γενικά
δουλοπρεπή και υποταγμένη στη φυσική του κόσμου τάξη
και στα -κοινώς λεγόμενα- φιλάνθρωπα αισθήματα.
Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες
                                     θα 'τανε αληθινή σωτηρία.
Ο Αντιφωνητής λέει:
                    Η ΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
Έννοια σου κι απ' αυτά που σου αφαιρεί
σου προσθέτει ο πόνος Άνθρωπε
Ψυχοσυντήρητε που καυχησιολογείς
Όσο θες πολέμα
                           δεν έχει φτέρνες η Τελειότητα

Κι είναι ανάγκη να πάμε μπροστά
να γεμίσουμε όλα τα Κενά
εάν όχι και ν' αυτοκαταστραφούμε αντλώντας δύναμη
        από τα περασμένα.
Ένας καιρός θα' ρθει να κελαηδήσουμε όρθιοι
και στην ομορφιά γενναίοι.
Αργά-γρήγορα
τα πουλιά θα μας εξημερώσουν
Ίτε παίδες...
Η αληθινή γενναιότητα
πρέπει να βαφτιστεί στο πέλαγος
και να φέρει κάτι απ' το μελτέμι
στους ογδόους ορόφους των πολυκατοικιών
πρέπει ν' αφήσει τα πεδία των μαχών
ν' αναπτυχθεί στον έρωτα και στα βιβλία
να βγει μ' άλλο ομορφότερο όνομα
κι εκεί να περιμένει
Και η Μαρία Νεφέλη:
                   Ο ΑΓΙΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΣΙΖΗΣ
Τι κρίμας που δε βρέθηκε το Linguaphone της ηδονής  ακόμη!
Τώρα που η «φύσις» λιγοστεύει και σπανίζει ο άνεμος
και οι άνθρωποι σήπονται σε δάση ολότελα φανταστικά
θα 'ταν υψίστη σοφία να συμβιβαστούν οι άγιοι
με το σώμα τους
ν' ακούσουν πάλι των αγγέλων τη λαλιά να πέφτει
σαν ψιλή βροχούλα εαρινή
την ώρα που η κάθε είδους γνώση φλέγεται...
Μην πείτε: θα βρεθεί ένα δίκιο και για μας.
Μην περιμένετε από την πολιτική και από την επιστήμη
τίποτε. Ο νεότευκτος είναι και ο πιο παλαιός
κόσμος ανάποδος.
Μη ματαιοπονείτε.

Με την ομορφιά μου εγώ
θα καταργήσω την έννοια του βιβλίου·

θα επινοήσω τα νέα λουλούδια
και θα τα δρέψω από τα σπλάχνα μου
και θα στέψω βασιλιά στην κόχη των μηρών μου
το δημόσιο ρόδο.

απ' αυτό θα πνεύσει ο άνεμος
της αληθινής αγνότητας
όπου λίγοι θα επιζήσουν άνθρωποι
Ο Αντιφωνητής λέει:
να της ριχτούν και να τη βλαστημήσουν
να τη δέσουν πιστάγκωνα και τη δικάσουν.
Κάθε καιρός κι η Ιερή του Εξέταση.
Το «κενό» υπάρχει
                            όσο δεν πέφτεις μέσα του.
Και η Μαρία Νεφέλη:
όμως όλα τα πουλιά
τσιμπολογώντας τις ρώγες των μαστών μου.

Κάθε καιρός κι ο άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης του.
Προσπάθησε να οδηγήσεις την τεχνική τελειότητα
                                    στη φυσική της κατάσταση.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Πρώτη φορά σ' ενός νησιού τα χώματα
δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα
βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα
τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα 'νιωσα.
Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου
δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου
και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια
μετά - για την ψευτιά και την ανέχεια.
Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα
και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.
Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα
που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα.
Ώσπου μια μέρα το 'φερε η περίσταση
κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση
αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα
πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα
πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο
και δεύτερον γιατ' ήμουν είδος Άμοιαστο.
Εφ' ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα
πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.

                                  Γ΄
Η Μαρία Νεφέλη λέει:

                        ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ

Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μου
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ' ανοίξω μάτι...

Στην αρχή σ' έχω λησμονήσει·
κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού -
άξαφνα πατείς και μπαίνεις
στη συνείδηση.

Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ
ν' αποσπάσεις κάτι απ' την ελάχιστη χαρά
του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου
φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου
προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή
και συντηρείται με το ελάχιστο...

Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι που πας δε θ' απομείνει τίποτε.

Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους
οι φιλόσοφοι σ' εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία

Και ο Αντιφωνητής:
                   Η ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ
Ανοιχτό παράθυρο. Τριγύρω παρτέρια.
Ευθύ το σώμα. Τεντωμένα τα χέρια.
Ένα δύο τρία: ζωή μου αγία
σμικρύνω την ψυχολογία.
Το αυτό. Εν δυο: κατανοώ το πρόσωπό μου
οικειοποιούμαι το αντίθετό μου.
Σύμπτυξις εν! Ούτε μη ούτε δεν.
Τάσεις και κάμψεις των χειρών
προς όλας τας διευθύνσεις·
άνω πλαγίως εμπρός κάτω:
τα του γάτου στον σκύλο
                                        τα του σκύλου στον γάτο.
Έκτασις της κεφαλής οπίσω: έεεν-νααα
δεν παραδέχομαι κανόνα κανέεεν-νααα.
Βαθεία εισπνοή: κόρη ω κόρη δροσερή.
Αρχή μία: έξω η δεξιοτεχνία.
Προεισαγωγικόν άλμα εις τέσσαρας ταχείς χρόνους:
αντικαταστήσατε τους καθημερινούς φόνους.
Εν δύο τρία τέσσερα. Το αυτό:
το γενναίο είναι απατηλό.
Εις τον καιρόν! Επιμείνατε στον Μπρετόν!
Προσχέεε! Μελετήσατε τον Φουριέ!
Στροφή της κεφαλής αριστερά:
όλα είναι σκατά.
Στροφή της κεφαλής δεξιά:
όλα είναι σκατά.

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
τη διαβάζουμε και «βρίσκουμε τον εαυτό μας»
πιπιλάμε τη μαύρη καραμέλα μας
Άτε να χαθούμε
παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου.

Όταν η συμφορά συμφέρει
                                  λογάριαζέ την για πόρνη.

                   ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές
που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες
Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα
όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα...
Δεν πα' να σας φωνάζουν - ούτ' ένας σας δεν απαντά
έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα
Τίποτα· σεις διεκδικείτε -να 'ξερα με τι νου-
τα δικαιώματά σας επί του κενού!
Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ω της αμεριμνησίας
αποπνέετε το μάταιο της ιδιοκτησίας
Και ο Αντιφωνητής:
Εις θέσιν - εν! Συμπέρασμα κανένα.
Τους ζυγούς λύσατε.
Τα κορίτσια φιλήσατε.
Κάνε άλμα
                    πιο γρήγορο από τη φθορά.

                   ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΙΘΕΙ
Παρακαλώ προσέξετε τα χείλη μου: απ' αυτά εξαρτάται ο κόσμος.
Από τις συσχετίσεις που τολμούν και από τις απαράδεκτες
παρομοιώσεις όπως όταν ένα βράδυ που μυρίζει ωραία
ρίχνουμε τον ξυλοκόπο της Σελήνης χάμου
εκείνος μας δωροδοκεί με λίγο γιασεμί κι εμείς συγκατανεύουμε.

Αυτό που πείθει διατείνομαι είναι σαν τη χημική ουσία που αλλοιώνει.
Ας είναι ωραίο το μάγουλο ενός κοριτσιού
όλοι μας με φαγωμένα μούτρα θα γυρίσουμε κάποτε
απ' τ'  Αληθοτόπια.

Παιδιά πως δεν ξέρω να το εξηγήσω
αλλά είναι ανάγκη να υποκατασταθούμε στους παλαιούς Ληστές.
Να στέλνουμε το χέρι μας και να πηγαίνει
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Πάτε κρατώντας τυλιγμένη με φύλλα των Βαγιώ
τη δύστυχη και μελανειμονούσα Υδρόγειο
Και μες στην μπόχα γίνεστε του ανθρώπινου υδροθείου
τα εθελοντικά πειραματόζωα του Θείου.
Από τον Θεό τραβιέται ο άνθρωπος
               όπως ο καρχαρίας από το αίμα.

                   Ο ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟΣ ΒΙΟΣ
Γέρασα γύρω στα δεκαοχτώ
θα 'λεγες σ' ένα εικοσιτετράωρο μόλις:
η ώρα οχτώ πήγα σχολείο έμαθα έπαιξα
δέκα και δέκα τελειοποιήθηκα στο εξωτερικό
(ιππασίες εγγλέζικα και τέτοια)
υστέρα ο πρώτος γάμος το ταξίδι
απόγεμα είχα κιόλας βαρεθεί·

πέντε ως έξι λίγες ατιμίες
εφτά ξαναπαντρεύτηκα
εφτά και πέντε απάτησα
στις οχτώ είχα κιόλας κουραστεί
χαρτιά δεξιώσεις και άλλα τέτοια...
Μετά το δείπνο κοίταξα μες στον καθρέφτη
στο άλλο σπίτι το μεγάλο
του τρίτου και πλουσίου συζύγου μου·
είδα φως να τρέχει και μέσα του δελφίνια
Και ο Αντιφωνητής:
εκεί που μια γυναίκα σαν Μηλιά καρτερεί μισή μέσα στα σύννεφα
εντελώς αγνοώντας την απόσταση που μας χωρίζει.
Και κάτι ακόμη: όταν κινάει να βρέχει
ας γδυνόμαστε και ας λάμπουμε σαν το τριφύλλι...
Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται.
                   Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!
Από τη μυρωδιά του χόρτου από την πύρα του ήλιου
πάνω στον ασβέστη από το ατέρμονο φιλί
να βγάλεις έναν αιώνα·
                                      με θόλο για την ομορφιά
και την αντήχηση όπου
σου φέρνουν οι άγγελοι μες στο πανέρι
τη δρόσο από τους κόπους σου όλο φρούτα στρογγυλά
και κόκκινα·
                      τη στενοχώρια σου
γεμάτη πλήκτρα που χτυπούν μεταλλικά στον άνεμο
ή σωλήνες ορθούς που τους φυσάς καθώς αρμόνιο
και βλέπεις να συνάζονται τα δέντρα σου όλα
δάφνες και λεύκες οι μικρές και μεγάλες
Μαρίες που κανείς πάρεξ εσύ δεν άγγιξες·

όλα μία στιγμή όλα η μόνη σου

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

μου φάνηκε ηχώ άλλου κόσμου
η φωνή του ποιητή
Finland
            Groeland
                           Erosland
ένιωσα πως δεν είναι πια καιρός.
Μεσάνυχτα όπως το καλεί και η ώρα
έκανα το απαραίτητο έγκλημα.
Τώρα μου μένουν τα τσιγάρα και η φωτιά
της νύχτας πλάι στους πεθαμένους.

Όταν η ζωή μάχεται
                        οι νεκροί στον Άδη μηδίζουν.
                ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Σιγά σιγά μες στον ασβέστη χωνεύεται η Μεγάλη Τρίτη.
Καμία ρυτίδα. Ούτ' ένα δάκρυ.
Ακούγεται μονάχα η ρόδα του ήλιου όπως το «σώσον»
        απ' τα μοναστήρια
κατατρώγοντας τη φθορά
την ώρα που οι γυναίκες ανεβάζουνε από το πηγάδι
τον ήχο εκείνο του κενού
που ακούμε λίγο πριν η συμφορά μας πλήξει.
Ένα κύρτωμα όπως της παλάμης όπου χωράει το δίκιο μας.
Και ο Αντιφωνητής:
αστραπή για πάντα.
Η άμμο που έπαιξες όπως με τη ζωή σου η Τύχη
και τα στέφανα που άλλαξε με την παντοτινή σου
άγνωστη ο καιρός ο ανίσχυρος
εχθρός αν έχεις κατορθώσει
μια για πάντα ολόισα ν' ατενίσεις το φως
είναι η μία στιγμή
σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα
ίδια νεροσταγόνα
                            είναι η Αρετή
με τα πουλιά του Σκίρωνα και τα πανιά του Αργέστη.

Έτη φωτός στους ουρανούς
                                έτη Αρετής μες στον άσβεστη.

                   ΣΠΟΥΔΗ ΓΥΜΝΟΥ
Αν είσαι απ' τους Ατρείδες άμε
σ' άλλα μέρη να ολολύξεις. Πυρά τέτοια τον ήλιο δεν ανάβει
εδώ που ανάτειλε η συνείδηση κι έλαβε σώμα Κόρης υπαρχτό
με λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα -

Κοίταξε: πως η μνήμη δένει τα μαλλιά
πίσω και αφήνει εμπρός να πέφτουν τα ματόκλαδα
τρέμοντας απ' την τόση αλήθεια· πως
τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες·
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
Τα μαλλιά μου λύνω σ' έναν τοίχο μπροστά
και με το πλάι οδύρομαι σκιά της σκιάς μου.
Τραγουδώ και ψέλνω τ' Άγραφτα του Άνθρωπου
εγώ η δραπέτις τ' ουρανού που είδα και είδα.
Λυπούμαι αν η τροπή του λόγου μου δεν είναι αυτή
που αρμόζει στις ημέρες μας
                                               Κυρίες και Κύριοι.
Τίποτα δεν αρμόζει στις ήμερες μας
κι επιπλέον συμβαίνει να 'μαι λυπημένη
όπως όταν
                 νιώθεις βαθιά στο σώμα σου αισθητό
κάτι που ως τότε μόνον είχες κακοβάλει.
Ας αφήσουμε λοιπόν τ' αστεία:
ένα φίδι κι ας μην έφταιξε - θα το εξοντώσεις.
Τέτοια η δικαιοσύνη μας!
Έχει τη μέση της και η άκρη-άκρη.
Και ο Αντιφωνητής:
κάτι θαμπωτικό και όπου δε γίνεται ποτέ κανείς
να 'ναι γενναίος ή δυνατός.
                                            Να υπάρχει μόνον.
Όπως το αίμα. Όπως τα σταφύλια. Ο μακρύς δρόμος του ανθρώπου
από το δνοφερόν στο αείφωτον
ψαύοντας δάχτυλο το δάχτυλο εωσότου ο κόλπος
όλος ερευνηθεί και ανοίξει το αίνιγμα
που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί·
ο γιαλός ο αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα.
Επειδή δε γίνεται. Ο περίπλους
γύρω από ένα σώμα λείο νέο γυμνό
τελειώνει εκεί που ξαναρχίζει το άλλο. Σαν τριαντάφυλλο
αναποκάλυπτο παρθένας που ξαναγεννιέται
ν' απαλείφει το φόνο και να κατασιγάζει τις κραυγές
των θυμάτων· απαρχής της Ιστορίας ως σήμερα
ένα σώμα λείο νέο γυμνό: η δικαιοσύνη.

Δεν εγεννήθηκεν ακόμη
                    ο Μαγγελάνος ενός τριαντάφυλλου.
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
                   ELECTRA BAR
Δυο-τρία σκαλοπάτια κάτω απ' την επιφάνεια
της γης - κι ευθύς λυμένα τα προβλήματα όλα!
Κρατάς τον κόσμο τον μικρό σ' ένα μεγάλο κρυστάλλινο ποτήρι·
μέσ' από τα παγάκια βλέπεις τα νύχια σου χρωματιστά
πρόσωπα που αόριστα χαμογελάνε·
βλέπεις την Τύχη σου (αλλ' αυτή πάντοτε με στραμμένη ράχη)
Μέγαιρα που σ' αδίκησε και που δεν εκδικήθηκες ποτέ...

Α τι καλά που 'κανε η Έρικα
ιπταμένη συνοδός της Ολυμπιακής
περνάει ψηλά πάνω από τις πρωτεύουσες
·
εγώ πρέπει να τις περνώ από κάτω
κάτω απ' τα κήτη - κάτω από τα χοντρά χορτάτα σώματα
εάν ποτέ μου αξιωθώ (και πάλι ζήτημα είναι)
τη φλέβα εκείνη όπου κυλάει ακόμη το αίμα του Αγαμέμνονα
χωρίς άλλη βοήθεια κανέναν άγνωστο αδελφό -

Δώστε μου ένα gin-fizz ακόμη.

Ωραία που είναι όταν θολώνει το μυαλό - εκεί σκοτώνουν οι Ήρωες
στα ψέματα όπως στον κινηματογράφο
απολαμβάνεις αίμα
· την ώρα που το αληθινό
κουρναλάει από τα σκαλοπάτια
το αγγίζεις με το δάχτυλο και σου ξυπνά η κατάρα
η Βασίλισσα με τις αράχνες
τα μάτια της αχτύπητα κι όλο σκοτάδι
βόσκω τους χοίρους κουρεμένη και άσκημη
αιώνες τώρα έξω από τα τείχη

Και ο Αντιφωνητής:
                   Η ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ
Σπάρτα
            σπάρτα κι ασφένταμοι
μανιτάρια και σαλίγκαροι
άπραγα κοριτσάκια της βροχής πού μ' έχετε συλλάβει;
Εκεί; Στα τρίτα ύψη; Απ' ανθόσκονη κήπων των αόρατων;
Εγώ τότε είμαι. Το βεβαιώνω. Εγώ.
Ναι για κει γεννιόμουν για κει μ' ανάγγελλε το φως
που σας έδωκε της αστραπής τούτη τη δύναμη.

Τι να μην είχα πεθάνει από καιρό και να 'χα
δει ώσπερ οι ανακύπτοντες εκ της θαλάσσης
ιχθύες κείνη που ήταν η ως
αληθώς γη.
Αυτήν θέλω να δω και αυτήν να κατοικήσω
την αλουργή και θαυμαστήν τα κάλλη την χρυσοειδή
την λευκή την γύψου και χιόνος λευκοτέραν...

Ανεβάσετέ με στους περιστρεφόμενους ανάμεσα
τροχίσκους των αιθέρων στους καταιγισμούς
αφήσετέ με των εσπεριδοειδών μήπως κι από 'να
σ' άλλο σώμα το βάρος μου αλλαχτεί σε λάμψη
εκτυφλωτική τριγύρω αθώων πλασμάτων
που εγώ μόνον τα θέλησα και άλλος κανείς.

Σπάρτα
            σπάρτα κι ασφένταμοι
αενάκια και χελιδρονιές
τεμπερόριζες κι αγριομαντιλίδες
άπραγα κοριτσάκια της βροχής δεξιά της άνοιξης φυλάξετέ μου

Η Μαρία Νεφέλη λέει:
περιμένω το μήνυμα - τον πρώτο πετεινό μέσα στον Άδη
κάτι σαν το σαξόφωνο με ανταύγεια ουρανική
κοριτσάκια που τρέχουνε καβάλα σε καουτσουκένιους
        δράκοντες.
Η Γη τώρα μονάχα αποκαλύπτεται πόσο μεγάλη στην
        πραγματικότητα είναι.
Βροντάει ο Ζευς
μαυρίλα
βροντάει ο Ζευς
δεν είναι ήττα μήτε νίκη αυτό.
Κάτι άλλο ας τολμήσουμε οι ενταφιασμένοι.

Όποιος μπορεί και φορτίζει την ερημιά
                έχει ακόμη ανθρώπους μέσα του.

                   DJENDA
90% μια οποιαδήποτε
δυστυχία μας περιέχει.
Το παρόν είναι ανύπαρκτο και τα μισά
μαλλιά μου κιόλας κάπου αλλού
σ' εποχές άλλες κυματίζουν.

Σπίτια μισά αιωρούμενα
χαλάσματα πόλεων παλαιών που δεν εγνώρισα ποτέ
κομμάτια Σάρδεις και Περσέπολις
Κόρινθος Αλεξάνδρεια·

Και ο Αντιφωνητής:

θέση από τα τώρα εκεί
στα τρίτα ύψη· μετεωρισμένος
πάω - και με τα φουσκωμένα μάγουλα
τ' αγόρια οι άντρες σας φυσούν - ολοένα πάω
με τις οροσειρές στα στέρνα χαραγμένες
την κουκκίδα του ήλιου στο μαλλί
τη συρτή στο 'να μου χέρι του πελάγους...
Άλφα: χρόνος ο αγέραστος
Βήτα: Ζευς ο αργικέραυνος
Γάμμα: ο ακτήμων εγώ.
Αν κάτι αδημονεί μέσα στην άγρια μέντα
                    είναι της αγιοσύνης σου το λαγωνικό.

                   ICH SEHE DICH
Κομμάτια των ωκεανών ich sehe dich
Μαρία in tausend Bilern
από φως και ιώδιο και LAIT INNOXA
και λοξά τα χέρια σου πάνω στο καλώδιο.
Είσαι η νέα Λάχεσις. Τηλεφωνείς
η θητεία μου στη γη να λήξει .Έννοια σου
κιόλας πεθαίνω από ουρανική ασιτία.

Μυθικά ψάρια βλέπω να περνούν
πάνω από το κεφάλι μου ο αέρας καίει
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
οι αρχαίοι ναοί με το πέτρινο δάπεδο και τα βαριά
των ιερέων σάνταλα
τα θυμιάματα
κάτω από τα γυμνά στήθη και ο κρότος των χαλκάδων
την ώρα του χορού κομμάτια
παρδαλά μπαλώματα η ψυχή μου
απαράλλαχτα οι φούστες οι πλατιές που τώρα τελευταία φορώ
μογκολφιέρα των τύψεων
και οι φράσεις οι τυχαίες του δρόμου:
«Φέρεις τι; - Χρυσίον. - Ευθύμει ».

Εγώ δεν «φέρω» τίποτα.
μήτε μου «φέρουν»
διδάσκω με το σώμα μου το κόκαλο της θάλασσας
το μπλε κοράλλι με τις διαφάνειες
περπατώ κομμένη στο παράθυρο και αντλώ ατελεύτητα
ουρανό κάτω απ' τα πόδια μου· ρίχνω τον κουβά
ν' ανεβάσω γιασεμί και πένταστρο·
με λένε ανάλογα με τους καιρούς Τρυφέρα ή Ανεμώνη
κάποτε και Djenda τι ωραία
δεν καταλαβαίνω τίποτα.

Djenda λέξη ανύπαρκτη
απαράλλαχτη μάρκα ηλεκτρικών λαμπτήρων
μισοσανσκριτική μισοκέλτικη
Djenda η τρέμουσα
εικόνα μου μεγεθυμένη στα χέρια των λαών
Djenda πολιτιστική επανάσταση
Djenda εγώ πριν εξ χιλιάδες χρόνους
Και ο Αντιφωνητής:
SWISSAIR BEA TWA
Αχ Νεράιδες μου δε θ' αξιωθώ
τ' όνομά μου τυπωμένο να δω
DIE WELT TIMES FIGARO
αλλά πίσω απ' το θάνατο με χαίτη
KODAK PHILIPS OLIVETTI
λάμπουσα με περιμένει το άτι
να περάσω το φράχτη να περάσω το φράχτη
του ήχου της αφάνειας εγώ
JAGUAR CHEVROLET PEUGEOT
το ποτήρι στα χείλη σου θα σταματήσει και
JOHNNY WALKER CINZANO PERRIER
περιττή θα σου γίνει η γήινη οίηση
μόνο η ποίηση μόνο η ποίηση
μ' αστραπής αμάξι θα σε πάρει
SAAB MERCEDES FERRARI
σκίζοντας τις προσόψεις παλαιών σπιτιών
NESCAFÉ LINGUAPHONE
σαν εξώφυλλα περιοδικών όπου όλες μπήκ-
PARKER WATERMAN BIC
μπήκανε κάποτε οι ωραίες μιας μέρας
τριανταφυλλένιες όπως το κορίτσι
της ELIZABETH ARDEN και της NINA RICCI.

Μαρία πούμα των δημοσίων οδών
μες στο διάφανο νάιλον ή το ντραλόν
η μισή στάχτη που καίει
PHILIP MORRIS KENT CRAVEN A
κι η μισή εξάτμιση εκνευριστική
MOBILOIL SHELL BP
στης ψυχής μας την απέραντη Αριζόνα
στέπα του πιο τρομερού χειμώνα
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
δείχνοντας
την υπερμεγέθη ανισότητα
που θ' απλωθεί να μοιραστεί τον κόσμο

Djenda εγώ που πρόλαβα να μην αδικήσω
Djenda.

Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής
        γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο.

                   Ο ΣΤΑΛΙΝ

Αναβοσβήνοντας θα γράψω την τροχιά μου
πάνω από τους καθεδρικούς ναούς και πάνω από τους πύργους
παλαιών εστεμμένων όπως η λάμψη εκείνη
άλλοτε πάνω από τη Βηθλεέμ.

                                                        Ναι το χλωμό μου πρόσωπο
τα μακριά μαλλιά μου οι μάγοι τα γνωρίζουν.
Γι' αυτά μιλούν - γι' αυτήν την ουρανόπεμπτη παρθένα
που εν ειρήνη ευδόκησε να πει: το νου σας
οι πολλοί παραποιούν τον Ένα.

Εάν εγώ είμαι αυτή δεν έχει σημασία·
μία φωνή οφείλει να 'ναι αυτόματη κι επαναληπτική
σαν όπλο με βεληνεκές που πιάνει αιώνες·
κι εγώ κινώ από τους Μογγόλους
φτάνω σαν τον υπερσιβηρικό

Και ο Αντιφωνητής:
θα σηκώσεις μια φωνή στεντόρεια
τη φωνή του ζώου του πληγωμένου
ω Μαρία Νεφέλη ωραία
ω Νεφέλη Μαρία εραλδική.
Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
        πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.


                   Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Ακούσατε τα λόγια της παρθένας:
τους πολλούς παραποιεί ο Ένας.

Ανάλογα με τους καιρούς ντύνεται τον χιτώνα
του Στρατηγού και ανακηρύσσεται «δια βοής» στην Αγορά
ο Υπέρτατος Άρχων που περιβάλλεται τη μεγαλοπρεπή πορφύρα
με σκήπτρο και με στέμμα ελέω Θεού
που ευλογεί με τιάρα και με μίτρα - που εν ονόματι
του Κόμματος και του Λαού προχωράει με κάννες και  μ' ερπύστριες

(άντε συ χελιδόνι - τσιουτσίουσε αν κοτάς!)

εωσότου το Σώμα του Στρατού και το Σώμα του Ανθρώπου
γίνουν όπως το θέλησε και η θεωρία -Ένα.
Προπαντός η σκοπιμότητα
Η Μαρία Νεφέλη λέει:
μ' ένα φωσάκι ατομικό κι ένα κλαδί μυρτιάς στο χέρι.
Το λέω λοιπόν και ας μην έχει αξία
μιας που μου το 'φερε η ομοιοκαταληξία.
Προτού προφτάσει ο Ένας και με αλλάξει
προτού επιβάλει μια. «καινούρια τάξη»
το ξαναλέω και γεια σας - πάω φυλακή:
ένα φεγγάρι ανήκει στην Αμερική
μα μια ψυχή που δεν πουλιέται - στα Μάταλα ή στο Κατμαντού.
Κάθε καιρός κι ο Στάλιν του.
Όταν ακούς «τάξη»
                                  ανθρωπινό κρέας μυρίζει.

Και ο Αντιφωνητής:
φτάνει κι εκείνη από ψηλά σαν άγγελος του Ρούβλιεφ είναι τέρας·
ποιο το φως το αληθινόν κανείς δεν ξέρει.

Προσοχή Μαρία Νεφέλη - κατά δω το αυτόματο
κι εσείς όσοι οπλισμένοι
νάνοι του παραμυθιού μάγισσες και θηρία
γυναίκες άντρες με τσαπιά ξινάρια
πέτρες απ' το λιθόστρωτο βενζιναντλίες αμάξια επάνω του!
                       (ω Παρθένα μου το 'λεγες Συ)

Κάθε καιρός κι η Ουγγρική του εξέγερση.

Αν είναι να πεθάνεις πέθανε
            αλλά κοίτα να γίνεις ο πρώτος πετεινός
                        μέσα στον Άδη.
  
            ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
                                    1
Ότι μια μέρα θα δαγκάσεις μες στο νέο λεμόνι
και θ' αποδεσμεύσεις
τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του.
                                   2
Ότι όλα τα ρεύματα των θαλασσών
άξαφνα φωτισμένα θα σε δείξουν
ν' ανεβάζεις τη θύελλα στο ηθικό επίπεδο.
                                   3
Ότι και μες στο θάνατό σου πάλι θα 'σαι
σαν το νερό στον ήλιο
που γίνεται ψυχρό από ένστικτο.
                                   4
Ότι θα κατηχηθείς απ' τα πουλιά
κι ένα φύλλωμα λέξεων θα σε ντύσει
ελληνικά να μοιάζεις αήττητη.
                                   5
Ότι μια σταλαγματιά θ' αποκορυφωθεί
ανεπαίσθητα στα τσίνορα σου
πέρ' απ' τον πόνο και μετά πολύ το δάκρυ.
                                   6    
Ότι όλη του κόσμου η απονιά θα γίνει πέτρα
ηγεμονικά να καθίσεις
μ' ένα πουλί πειθήνιο στην παλάμη σου.
                                  7
Ότι μόνη σου τέλος θ' αρμοστείς
αργά στο μεγαλείο
της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος. 







ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ  (1972)
Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε
ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα
λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό.
Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βαστάει στη ζωή. Γι΄ αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γράψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλλιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από κει και πέρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ' ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκα ή δεν μπόρεσα να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως
νοιώθει. Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές
όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν.

ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
             ΜΑΡΙΝΑ
Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω
    λουίζα και βασιλικό
Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω
    και τι να πρωτοθυμηθώ

Τη βρύση με τα περιστέρια
    των Αρχαγγέλων το σπαθί
Το περιβόλι με τ' αστέρια
    και το πηγάδι το βαθύ

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα
    στην άλλη ν άκρη τ' ουρανού
Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα
    σαν αδελφή του Αυγερινού

    Μαρίνα πράσινό μου αστέρι
Μαρίνα φως του Αυγερινού
    Μαρίνα μου άγριο περιστέρι
και κρίνο του καλοκαιριού.
         ΤΑ ΕΛΛΗΝΑΚΙΑ
Τον Μάρτη περικάλεσα
    και τον μικρό Νοέμβρη
Τον Αύγουστο τον φεγγερό
    κακό να μη μας έβρει

Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά
    είμαστε δυο Ελληνάκια
Μες στα γαλάζια πέλαγα
    και στ' άσπρα συννεφάκια

Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά
    κι η αγάπη μας μεγάλη
Που αν τη χωρέσουμε απ' τη μια
    περσεύει από την άλλη

Κύματα σύρετε ζερβά
    κι εσείς τα σύννεφα δεξιά
Φάληρο με Περαία
    μια γαλανή σημαία.
         Η ΜΑΓΙΑ
Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
    μέσ' απ' τους ουρανούς περνά

Κάποτε λίγο σταματά
    στο φτωχικό μου και κοιτά:
Γεια σας τι κάνετε; Καλά;
    -Καλά. Πως είναι τα παιδιά;
-Τι να σας πω εκεί ψηλά
    τα τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά

-Γι' αυτό πικραίνεσαι Κυρά
    δε μου τα φέρνεις εδωνά;

-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά
    θα σου τη φάνε τη σοδειά

-Δώσε μου καν την πιο μικρή
    τη Μάγια την αστραφτερή

Λάμπουνε γύρω τα βουνά
    τα χέρια μου βγάνουν φωτιά
Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά
    φεύγει και μ' αποχαιρετά.
         ΤΑ 'ΔΑΤΕ ΤΑ ΜΑΘΑΤΕ
Ήταν μια θεία θέληση
    κι ενός αγίου τάμα
Εμείς οι δυο να σμίξουμε
    και να γενεί το θάμα:

Οι βάρκες ν' ανεβαίνουνε
    ως τα ψηλά μπαλκόνια
Κι οι ορτανσίες να πετούν
    καθώς τα χελιδόνια

Ν' ανάβουν οι άγιοι κερί
    στη χάρη των δυονώ μας
Και τα ψαράκια να φυλούν
    την άκρη των ποδιών μας

Όλος ο κόσμος ν' απορεί
    μωρέ τι να 'ν' και τούτο
Με το μπουζούκι να λαλεί
    και το μικρό λαγούτο:

-Τα 'δατε τα μάθατε
    μια αγάπη που εγεννήθη
Άνθρωπος δεν την κατελεί
    κι ο Άδης ενικήθη.

        ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ

Του μικρού Βοριά παράγγειλα
    να 'ναι καλό παιδάκι
Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα
    και στο παραθυράκι

Γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ
    η αγάπη μου πεθαίνει
Και μες στα δάκρυα την κοιτώ
    που μόλις ανασαίνει

Με πιάνει το παράπονο
    γιατί στον κόσμο αυτόνα
Τα καλοκαίρια τα 'χασα
    κι έφτασα στο χειμώνα

Σαν το καράβι που άνοιξε
    τ' άρμενα κι αλαργεύει
θωρώ να χάνονται οι στεριές
    κι ο κόσμος λιγοστεύει

Γεια σας περβόλια γεια σας ρεματιές
    γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές
Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί
    γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.


        ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
    στου γιασεμιού την ευωδιά
Στων φύλλων το μουρμουρητό
    στων άστρων τον χρυσό γιαλό

Οι άνθρωποι μ' αρνήθηκαν
    κανείς δε μου σιμώνει
Μόνο μου κάνει συντροφιά
    της νύχτας το τριζόνι:

-Έννοια σου λέει έννοια σου
    κι εγώ είμαι δω κοντά σου
Για συντροφιά στην έγνοια σου
    και για παρηγοριά σου

Τρι και τρι τρι και τρι
    τι πικρή που 'ναι η ζωή
Τι γλυκιά και τι πικρή
    τρι και τρι και τρι και τρι

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα
    στων Αρχαγγέλων τη σκιά
Στην ερημιά του φεγγαριού
    στο κυματάκι του γιαλού

Τι να 'φταιξα της μοίρας μου
    κι έτσι με φαρμακώνει
Μονάχα μου αποκρίνεται
    της νύχτας το τριζόνι:

-Είμαι μικρό πολύ μικρό
    μα 'ναι ο Θεός μεγάλος
Αυτό ποτέ δε θα σ' το πω
    μήτε κανένας άλλος

Τρι και τρι τρι και τρι
    τι πικρή που 'ναι η ζωή
Τι γλυκιά και τι πικρή
    τρι και τρι και τρι και τρι.
        ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΥΡΟ ΚΑΙ ΤΖΙΑ
Ανάμεσα Σύρο και Τζια
μικρή φυτρώνει νεραντζιά
η μικρή μου η κοπελιά

Πόχει τις ρίζες στο βυθό
και τα κλαδιά στον ουρανό
το κορίτσι που αγαπώ

Πλάσμα δεν είναι ανθρωπινό
   δεν είναι μήτε ξωτικό
   το κορίτσι που αγαπώ

Μα 'χει τον ήλιο φορεσιά
   τα κύματα περπατηξιά
   η μικρή μου η Παναγιά

Χάιντε νύφη της θαλάσσης
   τι φαμίλιες θα χαλάσεις

Νύφη μέσα στα μπουγάζια
   με τα πέπλα τα γαλάζια

Άνεμος να μη σε πιάσει
   λούλουδο μη σου χαλάσει

Κι αν γενεί ποτέ το θάμα
   κι αγαπήσεις κάνω τάμα

Να σου στείλω μια μπρατσέρα
   με τον Πολικόν Αστέρα.

ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
             ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
Μια φορά στα χίλια χρόνια
    του πελάγου τα τελώνια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
    μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
    πριν ο ήλιος ανατείλει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
    το θαλασσινό τριφύλλι
Κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει
    κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει
Μια φορά στα χίλια χρόνια
    κελαηδούν αλλιώς τ' αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
    μόνο λένε μόνο λένε:
-Μια φορά στα χίλια χρόνια
    γίνεται η αγάπη αιώνια
Να 'χεις τύχη να 'χεις τύχη
    κι η χρονιά να σου πετύχει
Κι από τ' ουρανού τα μέρη
    την αγάπη να σου φέρει
Το θαλασσινό τριφύλλι
    ποιος θα βρει να μου το στείλει
Ποιος θα βρει να μου το στείλει
    το θαλασσινό τριφύλλι.
         ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ
Η Παναγιά το πέλαγο
    κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
    και τ' άλλα τα παιδιά της

Από την άκρη του καιρού
    και πίσω απ' τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
    κι έβγαιναν οι Γοργόνες

Κι εγώ μέσα στους αχινούς
    στις γούβες στ' αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
    ρωτούσα τα τζιτζίκια:

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
    γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
    κι ' όλ' αποκρίνονταν μαζί:

-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.
         ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ
Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη
    και πικρή Σαρακοστή
Βάζω πλώρη και κατάρτι
    και γυρεύω ένα νησί
    που δε βρίσκεται στο χάρτη

Το κρατάνε στον αέρα
    τέσσερα χρυσά πουλιά
Δε γνωρίζεις εκεί πέρα
    ούτε κλέφτη ούτε φονιά
    ούτε μάνα και πατέρα

Τα λουλούδια μεγαλώνουν
    κάθε νύχτα τρεις οργιές
Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν
    και τα δέντρα στις πλαγιές
    σαν καβούρια σκαρφαλώνουν

Μες στης ερημιάς τ' αγέρι
    όλ' αγιάζουνε μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι
    και στα κύματα ακουμπάς
    σαν αγριοπεριστέρι

Γεια σας έχτρες γεια σας μίση
    και γινάτι καθενός
Άμα βρεις το ερημονήσι
    όλα τ' άλλα είναι καπνός
    Μια φορά να το 'χεις ζήσει.
         ΝΤΟΥΚΟΥ ΝΤΟΥΚΟΥ ΜΗΧΑΝΑΚΙ
Σκίζει η πλώρη τα νερά
    κι αντηχάνε τα βουνά
Ντούκου ντούκου μηχανάκι
    ντούκου το παλιό μεράκι

Τρίτη Πέμπτη και Σαββάτο
    μες στης θάλασσας τον πάτο
Ποιος θα ρίξει ποιος θα πάρει
    τ' ασημένιο το φεγγάρι

και Δευτέρα και Τετάρτη
    ποιος θ' ανέβει στο κατάρτι
Κι άχου την Παρασκευή
    ποιος θα κάτσει στο κουπί

Βρε παπά το θυμιατό σου
    γύρισέ το κατά δω
Και με το βασιλικό σου
    ράντισε μας το νερό

Να 'βγουν και να περπατήσουν
    σαν κορίτσια οι νεραντζιές
Κι όλ' οι άντρες ν' αγαπήσουν
    μια και δυο και τρεις φορές

Χάιντε χάιντε βρε παιδιά
    πάμε στην Αγια-Μαρίνα
Πάμε στην Αγια-Μαρίνα
    με την όμορφη μπενζίνα.
         Η ΕΛΕΝΗ
Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
    κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
    ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
Μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή

Φώναζε στην αυλή
ψι ψι, ψι ψι
    κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
    μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει
Ψι ψι, ψι ψι
την αστραπή τους τη χρυσή

Πήγαινε ν' ανεβεί
σκαλί σκαλί
    την αγκαλιά ρούχα γεμάτη
    κι έλεγαν οι αγγέλοι να τη
Σκαλί σκαλί
την πιο μικρή μας αδερφή

Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
    και μυστικέ μου Αποσπερίτη
    πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
Και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί.
         Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Κάθε πρωί όπου ξυπνώ
    τρέχω στην πόρτα και κοιτώ

Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
    κι άλλη μια χαμένη μέρα

Πάνε κι έρχονται ολοένα
    τα βαπόρια και τα τρένα

Ταχυδρόμε ανάθεμα σε
    μόνο εμένα δε θυμάσαι

Πιάνει ο κόσμος περιστέρια
    κι εγώ μένω μ' άδεια χέρια

-Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
    άδικα μην περιμένεις

Δε σου το 'χουνε γραμμένο
    κι αν σου το 'χουν πάει άλλου

Άλλος μένει εκεί που μένεις
    και το δίνουνε αυτουνού

Ίσως να 'ναι και σταλμένο
    σ' άνθρωπο του φεγγαριού

Ή και παραπεταμένο
    σε μιαν άκρη τ' ουρανού.
         ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΟΚΟΡΙΤΣΟ
Εκεί στης Ύδρας τ' ανοιχτά και των Σπετσώ
    να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο

Μωρέ του λέω που 'ν' το μεσοφόρι σου
    έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ' αγόρι σου;

-Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται
    βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται

Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
    ξανανεβαίνει κι απ' τη βάρκα πιάνεται

Θε μου συχώρεσέ μου σκύβω για να δω
    κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο

Σαν λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
    κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε

-Χάιντε μωρό μου ανέβα και κινήσαμε
    πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε.

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
             Η ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΑ
Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα
    που' κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα

Βρήκα τα φρούτα που 'χε το πανέρι της
    το δαχτυλίδι που 'πεσε απ' το χέρι της

Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της
    τις ρόδες το τιμόνι το πεντάλι της

Βρήκα τη ζώνη της βρήκα σε μιαν άκρη
    μια πέτρα διάφανη που 'μοιαζε με δάκρυ

Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα
    κι έλεγα που 'ναι που 'ναι η ποδηλάτισσα

Την είδα να περνά πάνω απ' τα κύματα
    την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα

Την τρίτη νύχτωσ' έχασα τ' αχνάρια της
    στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια της.
         Η ΤΕΛΕΤΗ
Σύννεφο σύννεφο που πάς
    είδα και πέρασε παπάς
Δίχως το καλημαύχι του
    κι είχε σταυρό στη ράχη του

Τις ξέρω αυτές τις μυρωδιές
    τα γιούλια και τις πασχαλιές
Τις ρόδες που ακουστήκανε
    κι οι ξώπορτες κλειστήκανε

Συννέφιασε συννέφιασε
    κι έτσι ο Θεός μας έφιασε
Στους έρωτες και στους καιρούς
    ν' αφήνουμε μικρούς σταυρούς.
        ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ
Έπεσα για να κολυμπήσω
    κι άφησα την καρδιά μου πίσω

Άφησα την καρδιά μου χάμω
    σαν το κοχύλι μες στην άμμο

Πέρασαν όλες οι κοπέλες
    με τα μαγιό και τις ομπρέλες

Ύστερα πέρασαν οι φίλοι
    κανείς δε βρήκε το κοχύλι

Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
    που να 'ν' η αγάπη για να πάω

Έφαγε η θάλασσα το βράχο
    κι έμεινε το νησί μονάχο.
        ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ
Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ
    που 'ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο

Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή
    μες στον αέρα πιάνω
Μια κοριτσίστικη φωνή
    κι ένα σκοπό στο πιάνο

Μαρία και Βασιλική
    χλωμή σαν Παναγίτσα
Με την νταντέλα τη λευκή
    και τη χρυσή καρφίτσα

Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα
    σ' άλλους καιρούς μπορεί και ν' αγαπήθηκα.
         ΣΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ
Φθινόπωρο και πάλι μου γυρίζει ο νους
    στην ξύλινη παράγκα με τους αίλανθους

Στον Φίλιπ και στην Άννα και στην Αιρήν
    που 'ρχονταν κάθε χρόνο απ' το Αμπερντήν

Κορίτσι κοριτσάκι που για χάρη του
    είχε τσακίσει ο ήλιος το κοντάρι του

Το σήκωσε το πήγε πάνω απ' τα βουνά
    κρατούσε ένα ματσάκι από κυκλάμινα

Έγινε κάτι λάθος μες στα ριζικά
    στους ουρανούς δεν ήξεραν εγγλέζικα

Χτύπησε μια μικρή καμπάνα ντιν ντιν ντιν
    στην ξύλινη παράγκα και στο Αμπερντήν.
         ΣΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου το 'πα για τα σύννεφα
    σου το 'πα για τα μάτια τα κλαμένα
    για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
    πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά
    σου το 'πα για τα σύννεφα
    Για σένα και για μένα

Σου το 'πα με τα κύματα
    σου το 'πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
    με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
    με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψιθυριστά και φωναχτά
    σου το 'πα με τα κύματα
    Σου το 'πα μες στη νύχτα

Σου το 'πα τα μεσάνυχτα
    σου το 'πα τη στιγμή που δε μιλούσες
    που με το νου μου λίγο μόνο σ' άγγιζα
    κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά
    σου το 'πα τα μεσάνυχτα
    Με τ' άστρα που κοιτούσες.
         Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
Πέτρες επήρα και κλαδιά
    τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
    το λόγο δεν αθέτησα

Με τον καιρό με τον καιρό
    έγινε αλήθεια τ' όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
    και τα κλαδιά φυτρώσανε

Τα κυπαρίσσια τα κελιά
    σου τα 'κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
    και τις οχτώ καμάρες σου

Στο μέρος το πιο δροσερό
    έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
    γύρω σου τ' άσπρα μνήματα

Έλα Κυρά και Παναγιά
    με τ' αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
    στον Ήλιο και στο Θάνατο. 
Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
             ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΛΕΙΔΙ
- Εσείς του κόσμου οι σοφοί
    για δώστε απόκριση σωστή:
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
    όπου ανοίγουν οι ουρανοί;

-Ένα κορί- ένα κορί-
    ένα κορίτσι το 'χει
Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
    όχι του λέει όχι

Βρε κορίτσι βρε κορίτσι μια ζωή την έχουμε
    άνοιξε μας άνοιξε μας άλλο δεν αντέχουμε
Μάγισσες ρίχτε τα χαρτιά
    και μελετήστε τα καλά:

Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
    όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
Ένα κορί- ένα κορί-
    ένα κορίτσι το 'χει

Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
    όχι του λέει όχι
Βρε κορίτσι βρε κορίτσι θα μας φάει η άβυσσο
    άνοιξε μας άνοιξε μας λίγο τον Παράδεισο.
        Ο ΓΛΑΡΟΣ
Στο κύμα πάει να κοιμηθεί
    δεν έχει τι να φοβηθεί
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
    γλάρος είναι και πηγαίνει

Από πόλεμο δεν ξέρει
    ούτε τι θα πει μαχαίρι
Ο Θεός του 'δωκε φύκια
    και χρωματιστά χαλίκια

Αχ αλί κι αλίμονο μας
    μες στον κόσμο το δικό μας
Δε μυρίζουνε τα φύκια
    δε γυαλίζουν τα χαλίκια

Χίλιοι δυο παραφυλάνε
    σε κοιτάν και δε μιλάνε
Είσαι σήμερα μονάρχης
    κι ώσαμ' αύριο δεν υπάρχεις.
         ΤΥΧΗ
Λάμπει τ' ασημί του σπάρου
    μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
    το τραγούδι της Σαπφώς

Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου
    μες στην άσπρη κάμαρα μου

Κωπηλάτες του θανάτου
    να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε
    σαν νησάκι που κοιμάται

Και βουές γεμίζει μόνον
    στους αιώνες των αιώνων.
        Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

απ' την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν' ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.
         ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΠΑΧΑΝ
Μισοφέγγαρο ασημί
    βγαίνει μες στο γιασεμί
Τα κορίτσια το κοιτάν
    απ' τους κήπους του Ισπαχάν

Κι ένας άγγελος με γένια
    στέκει πάνω στα μπεντένια:
Τέτοια νύχτα ποιος κοιμάται
    το Θεό δεν τον φοβάται;

Άγγελε τι μας το λες
    φέρε κόκκινες στολές
Να γίνουμε τα μαμούδια
    πάνω στα χρυσά λουλούδια

Ράντισέ μας όνειρο
    το γαριφαλόνερο
Να γεμίσουμε τη λύπη
    από κείνο που μας λείπει

Κάνε τη στερνή τη χάρη
    του γερο - περιβολάρη
και του απαρηγόρητου
    να 'ρθει πια το αγόρι του

Γέρνει ο κήπος με το πλάι
    μες στους ουρανούς και πάει
Με το φως επανωφόρι
    στέκει ο άγγελος στην πλώρη:

-Κοιμηθείτε κοιμηθείτε
    το Θεό παντού θα βρείτε
Στο κρεβάτι και στον τάφο
    σας το γράφω σας το γράφω

Μισοφέγγαρο ασημί
    γέρνει μες στο γιασεμί
Τραγουδάνε και το παν
    τα κορίτσια του Ισπαχάν.
         ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
Άντρας δεν είναι ούτε γυναίκα
    ούτε μας έρχεται απ' τη Μέκκα

Είναι παιδί μελαχρινό
    μας έρχεται απ' τον ουρανό

Κι έχει τα πλούτη του εδωπέρα
    στη γης και στο χρυσόν αέρα

Έχει μια θάλασσα με φάρους
    που ανάβουν μόνο για τους γλάρους

Έχει εκκλησιές που τις πηγαίνει
    όπου του λεν οι πικραμένοι

Κι ένα λαγωνικό που πιάνει
    τις έγνοιες πάνω στο ταβάνι

Κανείς δεν ξέρει πως τον λένε
    μια του γελούνε μια του κλαίνε

Και πότε ζει πότε πεθαίνει
    πότε τους άλλους ανασταίνει

Τις αλυσίδες όλες σπάει
    και μ' ανοιχτές φτερούγες πάει.
         Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
Το επάγγελμα μου το εξασκώ
    στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
    σαν ένας χαμαιλέων

Πρωί πρωί χαράματα
    κόβω απ' τον ήλιο γράμματα
Στη γλώσσα που διαβάζουνε
    οι αγράμματοι και αγιάζουνε

Κατά τις έντεκα παρά
    το στήνω μες στην Αγορά
Πουλάω φως ουράνιο
    στίχους απ' το Κοράνιο

Πουλάω τ' όχι και το ναι
    κι όσα ποτέ δεν είδανε
Στη Λεϊλά στη Λεϊλέ
    πουλάω το ροζ και το βιολέ

Στο τζαμί την ώρα που 'ναι
    οι πιστοί και προσκυνούνε
Κάνω κι έρχονται από πέρα
    τα ουρί μες στον αέρα

Μια στιγμή στο δειλινό
    ρίχνω χρώμα γαλανό
Ύστερα πάνω απ' τα κάστρα
    πάω να καρφώσω τ' άστρα

Δεν είμαι Μωαμεθανός
    ούτε και ανήκω κανενός
Σ' όσους και να πάω τόπους
    ίδιους βρίσκω τους ανθρώπους

Το επάγγελμα μου το εξασκώ
    στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
    σαν ένας χαμαιλέων.

ΟΙ ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΙΕΣ
            ΤΑ ΓΑΤΙΑ
Χάιντε-χα δυο παλιογατιά
    χάιντε-χα πάνε για καβγά
Χάιντε-χα μ' αγριοκοιτάνε
    χάιντε-χα κι όλο με φυσάνε

Ψουτ τους κάνω και σταματούν
    την ουρά τους μόνο κουνούν
Φουφ τους κάνω και φουφουλιάζω
    βγάζω νύχι και καμπουριάζω

Χάιντε-χα και σας έφαγα
    χάιντε-χα ενιαούρισα
Χάιντε-χα το τοιχίο πηδάμε
    χάιντε-χα και τρεχοκοπάμε

Τα στριμώχνω σε μια γωνιά
    μου πατάνε μια δαγκωνιά
Τη μικρή την ξεμοναχιάζω
    μες στα δυο μου πόδια τη βάζω

Χάιντε-χα τι γλυκιά βραδιά
    χάιντε-χα που 'ν' εδώ ψηλά
Χάιντε-χα βγήκε το φεγγάρι
    χάιντε-χα κι έχουμε Γενάρη.

         Η ΤΑΡΑΤΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
                                      α'
Στα σύρματα μπουγάδες απλωμένες
    φέγγουν οι τοίχοι φέγγουνε οι αντένες

Αύγουστο μήνα μέσα στο φεγγάρι
    παν οι ταράτσες παν χωρίς βαρκάρη

Κάπου σε μια κουζίνα πλένουν πιάτα
    μυρίζει ψάρι και αγγουροσαλάτα

Κι ένας ψηλός αντίκρυ από μια σκάλα
    με το τσιγάρο του κάνει σινιάλα

Ελάτε άγγελοι ώρα σας να βγείτε
    με τα δικά σας κιάλια να μας δείτε

Να δείτε που φυλάγω καραούλι
    σκαρφαλωμένος πάνω στο πεζούλι.
                                      β'
Όπα και να σου - μέσα στο σκοτάδι
    ένα παρά - παράθυρο που ανάβει:

Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι
    απ' τον καθρέφτη βλέπω το κρεβάτι

και στα σεντόνια μισοξαπλωμένο
    ένα κορίτσι - πως το περιμένω!

Κάθε που το 'να γόνατο σηκώνει
    μια μυρωδιά κανέλας με λιγώνει

Και κάθε που το χέρι του γυρίζει
    στο μέρος που σγουραίνει και μαυρίζει

Με παίρνει τ' αεράκι και πηγαίνω
    στου Παραδείσου τα περβόλια μπαίνω.
        ΤΟ «ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ»
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι προβλήματα
    όλα τα πυθαγόρεια θεωρήματα
Τα θαύματα της τριγωνομετρίας
    μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»

Απ' την αρχή την Κάθοδο των Αχαιών
    τις μάχες των Ελλήνων κατά των Περσών
Να μάθω για τον πόλεμο της Τροίας
    μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»

Των αγοριών τα κεφαλαία ονόματα
    και τα γυμνά σχεδιασμένα σώματα
Παλιόλογα και λόγια της λατρείας
    μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας».
         Η ΡΟΥΛΕΤΑ
Βγήκαν τα νιάτα ψεύτικα
    στα γηρατειά ερωτεύτηκα
Μεγάλη πόρτα βρήκα
    μετάνιωσα - δεν μπήκα
είπα τι κι έτσι τι κι αλλιώς
    άλλαξε ρούχα ο Μανολιός

Στο κόκκινο ποντάρισα
    πέντε φορές λαχτάρησα
Τ' ακούμπησα στο μαύρο
    ποιος τα 'χασε να τα 'βρω
Είπα να παίξω και στα δυο
    γύρισε κι ήρθε το ζερό

Μες στη ζωή μας βρε παιδιά
    έρχεται πρώτ' η αναποδιά
Ένα πιάνεις δέκα χάνεις
    δέκα ζεις μια θα πεθάνεις.
         Η ALFA ROMEO
Θαύμασα τον Παρθενώνα
    και στην κάθε του κολόνα
    βρήκα τον χρυσό κανόνα

Όμως σήμερα το λέω
    βρίσκω το καλό κι ωραίο
    σε μια σπορ Alfa Romeo

Καλοκαίρια και χειμώνες
    να 'ναι γύρω μου ελαιώνες
    πίσω μου όλ' οι αιώνες

Κι όπου μπρος μου ο δρόμος βγάζει
    και σε πειρασμό με βάζει
    δώσ' του να πατάω το γκάζι

Με τη δύναμη του λιόντα
    και με του πουλιού τα φόντα
    πιάνω τα εκατόν ογδόντα

Γεια σας θάλασσες και όρη
    γεια σας κι έχω βάλει πλώρη
    για της Αστραπής την Κόρη.
        ΕΧΕΙ ΚΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΠΟΥΛΙ
Να 'χεις στόλους και βαπόρια
    και πλεούμενα πελώρια
Με το δένε και το λύνε
    λίγο βέβαια δεν είναι
Όμως της ζωής το αλάτι
    βρίσκεται μες στο κρεβάτι
Μια μονάχα μες στις δέκα
    να 'ναι αληθινή γυναίκα
Και τα τέτοια δεν τα θέλει
    κύριε Γιώργο κύριε Τέλη
Μάθετέ το είναι καιρός
    ίδια τα 'δωκε ο Θεός
Τι λιγάκι τι πολύ
    έχει κι ο φτωχός πουλί.
        ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ
Δύο είν' οι Παράδεισοι
    που λέει κι η παράδοση:

Είν'  ένας μες στους ουρανούς
    που μήτε τον χωράει ο νους

Κι όπου αδερφέ μου για να πας
    θα 'ναι από δίπλα του παπάς

Είν' ένας άλλος έδωνα
    κι ας μην τον βλέπεις πουθενά

Όρη θάλασσες και βράχοι
     μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει

Έχει βιόλες έχει κρίνα
    Σεραφείμ με μαντολίνα

Έχει γλύκες έχει τρέλες
    του διαόλου τις κοπέλες

Μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει
    να βουτάς κι ό,τι σου λάχει.

Τ '  ΑΦΑΝΕΡΩΤΑ
             ΤΟ ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ
Νυχτώθηκα όπως πάντα
    στη σκοτεινή βεράντα
Και διάλεξα έν' αστέρι
    το κράτησα στο χέρι
Σε λίγο του 'πα «φύγε»
    το φύσηξα και πήγε
Στο αντικρινό μπαλκόνι
    όπου καθόταν μόνη
Μελαχρινή κοπέλα
    με κάτασπρη κορδέλα

Το πήρε στην ποδιά της
    το 'βαλε στα μαλλιά της
Το φόρεσε βραχιόλι
    και λαμποκόπησε όλη
Έπειτα ήρθε ο μπάτης
    πήρε το κάθισμά της
Τη φύσηξε απ' το πλάι
    μες στη βραδιά του Μάη
Κι άξαφνα μες στον ουρανό
    κάηκε σαν βεγγαλικά.
        ΤΟ ΜΑΓΙΣΣΑΚΙ
Από τους χρόνους τους παλιούς                 το 'χω βαθύ μεράκι
    να βγω στις πέρα θάλασσες                    να βρω το Μαγισσάκι

Τ' άπιαστο σαν αερικό                                 στην εμορφιά του Μάης
    που αν κάνεις να τον μυριστείς               αλίμονό σου - εκάης

Έβγα έβγα Μαγισσάκι                                Τι ζουμπούλια και τι κρίνα
    χτύπα χτύπα το ραβδάκι                               Τι κι ετούτα τι κι εκείνα
Ντο και ρε και μι και φα                              Ντο και ρε και φα και μι
    μες στα ροζ τα σύννεφα                              φούχτα μου και δύναμη

Ποιος θα μου δώκει δύναμη                       κι ένα μακρύ καμάκι
    να βγω στις πέρα θάλασσες                        να βρω το Μαγισσάκι
Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός                   άγγελος η μαμά του
    κι αφρός το φουστανάκι του                        στην άκρια του κυμάτου 

Χτύπα χτύπα το ραβδάκι                             Τα παπιά και τα βαπόρια
    χύνε το νερό στ' αυλάκι                               παν μαζί και πάνε χώρια 
Φα και ρε και μι και ντο                            Έξι τέσσερα κι οχτώ
    μες στο μπλε το ξάγναντο                          γούρι μου και φυλαχτό

Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές                       ν' ανάψω ένα κεράκι
    να κάνει θαύμα στα κρυφά                        για με το Μαγισσάκι

Που να κοιμάμαι ξυπνητός                        να τρέχω ξαπλωμένος
    και να με λεν χωρίς καρδιά                       μα να 'μ' ερωτευμένος.
         ΤΑ ΟΣΑ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ' ΓΡΑΦΕ
Τα όσα η μοίρα μου 'γραφε
    κι άλλος κανείς δεν ξέρει
Τα βρήκα μέσα στον καφέ
    τα διάβασα στο χέρι

Ποτάμι βρήκα σκοτεινό
    μια σφαλιγμένη πόρτα
Κοράκια πάνω στο βουνό
    και φίδια μες στα χόρτα

Μακάρι να 'μουν σαν τα ζα
    που βοσκούνε στον κάμπο
Γράμματα να μη γνώριζα
    μες στα μυστήρια να 'μπω

Μυστήρια τέτοια δε συμφέ-
    να ψάχνω δε συμφέρει
Φέρτε μου δεύτερο καφέ
    κι αλλάξτε μου το χέρι.
        Ο ΤΑΜΕΝΟΣ
Σηκώθηκε ο Πουνέντες και λυσσά
    της Παναγίας φτάνει ως τα μισά
Στάζουν οι πέπλοι λάμπουν τα χρυσάφια
σκαμπανεβάζουν γύρω τα χωράφια
Από παιδί σαν να 'σουν εκκλησιά
    παλιό μου καλοκαίρι σ' έζησα
Θυμάμαι που οι άγγελοι τρομαγμένοι
    ανεβοκατέβαιναν οι καημένοι
Κι όλο ζητούσα πως την Ομορφιά
    να τηνε κατεβάσω απ' τα καρφιά
Κι όλο μ' έριχνε κάτου θυμωμένος
    Εκείνος όπου του ήμουνα ταμένος.
        ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
    το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
    την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    με τα μισόλογα τα σβησμένα
    τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
    όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
    τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
         ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Εδώ στου δρόμου τα μισά
    έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
    γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
    το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
    μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
    όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
    δεύτερη ζωή δεν έχει.
         Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Γρήγορα που σκοτεινιάζει. Φθινοπώριασε
    δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο. Χώρια εσέ

Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
    προδομένος απομένει - ποιος; Ο φίλος σου

Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου-
    που σου 'μελλε να το 'βρεις απ' τη γυναίκα σου

Ασ' τον άνεμο να λέει άσ' τον να λυσσά
    κάποιος θα 'ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα

Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις - ποιος; Ο νικητής
   αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης

Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
    θα μετράει στα δάχτυλα της η γυναίκα σου.
ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
1. Αρχή του κόσμου πράσινη
         κι αγάπη μου θαλασσινή
    Την κλωστή σου λίγο λίγο
         τραγουδώ και ξετυλίγω

2. Διαβάζω μέσα στο νερό
         το άλφα το βήτα και το ρω
    Τα δυο γυμνά σου πόδια
         τους κήπους με τα ρόδια

3. Σ' έκανα πουκάμισό μου
         σε φορώ και περπατάω
    Με το σώμα το μισό μου
         στο δικό σου που κρατάω

4. Σου 'χτισα μια Σαντορίνη
         με καμάρες και πορτιά
    Να γυρνάς σαν το λυθρίνι
         μες στη δροσερή φωτιά

5. Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο
         την απαλάμη των χαδιώ
    Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις
         την Τύχη κι άμε να τη βρεις

6. Έλα να γίνουμε δυο ζώα
         σε μακρινούς να πάμε τόπους
    Όπου τα πλάσματα τ' αθώα
         να μας φαντάζονται γι' ανθρώπους

7. Άκουσα μες στον ύπνο σου
         που κολυμπούσε ο κύκνος σου
    Τα δύο μας τα ονόματα
         ν' αλλάζουν χίλια χρώματα

8. Τα χέρια μου τ' αδίσταχτα
         πιάναν την άνοιξη πριν φτάσει
    Τα μάτια σου τ' ανύσταχτα
         της ρίχνανε άνθη να χορτάσει

9. Βγήκε απ' το κόκκινο το μαύρο
         και τώρα που να πάει δεν ξέρει
    Κόκκινα που 'ναι όλα τα μέρη
         Το 'να που απόμεινε ίσως θα 'βρω

10. Μου 'φυγ' ένα συννεφάκι
          πάει τη λύπη στα βουνά
      Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι
          στο πάντα και στο πουθενά

11. Σ' ένα λιμανάκι μωβ
          ξύπνησα τα χαράματα
      Όχι να μη γίνω Ιώβ
          μήτε να μάθω γράμματα

12. Στήνει καρτέρι ο κεραυνός
          χώρια να μας πετύχει
      Μα 'ναι μεγάλος ο ουρανός
          και τοσοδούλα η Τύχη

13. Φύγε από κει μωρέ πουλί
          και γέρνει η βάρκα μας πολύ
      Μόνο σου πέταξε και δες:
          ίσα που παίρνει δυο καρδιές

14. Σταμάτα μου την αστραπή
          ν' ανάψω ένα τσιγάρο
      Και πες του σύννεφου να πει
          πως θα 'ρθω να σε πάρω

15. Την αγάπη μια τη λες
          την ντύνεσαι τη γδύνεσαι
      Όσο που γίνονται πολλές
          και πάλι σ' όλες δίνεσαι

16. Περνώντας απ' τις λυγαριές
          κάποιος μου το μουρμούρισε
      Το 'παν οι σκύλοι στις αυλές
          κι η γάτα το χουρχούρισε

17. Κάνε με Μωαμεθανό
          να προσκυνώ στη Μέκκα
      Και να σε πάρω μια και δυο
          κι εφτά φορές γυναίκα

18. Ο που ξέρει ελληνικά
          πέντε κι έξι έντεκα
      Κι ο που ξέρει μόρτικα
          δύο αλλ' αλλιώτικα

19. Η χαρά μου για να παίξει
          διάλεξε κοπέλες έξι
      Καθεμιά κι από μια λέξη
          να τη λέει ώσπου να φέξει

20.Ένα κύμα μέσα σ' όλα
          έγια λέσα έγια μόλα
      Πήρε τα κρυφά μας λόγια
          να τα κάνει κομπολόγια

21. Αυτό που λέμε «σ' αγαπώ»
          στα δέντρα θα το τρίξω
      Με τον αέρα να σ' το πω
          και να σου το φυσήξω

22. Λένε πως κατιτίς κοιμάται
          μέσα στης θάλασσας τον πάτο
      Κάποια που πια δεν το θυμάται
          μ' έχασε σαν σταυρό εκεί κάτω

23. Σαν κάποιος ν' αναστέναξε
          ή να 'κοψ' έναν μενεξέ
      Ραγίστηκεν ο ουρανός
          και φάνηκε ο κατάμονος

24. Τι να 'γινε το μαξιλάρι
          που 'χε απ' τα λόγια μας γεμίσει
      Στον ουρανό θα το 'χει πάρει
          άγγελος για ν' αποκοιμίσει
          κάτι που πια δε θα γυρίσει

25. Μόνο που κοιτάχτηκες
          μέσα στο πηγάδι
      Στην ηχώ σου πιάστηκες
          σαν σε παραγάδι

26. Να σου δένω τα μαλλιά
          με χρυσόν αστάχυ
      Και να λένε τα πουλιά:
          ο που τα 'βρε ας τα 'χει

27. Μες στου κήπου το σκοτάδι
          φέγγεις μόνο με το χάδι
      Όμως όταν μπεις στο σπίτι
          σβήνεις τον Αποσπερίτη

28. Να 'χα μια γομολάστιχα
          να πιάνει στα Γραμμένα
      Να σβήσω τα τετράστιχα
          και να κρατήσω εσένα.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΡΕΧΤ
             ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ
Μια φορά κι έναν καιρό
    ζούσ' ένα παιδί καλό
που το πότιζαν φαρμάκι
    κι είχε μείνει τ' ορφανό
δίχως φαΐ δίχως νεράκι

Παιδί παιδάκι της οχιάς
    παιδί παιδάκι μου καρτέρα
κάποτε θα 'ρθει θα 'ρθει η μέρα
    όπου θα πιεις όπου θα φας
όπου θα βρεις άλλη μητέρα.
        ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ
Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
    για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν
Μα ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε
    ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε
ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο
    κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο
Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν
    αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.
         ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΕΓΩ
Ανάγκη να σε πάρω εγώ
    που έτσι σ' απαρατήσανε
μονάχο κι έρμο κι ορφανό
    παιδάκι μου που σ' αγαπώ
σε μαύρες μέρες και σκληρές
    μη μου ζητάς το αδύνατο

Δρόμο σε πήγα δρόμο μακρινό
    νυχτόημερα βαδίζοντας
πείνασα και ματώθηκα
    κι ήταν το γάλα σου ακριβό
μα να σ' αφήσω δεν μπορώ
    παιδάκι μου σε πόνεσα

Το ρούχο το μεταξωτό
    μες στο ποτάμι το 'ριξα
φτωχά κουρέλια σου φορώ
    πλένω σε και βαφτίζω σε
με το κατάψυχρο νερό
    μην κλαις και μου πικραίνεσαι.
         ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ
Την ώρα που ο λεβέντης στον πόλεμο κινούσε
    η αγαπημένη του έκλαιγε και τον παρακαλούσε
Μακριά στη μάχη σαν βρεθείς καλέ μου έχε το νου σου
    φυλάξου από τη μάνητα κι απ' το σπαθί του εχτρού σου
Μπροστά πολύ μην προχωρείς πίσω μην απομένεις
    φωτιά μπροστά πίσω φωτιά καταμεσής να μένεις
Τι οι πρώτοι πάντα είναι γραφτό θερίζονται και πάνε
    κι οι πίσω μέσα στο σωρό πέφτουν και ξεψυχάνε
Μονάχα ξέρει ο μεσιανός να τρέξει να πηδήσει
    κι αυτός μονάχα σπίτι του μια μέρα θα γυρίσει.
ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ
             ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΝΕΜΕΝΗΣ
Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι
    χορεύει κι έρχεται με χάρη
μέσ' από δάφνες και μυρτιές
    κι από το φως ασημωμένη
μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη

Ως τη θωρεί πετιέται ορθός
    ο Άνεμος ο ακοίμιστος
άντρας ο άτιμος κοιτάει
    γλείφεται γλώσσες τις εννιά
κι απέ γλυκά της τραγουδάει:

-Μικρούλα μου άσε να σηκώσω
    το φουστανάκι σου να ιδώ
άσε με λίγο να σ' αγγίξω
    και της κοιλίτσας σου ν' ανοίξω
το ρόδο το γαλαζωπό

Πετάει το ντέφι τρομαγμένη
    και τρέχει τρέχει η Παινεμένη
ξοπίσω της ακολουθεί
    Άνεμος άντρας που κρατεί
μια σπάθα σπάθα αστραφτερή

Αχού το κύμα πως στενάζει
    ο ελιώνας αχού πως χλωμιάζει
παίζει των ίσκιων η φλογέρα
    μέσα στο σκοτεινόν αέρα:

-Τρέχα τρέχα Παινεμένη
    τι όπου να 'ναι σε προφταίνει
ο Άνεμος χιμάει να
    γλείφεται γλώσσες τις εννιά

Βρίσκει ένα σπίτι η Παινεμένη
    χώνεται μέσα τρομαγμένη
της δίνουνε κάτι να πιει
    κι εκείνη λέει κι ανιστορεί

Ενώ απ' τη λύσσα του θηρίο
    γυρνάει ο Άνεμος στο κρύο
δέρνει το σπίτι και το ζώνει
    τα κεραμίδια του δαγκώνει.
        Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ
Βουνά και σύγνεφα μακριά
    σ' όλα τα γύρω σιγαλιά
Κάμποι και δέντρα μες στη ζέστη
    και τα τοιχία μες στον ασβέστη
Σ' ένα αχερόχρωμο πανί
    κεντά η καλόγρια η μικρή

Άχου τι όμορφα κεντάει
    το χεράκι της πως πάει

Βάνει πουλιά βάνει δεντρά
    βάνει και τ' άστρα τα χρυσά

Βάνει στις τέσσερις τις κόχες
    τέσσερις αγριομολόχες

Σ' ένα αχερόχρωμο πανί
    κεντά η καλόγρια η μικρή

Μα κάθε τόσο αναστενάζει
    και κάτι με το νου της βάζει

Λίγο το χέρι σταματά
    μες στον αέρα και κοιτά

Στα μάτια της που ανοιγοκλειούν
    δυο καβαλάρηδες περνούν

Κι υστέρα πάλι στο πανί
    κεντά η καλόγρια η μικρή

Τι ποτάμια! Τι χορτάρια!
    Τι λιοτρόπια! Τι φεγγάρια!
Πλάσματα της αρεσιάς της
    της ονειροφαντασιάς της.
        Η ΚΥΡΑ Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ
Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
    σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που απ' τα σκοτεινά
    η Κυρά η Παντέρμη ροβολά

Μαύρη μαυρίλα είν' η ψυχή της
    κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ' αμόνια
    που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια

-Παντέρμη τι ζητάς εδώ
    μόνη σου δίχως σύντροφο;

-Κι αν είναι κάτι να ζητώ
    πε μου σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω κείνο που ζητώ
    ζητάω την ίδια εμένανε

-Παντέρμη πες ποιος ο καημός σου
    ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;

-Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα
    'γίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
    σούρνω το ξέπλεκο μαλλί

-Παντέρμη λούσε το κορμί σου
    λούσ' το χελιδονονερό
κι άσε Κυρά μου την ψυχή σου
    ασ' τηνε να 'βρει αναπαμό

Άχου τσιγγάνικες ψυχές
    όλο κρυφές νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
    στα μακρινά χαράματα.
        ΧΑΜΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ
-Τι να 'ναι κείνο που φωτά
    Μάνα στα δώματα ψηλά;

-Κοιμήσου γιε μου κι είναι αργά
    σήμανε η ώρα έντεκα

-Μάνα στα μάτια μου για δες
    λάμπουνε τέσσερις φωτιές

-Δεν είναι τίποτα έλα πια
    είν' τα μπακίρια αστραφτερά

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη
    φέγγαν οι τοίχοι απ' τον ασβέστη

Τη φυσαρμόνικα γλυκά
    παίζανε Σεραφείμ μικρά

-Μάνα μου ευθύς που ξεψυχήσω
    μηνύσετέ το στους ανθρώπους

Κατά Βοριά κατά Νοτιά
    μαντάτα στείλετε πικρά

Οι πόρτες τ' ουρανού χτυπούσαν
    όλα τα δάση αχολογούσαν

Ψηλά δεν έβλεπες κανένα
    κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.
        ΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ
Είκοσι τρεις του Θεριστή
    στου Πικραμένου την αυλή
πάνε και λεν παν και του λένε:
    αν το μπορείς δυστυχισμένε

Στο περιβόλι σου έβγα απόψε
    και τα λουλούδια σου όλα κόψε

Γράψε στη θύρα σου σταυρό
    βάλ' από κάτου τ' όνομά σου
τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου
    ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες

Πάρε κεριά πάρε λαμπάδες
    τα χέρια μάθε να σταυρώνεις
και πόνου από την ερημιά
    γέψου της νύχτας τη δροσιά

Τι πριν περάσουν μήνες δυο
    θα κείτεσαι στα σάβανα

Στους ουρανούς ψηλά προβαίνει
    ο Ταξιάρχης και πηγαίνει
πόχει το σύννεφο σπαθί
    στράφτει και πάει και δε μιλεί

Κι είκοσι τρεις του Θεριστή
    μέσα στην έρμη την αυλή
Τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος
    της μοίρας ο σημαδεμένος

Κι είκοσι τρεις του Αυγούστου
    γέρνει και τα σφαλεί.
         Ο ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟΡΡΕΣ ΧΕΡΕΝΤΙΑ
             ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΕΒΙΛΛΙΑΣ
Κάτου στης ακροποταμιάς
    το μονοπάτι περπατάει
κρατώντας βέργα λυγαριάς
    ο Αντόνιο Τόρρες ο Χερέντια
και στη Σεβίλλια πάει

    Τα κατσαρά του γυαλιστά
πέφτουν στα μάτια του μπροστά
    στην όψη του είναι μελαψός
από του φεγγαριού το φως

Κάποτε λίγο σταματά
    κόβει λεμόνια στρογγυλά
τα ρίχνει το νερό να στρώσει
    και να το χρυσαφώσει

Εκεί στης ακροποταμιάς
    το μονοπάτι να: τον φτάνουν
κάτω απ' τα κλώνια μιας φτελιάς
   χωροφυλάκοι και τον πιάνουν

Αποβραδίς η ώρα οχτώ
    τον σούρνουν σε κελί μικρό
απόξω κάθονται φυλάνε
    πίνουν ρακί και βλαστημάνε.
        ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟΡΡΕΣ ΧΕΡΕΝΤΙΑ
Ξάφνου στον ποταμό από πέρα
    φωνές ξέσκισαν τον αέρα

Ωσάν του κάπρου δαγκωνιές
    έμπηγε στα ποδήματα
χίμαγε κι έκανε βουτιές
    και δελφινιού πηδήματα

Η τραχηλιά του η κρεμεζιά
    μούσκεψε μες στα αίματα
μα οι κάμες ήταν έξι
    δεν μπόρειε πια ν' αντέξει

Αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο
    φεγγαρομελαψέ μου
κι αντρογαρούφαλέ μου
    αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο
π' άξιζες μια Βασίλισσα
    μνημόνεψε την Παναγιά
τι τώρα θα σε φάει το κρύο
    τι τώρα θα πεθάνεις πια

Στην άκρη εκεί του ποταμού
    τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του
κι ανάγειρε την κεφαλή
    με τα σφιγμένα χείλη

Μα τότε πια καμιά φωνή
    μόνο φωτίστη ο ουρανός
κι άγγελος βεργολυγερός
    ήρθε και τ' άναψε καντήλι.
        Η ΜΙΚΡΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ
Πέρα στην ακροποταμιά
    την πήγα και την ξάπλωσα
ήτανε μικροπαντρεμένη

Μα εγώ τη νόμιζα κορίτσι
    που κάτι άλλο περιμένει

Μεμιάς σβηστήκαν τα λαμπιόνια
    κι άναψαν όλα τα τριζόνια

Τα δυο της στήθη τα μικρά
    μέσα στα μισοσκότεινα
τ' άγγιξα και μυρίσανε
    σαν γυάκινθοι που ανθίσανε

Από το γύρο του λαιμού
    έβγαλα τη γραβάτα μου

Εκείνη όσο που να το πεις
    έβγαλε το φουστάνι της
Εγώ τη ζώνη την πιστόλα
    εκείνη τα λινά της όλα

Τέτοιο δέρμα τέτοια χείλη
    δεν τα βρίσκεις σε κοχύλι
τέτοιο θάμπος τέτοια χάρη
    σε γυαλί και σε φεγγάρι

Το σώμα της σπαρταριστό
    σαν ψάρι φρεσκοτράβηχτο
μισό φωτιά μισό δροσιά
    μου άφηνε μες στα σωθικά

Τι μου 'λεγε δε θα το πω
    γεμάτος άμμο και φιλιά
την πήρα και τη σήκωσα

Τον άνεμο από μια μεριά
    σπάθιζαν τα νερόκρινα.
         ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ
Καταμεσής στη ρεματιά
    λάμπουνε τα μαχαίρια

Ωσάν ψάρια αστραφτερά
    που κανείς δεν τα προφταίνει
και το αίμα τα ομορφαίνει

Μες στις άγριες πρασινάδες
    ανεβαίνουν με το πλάι
πάνω σ' αψηλές φοράδες

Άγγελοι μαύροι έφερναν
    μέσα στο φως το αγριωπό
μαντίλες και χιονόνερο

Ο Χουάν Αντόνιο στην πλαγιά
    πέφτει με μια λαβωματιά

Έχει ανεμώνες στο πλευρό
    και ρόδι έχει στον κρόταφο

Κατάκοπο από τις φωνές
    το απόβραδο μες στις συκιές
σωριάζεται λιπόθυμο

Κι οι μαύροι άγγελοι ολοένα
    με τα μεγάλα τους φτερά
πετούσαν μες στο ηλιόγερμα.
         Η ΣΕΛΗΝΗ ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΑΔΙΚΟ
Μπήκε στα κλεφτά η Σελήνη
    με τ' άσπρο της το νυχτικό
μπήκε στο σιδεράδικο
    τ' αγόρι στο περβάζι
κάθεται και κοιτάζει

Στην αχνή που τηνε τυλίγει
    τα μπράτσα η Σελήνη ανοίγει
και το παιδί κοιτάει κοιτάει
    δυο στήθη από σκληρό καλάι

-Μη Σελήνη φύγε φύγε
    τι αν έρθουν οι τσιγγάνοι
την καρδιά σου θα την κάνουν
    δαχτυλίδι και γιορντάνι

Μες στα λιόφυτα περνάνε
    οι τσιγγάνοι κι όλο πάνε
με τα κεφάλια τους στητά
    τα βλέφαρα μισόκλειστα

Αχ τι λέει το νυχτοπούλι
    μες στα δέντρα τι μεράκι
αψηλά η Σελήνη πάει
    κι απ' το χέρι της κρατάει
ένα μελαψό αγοράκι.
        ΥΠΝΟΒΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Όλα η ψυχή μου τα ζήτα
    πράσινα να 'ναι πράσινα
τον άνεμο τη φυλλωσιά
    τ' άλογο πάνω στα βουνά
τη βάρκα μες στη θάλασσα

Μες στη σκιά που τηνε ζώνει
    ρεμβάζει επάνω στο μπαλκόνι
πράσινο δέρμα και μαλλί
    το μάτι κρύο και ασημί

- Σύντροφε πάρε τ' άλογο μου
    κι όλ' η αρματωσιά δικιά σου
το σπίτι σου να 'ναι δικό μου
    να 'ναι δική μου η φαμελιά σου

Σύντροφε καταματωμένος
    έρχομαι απ' τ' αψηλό φαράγγι
αχ έτσι το 'φερε η ανάγκη

-Έννοια σου γιε μου κι αν μπορούσα
    ευθύς το πράγμα θα το κλειούσα
μα δεν ορίζω πια δικό μου
    κάνε μήτε το σπιτικό μου

- Σύντροφε πες μου και πατέρα
    που 'ναι η πικρή σου θυγατέρα;

-Χρόνους και χρόνους εκεί μένει
    και πάντα εκεί θα περιμένει
όμορφη μελαψή και μόνη
    πάνω στο πράσινο μπαλκόνι

Όλα η ψυχή μου τα ζήτα
    πράσινα να 'ναι πράσινα
τον άνεμο τη φυλλωσιά
    τ' άλογο πάνω στα βουνά
τη βάρκα μες στη θάλασσα.





ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ  (1971)
             Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα,
                                   μόνος, στον Παράδεισο
                                           Ι
Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.
                                           II
Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια
Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα «πίστεψέ με» και τα «μη»
Μια στον αέρα, μια στη μουσική
Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
        τους καταρράχτες
Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά
Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.

                                           III
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε
Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή
Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
Να μιλώ για σένα και για μένα.
                                          IV
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς
Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς
Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

                                          V
Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους
Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω
Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά
Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης
Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή
Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

                                         VI
Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
       της θάλασσας
Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί
Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου!
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί
Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς
        τον Παράδεισο!

                                        VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.